Χρήστης:Botaki/Όροι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ορολογία από το ΟROSSIMO άδεια CC - BY[επεξεργασία]

ελληνικός όρος συνώνυμο αγγλικός όρος συνώνυμο τομέας
αγαθό resource Πληροφορική
αδιέξοδο dead end deadlock Πληροφορική
άθροισμα sum Πληροφορική
αισθητήρας αισθητήριο όργανο sensor sensing device Πληροφορική
αίτηση request Πληροφορική
αιτιολόγηση justification Πληροφορική
ακμή edge Πληροφορική
ακολουθιακός sequential Πληροφορική
ακτίνα radius Πληροφορική
άκυκλος acyclic Πληροφορική
αλγόριθμος algorithm Πληροφορική
αληθής true Πληροφορική
αλληλεπίδραση interaction Πληροφορική
αλώνισμα thrashing Πληροφορική
ανάγνωση read Πληροφορική
αναδρομή recursion Πληροφορική
ανεξάρτητος independent Πληροφορική
ανταλλαγή swapping interchange Πληροφορική
αντιγραφή copy Πληροφορική
αντιγράφω copy Πληροφορική
αντικατάσταση replacement Πληροφορική
αντικείμενο object Πληροφορική
αντικειμενοστραφής object oriented Πληροφορική
αντιπρόσωπος agent Πληροφορική
αντιστοίχιση matching Πληροφορική
αντιστροφή inversion Πληροφορική
αντισυμμετρικός antisymmetric Πληροφορική
αντίφαση contradiction Πληροφορική
αξιολόγηση evaluation Πληροφορική
απαρίθμηση enumeration Πληροφορική
απαριθμητής counter Πληροφορική
άπειρος infinite Πληροφορική
απλός simple Πληροφορική
αποθήκευση store Πληροφορική
αποκωδικοποιητής decoder Πληροφορική
απομονωμένος isolated Πληροφορική
απομονωτής buffer Πληροφορική
αποπλέκτης demultiplexer Πληροφορική
απόσταση distance Πληροφορική
αποτιμητής evaluator Πληροφορική
αραιός sparse Πληροφορική
αρπάγη gripper Πληροφορική
αρχείο file Πληροφορική
αρχή origin Πληροφορική
αρχικοποίηση initialisation Πληροφορική
αρχιτεκτονική architecture Πληροφορική
ασήμαντος trivial Πληροφορική
ασυμμετρικός asymmetric Πληροφορική
αυτοματισμός automation Πληροφορική
αφαίρεση abstraction Πληροφορική
βαθμός degree Πληροφορική
βάρος weight Πληροφορική
βάση radix Πληροφορική
βιβλιοθήκη library Πληροφορική
γεγονός fact Πληροφορική
γειτονιά neighborhood Πληροφορική
γέμισμα filler Πληροφορική
γενικός universal Πληροφορική
γένος genus Πληροφορική
γέφυρα bridge Πληροφορική
γλώσσα language Πληροφορική
γραμμή line Πληροφορική
γραμμικός linear Πληροφορική
γράφος γράφημα graph Πληροφορική
γράφω write Πληροφορική
δεδομένα data Πληροφορική
δείκτης pointer Πληροφορική
δένδρο tree Πληροφορική
διαβάζω read Πληροφορική
διαγραφή deletion Πληροφορική
διαδικασία procedure Πληροφορική
διακλάδωση νήμα διεργασίας thread Πληροφορική
διάμετρος diameter Πληροφορική
διαπροσωπεία μονάδα διαπροσωπείας interface Πληροφορική
διάσπαση splitting Πληροφορική
διάστημα space Πληροφορική
δίαυλος διάδρομος bus Πληροφορική
διαχείριση management Πληροφορική
διγράφος bigraph Πληροφορική
διεργασία process Πληροφορική
διερμηνέας interpreter Πληροφορική
διεύθυνση address Πληροφορική
δίκτυο network Πληροφορική
δισκέτα diskette Πληροφορική
δίσκος disk Πληροφορική
δισυνδεδεμένος biconnected Πληροφορική
δισυνιστώσα bicomponent Πληροφορική
δομή structure Πληροφορική
δυαδικός dual Πληροφορική
δυϊσμός duality Πληροφορική
εγγραφή εγγράφημα record write Πληροφορική
εγχειρίδιο manual Πληροφορική
εικονοστοιχείο image pixel Πληροφορική
είσοδος input Πληροφορική
εκθέτης exponent Πληροφορική
εκκεντρικότητα eccentricity Πληροφορική
εκκρεμής pendant Πληροφορική
εκτέλεση execution Πληροφορική
εκτύπωση print Πληροφορική
εκτυπωτής printer Πληροφορική
έκφραση expression Πληροφορική
εκχώρηση assignment Πληροφορική
ελεγκτής controller Πληροφορική
έλλειμμα deficiency Πληροφορική
εναλλαγή switching Πληροφορική
ενδιάμεσος intermediate Πληροφορική
ενοποιητής unifier Πληροφορική
ενότητα block Πληροφορική
εντολή instruction command Πληροφορική
έξοδος output Πληροφορική
εξυπηρετητής server Πληροφορική
έξω-βαθμός out-degree Πληροφορική
επαναληψιμότητα repeatability Πληροφορική
επανεγγραφή write-back Πληροφορική
επέκταση extension Πληροφορική
επεξεργασία procession Πληροφορική
