σώπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σώπα

  1. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σωπαίνω
  2. (ειδικότερα) μη μου το λες!
    1. δηλώνει δυσπιστία
    2. δηλώνει ειρωνεία (στο γραπτό λόγο συνύθως ακολουθείται από θαυμαστικό (!) ή/και αποσιωπητικά ()
      άλλη μορφή: τσώπα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]