σώπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σώπα
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σωπαίνω
- (ειδικότερα) μη μου το λες!
- δηλώνει δυσπιστία
- δηλώνει ειρωνεία (στο γραπτό λόγο συνύθως ακολουθείται από θαυμαστικό (!) ή/και αποσιωπητικά (…)
- άλλη μορφή: τσώπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για την έκφραση
|