επεξεργαστής processor Πληροφορική
επηρεασμένος induced Πληροφορική
επίβλεψη supervision Πληροφορική
επιγραφή ετικέτα label Πληροφορική
επικάλυψη overlay Πληροφορική
επικοινωνία communication Πληροφορική
επιπεδικός planar Πληροφορική
επίπεδος plane Πληροφορική
επιστρέφω return Πληροφορική
επιστροφή επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση backtracking Πληροφορική
επιτάχυνση acceleration Πληροφορική
εργαλείο tool Πληροφορική
εργαλειομηχανή machine tool Πληροφορική
έσω-βαθμός in-degree Πληροφορική
εσωτερικός internal Πληροφορική
ευθυγράμμιση alignment Πληροφορική
ευστάθεια stability Πληροφορική
εφαρμογή application Πληροφορική
ζευγνύων spanning Πληροφορική
ζυγισμένος weighted Πληροφορική
ημιαθροιστής half adder Πληροφορική
θήκη case Πληροφορική
ιδιοδιάνυσμα eigenvector Πληροφορική
ιδιότητα attribute property Πληροφορική
ιδιοτιμή eigenvalue Πληροφορική
ισθμός isthmus Πληροφορική
ισογράφος isograph Πληροφορική
ισομορφικός isomorphic Πληροφορική
ισομορφισμός isomorphism Πληροφορική
ισορροπημένος balanced Πληροφορική
ιστόγραμμα histogram Πληροφορική
ίχνος trail Πληροφορική
κάλυμμα cover Πληροφορική
κανάλι channel Πληροφορική
κανόνας rule Πληροφορική
καρπός wrist Πληροφορική
κάρτα card Πληροφορική
κατακερματισμός fragmentation Πληροφορική
κατάτμηση segmentation Πληροφορική
καταχωρητής register Πληροφορική
κατηγόρημα predicate Πληροφορική
κατώφλι threshold Πληροφορική
κατωφλίωση thresholding Πληροφορική
κενός empty Πληροφορική
κέντρο center Πληροφορική
κεφαλή head Πληροφορική
κινηματική kinematics Πληροφορική
κινητήρας motor Πληροφορική
κλαδί branch Πληροφορική
κλείσιμο closure Πληροφορική
κλήση call Πληροφορική
κλίκα clique Πληροφορική
κλωβός cage Πληροφορική
κόμβος node Πληροφορική
κορυφή vertex Πληροφορική
κουμπί button Πληροφορική
κρίσιμος critical Πληροφορική
κρυσταλλοτρίοδος transistor Πληροφορική
κυβικός cubic Πληροφορική
κυκλικός cyclic Πληροφορική
κύκλος cycle Πληροφορική
κύκλωμα circuit Πληροφορική
κώδικας code Πληροφορική
κωδικοποίηση encoding Πληροφορική
κωδικοποιητής encoder Πληροφορική
λαβή handle Πληροφορική
λειτουργία operation Πληροφορική
λίστα list Πληροφορική
λογισμικό software Πληροφορική
μαγικός magic Πληροφορική
μέγεθος size Πληροφορική
μέγιστος maximal Πληροφορική
μέθοδος method Πληροφορική
μέλος member Πληροφορική
μέσο median Πληροφορική
μεταβατικός transitive Πληροφορική
μεταβλητή variable Πληροφορική
μεταγλωττιστής compiler Πληροφορική
μεταφερσιμότητα portability Πληροφορική
μεταφορά fetch Πληροφορική
μέτρηση counting Πληροφορική
μηδενικός null Πληροφορική
μηδενικότητα nullity Πληροφορική
μήκος length Πληροφορική
μνήμη memory Πληροφορική
μονοπάτι path Πληροφορική
μοντέλο model Πληροφορική
νεροχύτης sink Πληροφορική
οθόνη screen Πληροφορική
οκτάδεντρο octree Πληροφορική
ομοιομορφικός homeomorphic Πληροφορική
όρισμα argument Πληροφορική
ουρά queue tail Πληροφορική
όψη face Πληροφορική
παράγοντας factor Πληροφορική
παραγοντοποίηση factorization Πληροφορική
παραγωγικότητα productivity Πληροφορική
παράθυρο window Πληροφορική
παραλληλισμός parallelism Πληροφορική
παράλληλος parallel Πληροφορική
παράμετρος parameter Πληροφορική
παρέμβαση διακοπή interrupt Πληροφορική
πεδίο field Πληροφορική
πελάτης client Πληροφορική
πεπερασμένος finite Πληροφορική
περιβάλλον environment Πληροφορική
περιθώριο boundary Πληροφορική
περιοχή region Πληροφορική
περίπατος walk Πληροφορική
περιστατικό instance Πληροφορική
περιφέρεια girth Πληροφορική
πηγή source Πληροφορική
πίνακας πίνακας στοιχείων array Πληροφορική
πλαίσιο frame Πληροφορική
πλατφόρμα platform Πληροφορική
πλατωνικός platonic Πληροφορική
πλήκτρο key Πληροφορική
πληκτρολόγιο keyboard Πληροφορική
πλήρης complete Πληροφορική
πληροφορία information Πληροφορική
Πληροφορική Information Technology Computer Science Πληροφορική
πολυγράφος multigraph Πληροφορική
πολυεπεξεργασία multiprocessing Πληροφορική
πολυμέσα multimedia Πληροφορική
