επιτακτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

επιτακτικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιτακτικό ουδέτερο

  • (γραμματική) εμφατική λέξη, εμφατικό, εντατικό, ενισχυτικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]