Μου αρέσει να μελετάω επί παντός επιστητού. Μπήκα στο βικιλεξικό για να μελετήσω--κυρίως. Το βικιλεξικό με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και για αυτό όποτε μπορώ, δράττω της ευκαιρίας και το στηρίζω.
πολύ (επίρρημα): Ήπια πολύ αλκοόλ για σήμερα και τρεκλίζω, όπως πάω θα αργήσω πολύ, ενώ πολλή (επιθετικός προσδιορισμός): έπεσε πολλή δουλειά στο γραφείο και δεν έχω πολύ χρόνο. Σα να μην έφτανε αυτό ρίχνει πολλή βροχή έξω με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν οι δρόμοι πολύ