πολυπλέκτης multiplexer Πληροφορική
πολυπρογραμματισμός multiprogramming Πληροφορική
πόλωση bias Πληροφορική
ποντίκι mouse Πληροφορική
ποσοδείκτης quantifier Πληροφορική
πρόγραμμα program Πληροφορική
προγραμματίζω program Πληροφορική
προγραμματισμός programming Πληροφορική
προγραμματιστής programmer Πληροφορική
προσανατολίσιμος orientable Πληροφορική
προσανατολισμένος oriented Πληροφορική
πρόσημο sign Πληροφορική
προσθήκη append Πληροφορική
προσπελαύνω access Πληροφορική
προσπίπτουσα incident Πληροφορική
προσυνθήκη precondition Πληροφορική
προτεραιότητα priority Πληροφορική
πυρήνας kernel Πληροφορική
ροή flow stream Πληροφορική
ρομπότ robot Πληροφορική
ρυθμιστής regulator compensator Πληροφορική
σαμπρέλα torus Πληροφορική
σειρά rank Πληροφορική
σειριακός serial Πληροφορική
σελίδα page Πληροφορική
σενάριο scenario Πληροφορική
σήμα signal Πληροφορική
σημαία flag Πληροφορική
σηματοφορέας semaphore Πληροφορική
σημείο point Πληροφορική
σθένος valency Πληροφορική
σκαλωσιά scaffolding Πληροφορική
σκελετός skeleton Πληροφορική
σταθερά constant Πληροφορική
στιγμιότυπο instance Πληροφορική
στοίβα stack Πληροφορική
συγκεκριμενοποίηση instantiation Πληροφορική
συγκόλληση welding Πληροφορική
συγχρονισμός synchronisation Πληροφορική
συγχώνευση fusion merge Πληροφορική
συμβατότητα compatibility Πληροφορική
σύμβολο symbol Πληροφορική
συμβολομεταφραστής assembler Πληροφορική
συμβολοσειρά symbol sequence Πληροφορική
συμμετρικός symmetric Πληροφορική
συμπαράγοντας cofactor Πληροφορική
συμπλήρωμα complement Πληροφορική
συναρμολόγηση assembly Πληροφορική
συνάρτηση function Πληροφορική
συνδεδεμένος connected Πληροφορική
σύνδενδρο cotree Πληροφορική
σύνδεση join Πληροφορική
συνδεσμικότητα connectivity Πληροφορική
σύνδεσμος link Πληροφορική
σύνθεση composition Πληροφορική
συνθήκη condition Πληροφορική
συνιστώσα component Πληροφορική
συνολοθεωρία set theory Πληροφορική
συντελεστής mantissa Πληροφορική
συντονισμός resonance Πληροφορική
συρρουτίνα coroutine Πληροφορική
συσσωρευτής accumulator Πληροφορική
σχισμή slot Πληροφορική
σωρός heap Πληροφορική
τακτικός regular Πληροφορική
τάξη order Πληροφορική
ταξινόμηση sorting Πληροφορική
ταυτότητα identity Πληροφορική
ταχύτητα velocity speed Πληροφορική
τελεστής operator Πληροφορική
τεμάχιο block Πληροφορική
τέρμα terminus Πληροφορική
τιμή value Πληροφορική
τμήμα segment Πληροφορική
τομή intersection Πληροφορική
τόξο arc Πληροφορική
τοποθέτηση placement Πληροφορική
τραχύτητα coarseness Πληροφορική
τριγωνοποιημένος triangulated Πληροφορική
τρύπα hole Πληροφορική
τυπώνω print Πληροφορική
υλικό hardware Πληροφορική
υλοποίηση implementation Πληροφορική
υπεργράφος supergraph Πληροφορική
υπερχείλιση overflow Πληροφορική
υπογράφος subgraph Πληροφορική
υποδιαίρεση subdivision Πληροφορική
υπόθεση hypothesis Πληροφορική
υποκείμενος underlying Πληροφορική
υποπρόγραμμα subroutine Πληροφορική
υπορουτίνα subroutine Πληροφορική
φλοιός shell Πληροφορική
φορτωτής loader Πληροφορική
χαρακτήρας character Πληροφορική
χορδή chord Πληροφορική
χρήστης user Πληροφορική
χρονοδρομολόγηση scheduling time scheduling Πληροφορική
χρωματισμός coloring Πληροφορική
χωρητικότητα capacity Πληροφορική
ψευδής false Πληροφορική
ψευδογράφος pseudograph Πληροφορική
ψευδοκώδικας pseudocode Πληροφορική
ψευδοσυμμετρικός pseudosymmetric Πληροφορική
ψηφιακός digital Πληροφορική
ψηφίδα chip Πληροφορική
αβερσιανός haversian Ανθρωπολογία
αγγείο pot blood-vessel Ανθρωπολογία
αγγειοπλαστική pottery angioplasty Ανθρωπολογία
αγκώνας elbow Ανθρωπολογία
άγνωστος unknown Ανθρωπολογία
αγρότης farmer agriculturalist Ανθρωπολογία
αγροτικός agricultural Ανθρωπολογία
άγχος anxiety stress Ανθρωπολογία
αδαμαντίνη σμάλτο δοντιού enamel Ανθρωπολογία
αδένας gland Ανθρωπολογία
αδυναμία intolerance Ανθρωπολογία
αέρας air Ανθρωπολογία
αεροστεγής air-tight Ανθρωπολογία
αίμα blood Ανθρωπολογία
αιματοκρίτης hematocrit Ανθρωπολογία
