Συζήτηση:ενσκήπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

το ενσκήψασα από που βγαίνει;--Costaud (συζήτηση) 09:49, 2 Απριλίου 2020 (UTC)[απάντηση]

☏ Costaud, η ενσκήψασα, θηλυκό της μετοχής ο ενσκήψας. Ουδέτερο, το ενσκήψαν. Το αρχαίο ρήμα ήταν ἐνσκήπτω, και ο αόριστος, ήταν ἐνέσκηψα. Ο κάθε χρόνος είχε και τη μετοχή του. Ο ενεστώτας: ο ἐνσκήπτων, η ενσκήπτουσα: αυτή που ενσκήπτει τώρα που μιλάμε. Ο αόριστος είχε τον ενσκήψαντα: αυτός που ενέσκηψε στο παρελθόν. ‑‑Sarri.greek  | 10:11, 2 Απριλίου 2020 (UTC)[απάντηση]
είστε θεά ☏ Sarri.greek.--Costaud (συζήτηση) 10:41, 2 Απριλίου 2020 (UTC)[απάντηση]