αιμοσφαιρίνη hemoglobin Ανθρωπολογία
αιμοφόρος blood Ανθρωπολογία
αίτιο causal factor Ανθρωπολογία
άκανθα spine Ανθρωπολογία
ακόντιο javelin Ανθρωπολογία
ακοντιστής spearman Ανθρωπολογία
ακουστικός auditory Ανθρωπολογία
άκρα appendages Ανθρωπολογία
ακρίβεια accuracy Ανθρωπολογία
ακριβής precise Ανθρωπολογία
άκρο margin Ανθρωπολογία
ακρολοφία Ανθρωπολογία
ακρώμιο acromion Ανθρωπολογία
ακρωτηριασμένος mutilated Ανθρωπολογία
ακρωτηριασμός mutilation Ανθρωπολογία
ακτινοβολία radiation Ανθρωπολογία
αλγόριθμος algorithm Ανθρωπολογία
αλλαγή shift Ανθρωπολογία
αλληλόμορφος allelic Ανθρωπολογία
αλληλουχία διαδοχή sequence Ανθρωπολογία
αλλοίωση βλάβη deterioration lesion Ανθρωπολογία
αλλομετρικός allometric Ανθρωπολογία
αλλουβιακός alluvial Ανθρωπολογία
αλπικός alpine Ανθρωπολογία
αλτρουισμός altruism Ανθρωπολογία
αλφισμός albinism Ανθρωπολογία
Αμερινδός Ameridian Ανθρωπολογία
αμινοξύ amino acid Ανθρωπολογία
αμμώδης sandy Ανθρωπολογία
αναβολικός anabolic Ανθρωπολογία
αναγεννήσιμος regenerated Ανθρωπολογία
ανάγλυφο relief Ανθρωπολογία
αναδιάπλαση remodeling Ανθρωπολογία
αναιμία anemia Ανθρωπολογία
ανάλυση analysis Ανθρωπολογία
αναμενόμενος expected Ανθρωπολογία
αναπαραγωγή reproduction Ανθρωπολογία
αναπαραγωγική reproductive Ανθρωπολογία
αναπνευστικός respiratory Ανθρωπολογία
ανάπτυξη development Ανθρωπολογία
αναπτυξιακή developmental Ανθρωπολογία
αναρρίχηση climbing Ανθρωπολογία
ανασκαφή excavation Ανθρωπολογία
ανασταλτικός inhibiting Ανθρωπολογία
ανάστημα ύψος stature height Ανθρωπολογία
ανασυνδυασμός recombination Ανθρωπολογία
ανασύσταση αναπαράσταση reconstruction Ανθρωπολογία
ανάταξη reconstruction Ανθρωπολογία
ανατομία anatomy Ανθρωπολογία
ανδρογόνο androgen Ανθρωπολογία
ανεπάρκεια deficiency Ανθρωπολογία
ανέχεια indigence Ανθρωπολογία
ανθρωπογενές anthropogenic Ανθρωπολογία
Ανθρωπολογία Anthropology Ανθρωπολογία
Ανθρωπομετρία Anthropometry Ανθρωπολογία
ανθρωπομετρικός anthropometric Ανθρωπολογία
ανθρωποσκοπικός anthroposcopic Ανθρωπολογία
ανοσοποιητικό immune Ανθρωπολογία
αντίδραση reaction Ανθρωπολογία
αντίξοος arduous Ανθρωπολογία
αντίχειρας thumb Ανθρωπολογία
ανωμαλία anomaly irregularity Ανθρωπολογία
ανώμαλος irregular uneven Ανθρωπολογία
απαγωγή abduction Ανθρωπολογία
απάθεια αδιαφορία apathy Ανθρωπολογία
απαραίτητος essential Ανθρωπολογία
απαρχή origin Ανθρωπολογία
απογαλακτισμός weaning Ανθρωπολογία
απόθεση deposit Ανθρωπολογία
απόκλιση deviation Ανθρωπολογία
απολίθωμα fossil Ανθρωπολογία
απολιθωμένος fossilized Ανθρωπολογία
απολίθωση απολιθοποίηση fossilization Ανθρωπολογία
απομονωμένος isolated Ανθρωπολογία
απομόνωση isolation Ανθρωπολογία
απορρόφηση absorption Ανθρωπολογία
απόστημα abscess Ανθρωπολογία
απότομος abrupt Ανθρωπολογία
αποτύπωμα print impression Ανθρωπολογία
αποτυχία failure Ανθρωπολογία
απουσία absence Ανθρωπολογία
απόφυση process Ανθρωπολογία
άποψη concept Ανθρωπολογία
απώλεια loss Ανθρωπολογία
αραβόσιτος maize Ανθρωπολογία
αρθρίτιδα arthritis Ανθρωπολογία
άρθρωση joint articulation Ανθρωπολογία
αρμοστικότητα fitness Ανθρωπολογία
άρρεν male Ανθρωπολογία
Αρχαιολόγος Archaeologist Ανθρωπολογία
αρχείο record Ανθρωπολογία
ασβέστης whitewash Ανθρωπολογία
ασβέστιο calcium Ανθρωπολογία
ασβεστώδης calcareous Ανθρωπολογία
ασθένεια disease Ανθρωπολογία
αστέριο asterion Ανθρωπολογία
αστικοποίηση urbanization Ανθρωπολογία
αστικός urban civic Ανθρωπολογία
αστράγαλος ankle Ανθρωπολογία
αστυφιλία crowding Ανθρωπολογία
ασυνεχής discontinuous Ανθρωπολογία
ασφυξία suffocation Ανθρωπολογία
ατμοσφαιρικός atmospheric Ανθρωπολογία
ατύχημα accident Ανθρωπολογία
αύλακα groove furrow Ανθρωπολογία
αύξηση growth Ανθρωπολογία
αυχενικός cervical Ανθρωπολογία
αφυδάτωση dehydration Ανθρωπολογία
αχονδροπλασία achondroplasia Ανθρωπολογία
βάδιση walking Ανθρωπολογία
βαθουλότητα hollow depression Ανθρωπολογία
βαθύς profound Ανθρωπολογία
βακτηριακός bacterial Ανθρωπολογία
βακτήριο bacterium Ανθρωπολογία
βάρος βαρύτητα weight Ανθρωπολογία
βάση οριζόντιο σώμα body corpus Ανθρωπολογία
βασικράνιο basicranium Ανθρωπολογία
βαφή tempering dyeing Ανθρωπολογία
βελόνα needle Ανθρωπολογία
Βεριγγεία Beringia Ανθρωπολογία
Βιοαρχαιολογία bio-archaeology Ανθρωπολογία
Βιογεωγραφία biogeography Ανθρωπολογία
βιογεωγραφικός biogeographic Ανθρωπολογία
βιολογικός biological Ανθρωπολογία
βιο-πολιτισμική bio-cultural Ανθρωπολογία
βιοσωματικός biosomatic Ανθρωπολογία
βιοτυπολογία biotypology Ανθρωπολογία
βιταμίνη vitamin Ανθρωπολογία
βλάστημα anlage Ανθρωπολογία
βλέννη mucous Ανθρωπολογία
βλεννώδης mucinous Ανθρωπολογία
βοσκός shepherd Ανθρωπολογία
Βούρμιος Wurm Ανθρωπολογία
βραχυκεφαλία brachycephaly Ανθρωπολογία
βραχυκεφαλοποίηση brachycephalization Ανθρωπολογία
βραχυκέφαλος brachycephalic Ανθρωπολογία
βραχυπρόθεσμος short term Ανθρωπολογία
βρέγμα bregma Ανθρωπολογία
βρέφος νήπιο infant Ανθρωπολογία
βρογχίτιδα bronchitis Ανθρωπολογία
γαλακτικός νεογιλός deciduous Ανθρωπολογία
γαλακτοκομία dairy Ανθρωπολογία
γαλουχία θηλασμός lactation Ανθρωπολογία
γαμέτης gamete Ανθρωπολογία
γαμψόνυχας hooked-nail Ανθρωπολογία
γαστρεντερικός gastrointestinal Ανθρωπολογία
γαστροκνήμιος gastrocnemius Ανθρωπολογία
γενεά generation Ανθρωπολογία
γενεαλογία γενεαλογική σειρά ancestry origin Ανθρωπολογία
γενετικός genetic Ανθρωπολογία
γενίκευση generalization Ανθρωπολογία
γέννηση birth Ανθρωπολογία
γένος tribe Ανθρωπολογία
γέρικος old Ανθρωπολογία
γεροδεμένος stocky Ανθρωπολογία
γέφυρα bridge Ανθρωπολογία
γεωγραφικός geographic Ανθρωπολογία
γεωμορφολογία geomorphology Ανθρωπολογία
γεωργία agriculture Ανθρωπολογία
γιγαντισμός gigantism Ανθρωπολογία
γκραβέττιος gravettian Ανθρωπολογία
Γκύνζιος Gunz Ανθρωπολογία
γλουτός buttock Ανθρωπολογία
γλυκοκορτικοειδής glucocorticoid Ανθρωπολογία
γλυπτό sculpture Ανθρωπολογία
γλώσσα language tongue Ανθρωπολογία
γναθικός mandibular Ανθρωπολογία
γνάθος jaw Ανθρωπολογία
γνήσιος genuine 1 Ανθρωπολογία
γομφίος molar Ανθρωπολογία
γοναδοτρόπος gonadotropic Ανθρωπολογία
γονέας parent Ανθρωπολογία
γονιδιακός gene Ανθρωπολογία
γονίδιο gene Ανθρωπολογία
γόνιμος fertile Ανθρωπολογία
γονιμότητα fertility Ανθρωπολογία
γονοτυπικός genotypic genotypical Ανθρωπολογία
γονότυπος genotype Ανθρωπολογία
γραμμική linear Ανθρωπολογία
γρίπη influenza Ανθρωπολογία
γροθιά punch fist Ανθρωπολογία
γυμναστική gymnastics Ανθρωπολογία
γωνιώδης angled Ανθρωπολογία
δάκτυλος finger toe Ανθρωπολογία
δεδομένα data Ανθρωπολογία
δείκτης index Ανθρωπολογία
δενδρόβιος arboreal Ανθρωπολογία
δέρμα skin Ανθρωπολογία
δερματογλυφή dermatoglyphics Ανθρωπολογία
δηλητηρίαση poisoning Ανθρωπολογία
δημητριακό cereal Ανθρωπολογία
δημογραφία demography Ανθρωπολογία
δημογραφικός demographic Ανθρωπολογία
διαβάθμιση cline Ανθρωπολογία
διαβίωση living Ανθρωπολογία
διάγνωση diagnosis Ανθρωπολογία
διαγνωστικός diagnostic Ανθρωπολογία
διαδεδομένος prevalent Ανθρωπολογία
διαδικασία procedure Ανθρωπολογία
διακρίνω distinguish Ανθρωπολογία
διακριτός discrete Ανθρωπολογία
διακύμανση fluctuation Ανθρωπολογία
διάμεσος median Ανθρωπολογία
διάμετρος diameter Ανθρωπολογία
διασταύρωση crossing interbreeding Ανθρωπολογία
διαταραχή disorder Ανθρωπολογία
διατήρηση συντήρηση preservation maintenance Ανθρωπολογία
διάτμηση dividing intersection Ανθρωπολογία
διαφοροποίηση differentiation Ανθρωπολογία
διάφυση diaphysis Ανθρωπολογία
διαφωτιστική informative Ανθρωπολογία
δίδυμος twin Ανθρωπολογία
διεισδυτικότητα discernment Ανθρωπολογία
διμορφισμός dimorphism Ανθρωπολογία
διπλευρικός δίπλευρος bilateral Ανθρωπολογία
διπλόη diploe Ανθρωπολογία
δοκιδικός trabecular Ανθρωπολογία
δοκιμαστής taster Ανθρωπολογία
δολιχοκεφαλία dolichocephaly Ανθρωπολογία
δολιχόκρανος dolichocranic Ανθρωπολογία
δόντι tooth Ανθρωπολογία
δυσανεξία intolerance Ανθρωπολογία
δυσφορία discomfort Ανθρωπολογία
εγκατάσταση settlement Ανθρωπολογία
εγκεφαλικός cerebral Ανθρωπολογία
εγκέφαλος brain Ανθρωπολογία
εγκοπή notch Ανθρωπολογία
εγκυμοσύνη pregnancy Ανθρωπολογία
έδαφος ground soil Ανθρωπολογία
εθνικότητα εθνότητα nationality Ανθρωπολογία
εθνογενετικός ethnogenetic Ανθρωπολογία
Εθνολογία Ethnology Ανθρωπολογία
εικόνα image picture Ανθρωπολογία
εισαγωγή introduction Ανθρωπολογία
εισόδημα income Ανθρωπολογία
εκβλάστηση anlage Ανθρωπολογία
έκθεση exposure Ανθρωπολογία
έκκριση secretion Ανθρωπολογία
εκμαγείο cast Ανθρωπολογία
εκρίζωση evulsion Ανθρωπολογία
έκταση lengthening extent Ανθρωπολογία
εκτείνων extensor Ανθρωπολογία
εκτίμηση assessment Ανθρωπολογία
εκφυλισμός deterioration Ανθρωπολογία
εκφυλιστικός corruptive Ανθρωπολογία
έκφυση ανατολή δοντιού eruption Ανθρωπολογία
ελαστικότητα elasticity flexibility Ανθρωπολογία
ελεφαντοστό ελεφαντόδοντο ivory Ανθρωπολογία
έλλειψη deficit elliptic Ανθρωπολογία
ελονοσία malaria Ανθρωπολογία
έμβρυο embryo foetus Ανθρωπολογία
Εμβρυολογία embryology Ανθρωπολογία
εμμηνορρυσία menstruation Ανθρωπολογία
ενδιαίτημα habitat dwelling Ανθρωπολογία
ενδοατομικός intra-individual Ανθρωπολογία
ενδοκρανιακός endocranial Ανθρωπολογία
ενδοκρινής endocrine Ανθρωπολογία
Ενδοκρινολογία Endocrinology Ανθρωπολογία
ενδομήτριος endometrius intrauterine Ανθρωπολογία
ενδόστεο endosteum Ανθρωπολογία
ένζυμο enzyme Ανθρωπολογία
ενθεσοπάθεια enthesopathy Ανθρωπολογία
ένταση tension Ανθρωπολογία
ενταφιασμός interment Ανθρωπολογία
εντερικός intestinal Ανθρωπολογία
έντερο intestine bowel Ανθρωπολογία
εξάπλωση expansion Ανθρωπολογία
εξάρθρωση dislocation varus Ανθρωπολογία
εξαστισμός urbanization Ανθρωπολογία
εξελικτική evolutionary Ανθρωπολογία
εξέλιξη evolution Ανθρωπολογία
εξόστωση exostosis Ανθρωπολογία
επάγγελμα profession occupation Ανθρωπολογία
επαγγελματική occupational Ανθρωπολογία
επαναδιάταξη re-alignment Ανθρωπολογία
επανάσταση revolution Ανθρωπολογία
έπαρμα groove Ανθρωπολογία
επιβίωση survival Ανθρωπολογία
επιγενετικός epigenetic Ανθρωπολογία
επιγλωττίδα epiglottis Ανθρωπολογία
επιγονατίδα patella Ανθρωπολογία
επιδερμίδα epidermis Ανθρωπολογία
επιδιδυμίδα epididymis Ανθρωπολογία
επίδραση impact Ανθρωπολογία
επιθετικός aggressive Ανθρωπολογία
επικρατές dominant Ανθρωπολογία
επιλεκτικός selective Ανθρωπολογία
επιλογή selection Ανθρωπολογία
επινεφρίδιο adrenal gland Ανθρωπολογία
επίπεδο status Ανθρωπολογία
επιπλοκή complication Ανθρωπολογία
επιπρόσθετος additional Ανθρωπολογία
επισκόπηση review Ανθρωπολογία
επίσταση epistasis Ανθρωπολογία
επιτύμβιος Ανθρωπολογία
επιφάνεια surface Ανθρωπολογία
εποχιακός seasonal Ανθρωπολογία
εργαλείο tool Ανθρωπολογία
εργασία work employment Ανθρωπολογία
ερέθισμα stimulation Ανθρωπολογία
έρημος desert Ανθρωπολογία
εσωτερικό inferior Ανθρωπολογία
ετερογένεια heterogeny Ανθρωπολογία
ετερόζυγος heterozygous Ανθρωπολογία
ετεροζυγώτης heterozygote Ανθρωπολογία
ετεροζυγωτία heterozygosis Ανθρωπολογία
ετέρωση heterosis Ανθρωπολογία
εύκρατος temperate Ανθρωπολογία
ευλογιά smallpox Ανθρωπολογία
ευλυγισία flexible Ανθρωπολογία
ευνούχος eunuch Ανθρωπολογία
ευρυμετωπία eurymetopy Ανθρωπολογία
ευρυπυελία eurypelvic Ανθρωπολογία
ευρυωμία Ανθρωπολογία
εύρωστος στιβαρός robust Ανθρωπολογία
εφηβεία adolescence Ανθρωπολογία
εφίδρωση sweating Ανθρωπολογία
ζυγωματικό οστό της παρειάς cheekbone zygomatic bone Ανθρωπολογία
ζυγωτό zygote Ανθρωπολογία
ζύμωση fermentation Ανθρωπολογία
ζωγράφος painter artist Ανθρωπολογία
ζωή life vitality Ανθρωπολογία
ζωικός faunal Ανθρωπολογία
ζώνη zone Ανθρωπολογία
ζώο animal Ανθρωπολογία
ήβη puberty Ανθρωπολογία
ηβικός pubic pubis Ανθρωπολογία
ηλικία age Ανθρωπολογία
ηλιόλουστος sunny Ανθρωπολογία
ηλιοφάνεια sunshine Ανθρωπολογία
ημιζωή χρόνος ημιζωής half life Ανθρωπολογία
ημι-συνεχής quasi-continuous Ανθρωπολογία
ημισφαίριο hemisphere Ανθρωπολογία
ημιτενοντώδης semitendinosus Ανθρωπολογία
ημιυμενώδης semimembranosus Ανθρωπολογία
ήπαρ liver Ανθρωπολογία
ηφαίστειο volcano Ανθρωπολογία
θάλαμος thalamus Ανθρωπολογία
θάνατος death Ανθρωπολογία
θεραπεία cure treatment Ανθρωπολογία
θερμοκρασία temperature Ανθρωπολογία
θηλαστικό mammal Ανθρωπολογία
θήλυ female Ανθρωπολογία
θήραμα game Ανθρωπολογία
θνησιμότητα mortality Ανθρωπολογία
θόρυβος noise Ανθρωπολογία
θραύση κάταγμα fracture Ανθρωπολογία
θρέψη nutrition Ανθρωπολογία
θρησκεία religion Ανθρωπολογία
θυλακίτιδα bursitis Ανθρωπολογία
θυρεοειδής thyroid Ανθρωπολογία
θυρεοειδικός thyroidal Ανθρωπολογία
θυροξίνη thyroxin Ανθρωπολογία
θώρακας thorax Ανθρωπολογία
ιατρικός medical Ανθρωπολογία
ιδιοσυστασία Ανθρωπολογία
ιδρώτας sweat Ανθρωπολογία
ιδρωτοποιός sweat Ανθρωπολογία
ιερό sacral Ανθρωπολογία
ιεροτελεστία ritual Ανθρωπολογία
ιθαγενής native Ανθρωπολογία
ικανότητα δυνατότητα ability capacity Ανθρωπολογία
ιλαρά measles Ανθρωπολογία
ινιακός occipital Ανθρωπολογία
ινσουλίνη insulin Ανθρωπολογία
ινσουλινοπενία Ανθρωπολογία
ιός virus Ανθρωπολογία
ισημερινός equator Ανθρωπολογία
ισοδύναμος equivalent Ανθρωπολογία
ισορροπία balance equilibrium Ανθρωπολογία
Ισπανικός Hispanic Ανθρωπολογία
ιστορικός historic Ανθρωπολογία
ιστός tissue Ανθρωπολογία
ισχίο hip bone Ανθρωπολογία
ίχνος trace track Ανθρωπολογία
ιχνοστοιχείο trace mineral Ανθρωπολογία
καθυστέρηση retardation Ανθρωπολογία
καινοτομία innovation Ανθρωπολογία
καιρός weather Ανθρωπολογία
καλαθόσφαιρα μπάλα του μπάσκετ basket ball Ανθρωπολογία
καλλιεργητής cultivator Ανθρωπολογία
κάλλος κόνδυλος tuberosity Ανθρωπολογία
καλοκαίρι summer Ανθρωπολογία
καμπτήρας flexor Ανθρωπολογία
καμπυλώδης curved Ανθρωπολογία
κάμψη bending Ανθρωπολογία
κανιβαλισμός cannibalism Ανθρωπολογία
κάπνισμα smoking Ανθρωπολογία
κάπνισμα smoked Ανθρωπολογία
καπνιστής smoker Ανθρωπολογία
καροτίνη carotene Ανθρωπολογία
καρπός wrist Ανθρωπολογία
κατακρήμνιση βροχόπτωση rainfall Ανθρωπολογία
κατανομή distribution Ανθρωπολογία
κατάσταση συνθήκη situation condition Ανθρωπολογία
Καυκασοειδής Caucasoid Ανθρωπολογία
καύση cremation Ανθρωπολογία
κάψα capsule Ανθρωπολογία
κερκίδα radius Ανθρωπολογία
κερκιδικό radial Ανθρωπολογία
κεφαλή head Ανθρωπολογία
κεφαλομετρία cephalometry Ανθρωπολογία
κίνηση movement motion Ανθρωπολογία
κλείδα clavicle Ανθρωπολογία
κληρονομικότητα inheritance Ανθρωπολογία
κληρονομούμενος inherited Ανθρωπολογία
κλίμα climate Ανθρωπολογία
κνήμη tibia Ανθρωπολογία
κογχικός orbital Ανθρωπολογία
κοίλος tubular Ανθρωπολογία
κοινωνία society social community Ανθρωπολογία
κοινωνικο-οικονομικός socio-economic Ανθρωπολογία
κοινωνικός social Ανθρωπολογία
κόκκυγας coccyx Ανθρωπολογία
κολλαγόνο collagen Ανθρωπολογία
κολποειδής loop Ανθρωπολογία
κολύμβηση swimming swim Ανθρωπολογία
κοντός short Ανθρωπολογία
κορμός trunk Ανθρωπολογία
κορτικοειδές corticoid Ανθρωπολογία
κορτικοστεροειδές corticoid Ανθρωπολογία
κορυφογραμμή Ανθρωπολογία
κόσμημα ornament jewel Ανθρωπολογία
κοτύλη acetabulum Ανθρωπολογία
κρανίο cranium skull Ανθρωπολογία
Κρανιολογία Craniology Ανθρωπολογία
Κρανιομετρία Craniometry Ανθρωπολογία
κριθάρι barley Ανθρωπολογία
κροταφικό temporal Ανθρωπολογία
κροταφίτης temporalis Ανθρωπολογία
κτηνοτροφία pastoralism Ανθρωπολογία
κυβοειδές cuboid Ανθρωπολογία
κύηση gestation Ανθρωπολογία
κυνήγι game hunting Ανθρωπολογία
κυνηγός-τροφοσυλλέκτης hunter-gatherer Ανθρωπολογία
κυνόδοντας canine Ανθρωπολογία
κύρτωση curve Ανθρωπολογία
κυτταροδιαφοροποίηση cytodifferentiation Ανθρωπολογία
λάβα lava Ανθρωπολογία
λαβδοειδής lambdoid Ανθρωπολογία
λαγόνιο iliac Ανθρωπολογία
λαγόνιος iliacus Ανθρωπολογία
λακτάση lactase Ανθρωπολογία
λακτόζη lactose Ανθρωπολογία
λάρυγγας larynx Ανθρωπολογία
λειτουργία function Ανθρωπολογία
λείψανο υπόλειμμα relic remain Ανθρωπολογία
λεκάνη πύελος pelvis Ανθρωπολογία
λεπιδοειδές squama Ανθρωπολογία
λεπτοκαμωμένος gracile Ανθρωπολογία
λεπτός slender Ανθρωπολογία
λήψη ingestion Ανθρωπολογία
λιάζομαι basking Ανθρωπολογία
λιμοκτονία πείνα starvation Ανθρωπολογία
λίπος adipose Ανθρωπολογία
λοβός lobe Ανθρωπολογία
λύσσα rabies Ανθρωπολογία
μαζικός massive Ανθρωπολογία
μακροζωία longevity Ανθρωπολογία
μακροπρόθεσμος long term Ανθρωπολογία
μακροσκελής lengthy long Ανθρωπολογία
μακρύ long Ανθρωπολογία
μαλλιά hair Ανθρωπολογία
μαρασμός marasmus Ανθρωπολογία
μασητήρας masseter Ανθρωπολογία
μασητική masticatory Ανθρωπολογία
μάσκα mask Ανθρωπολογία
μαστοειδής mastoid Ανθρωπολογία
μαύρισμα tan Ανθρωπολογία
μεγαλακρία acromegalia Ανθρωπολογία
μέγεθος size magnitude Ανθρωπολογία
μεθοδολογία methodology Ανθρωπολογία
μείωση reduction Ανθρωπολογία
μελανίνη melanin Ανθρωπολογία
μελανοκύτταρο melanocyte Ανθρωπολογία
μεμβράνη membrane Ανθρωπολογία
μεσαιωνικός medieval Ανθρωπολογία
μεσέγχυμα mesenchyma Ανθρωπολογία
μεσοβρεγματική sagittal Ανθρωπολογία
Μεσολιθική Mesolithic Ανθρωπολογία
μεσο-παγετώδης interglacial Ανθρωπολογία
μέσος average Ανθρωπολογία
μεσοσκελής Ανθρωπολογία
μεσόφρυο glabella Ανθρωπολογία
μετάβαση transition Ανθρωπολογία
μεταβατική transitional Ανθρωπολογία
μεταβλητή variable Ανθρωπολογία
μεταβολή change Ανθρωπολογία
μετακάρπιο metacarpal Ανθρωπολογία
μετακίνηση shift Ανθρωπολογία
μετακρανιακός postcranial Ανθρωπολογία
μεταλλαγή μετάλλαξη mutation Ανθρωπολογία
μέταλλο mineral Ανθρωπολογία
μεταμετωπικό post frontal Ανθρωπολογία
μετανάστευση migration Ανθρωπολογία
μέτρηση measurement Ανθρωπολογία
μετρικός metric Ανθρωπολογία
μετριωμία Ανθρωπολογία
μετωπικός frontal Ανθρωπολογία
Μετωπισμός Metopic suture metopism Ανθρωπολογία
μέτωπο forehead Ανθρωπολογία
μη-δοκιμαστής non-taster Ανθρωπολογία
μη-μετρήσιμος non-metric Ανθρωπολογία
μηρός thigh Ανθρωπολογία
μη-τμηματικός non sectorial Ανθρωπολογία
μήτρα uterus Ανθρωπολογία
μιγάς mestizo Ανθρωπολογία
μικροδομή micro-construction Ανθρωπολογία
μικροεξέλιξη microevolution Ανθρωπολογία
μικροσκοπικός microscopic Ανθρωπολογία
μικροφυλή microrace Ανθρωπολογία
Μινδέλιος Mindel Ανθρωπολογία
Μογγολοειδής Mongoloid Ανθρωπολογία
μοίρα fossa degree Ανθρωπολογία
μοιράζομαι share Ανθρωπολογία
μόλυνση contamination infection Ανθρωπολογία
μολυσματικός infectious Ανθρωπολογία
μονοπλευρική μονόπλευρη unilateral Ανθρωπολογία
μορφή form Ανθρωπολογία
μορφογένεση morphogenesis Ανθρωπολογία
μορφολογία morphology Ανθρωπολογία
μορφολογικός morphological Ανθρωπολογία
μουμιοποιημένος mummified Ανθρωπολογία
μουμιοποίηση mummification Ανθρωπολογία
μουσικός musician Ανθρωπολογία
μοχλός toil Ανθρωπολογία
μοχλός lever Ανθρωπολογία
μπιζέλι pea Ανθρωπολογία
μυϊκός muscular Ανθρωπολογία
μυκητιακός fungal Ανθρωπολογία
μύλη crown Ανθρωπολογία
μυς muscle Ανθρωπολογία
μύτη ρις nose Ανθρωπολογία
νανισμός dwarfism Ανθρωπολογία
νάνος dwarf Ανθρωπολογία
νάτριο sodium Ανθρωπολογία
Νεαντερτάλιος Neanderthalian Ανθρωπολογία
νεκροταφείο cemetery Ανθρωπολογία
νεογέννητο νεογνό newborn foetus Ανθρωπολογία
νέος new Ανθρωπολογία
νεόφλοιος νεοχιτώνιο neocortex Ανθρωπολογία
νερό water Ανθρωπολογία
νευρικός nervous Ανθρωπολογία
νεύρο nerve Ανθρωπολογία
νευροδιαβιβαστής neurotransmitter Ανθρωπολογία
νευροκράνιο εγκεφαλική κάψα neurocranium Ανθρωπολογία
νευρώνας neuron Ανθρωπολογία
νεφρός kidney Ανθρωπολογία
νεωτερισμός innovation Ανθρωπολογία
νοημοσύνη intelligence Ανθρωπολογία
νωτιαίος spinal Ανθρωπολογία
ξενιστής host Ανθρωπολογία
ξηρασία dryness drought Ανθρωπολογία
όγκος μάζα volume mass Ανθρωπολογία
ογκώδης massive Ανθρωπολογία
όγκωμα torus Ανθρωπολογία
οδοντικός dental Ανθρωπολογία
οδοντίνη dentine Ανθρωπολογία
οδοντοφυϊα οδοντοστοιχία dentition Ανθρωπολογία
οικογένεια family Ανθρωπολογία
οικογενειακός family Ανθρωπολογία
οικολογικός ecological Ανθρωπολογία
οικοσύστημα ecosystem Ανθρωπολογία
οισοφάγος oesophagus Ανθρωπολογία
οιστρογόνο estrogen Ανθρωπολογία
ομόζυγος homozygous Ανθρωπολογία
ομοζυγωτία homozygosis Ανθρωπολογία
ομοιομορφία uniformity Ανθρωπολογία
ομοιόσταση homeostasis Ανθρωπολογία
οντογένεση ontogenesis Ανθρωπολογία
οντογενετική ontogenetic Ανθρωπολογία
οξύληκτος pointed Ανθρωπολογία
όπλο weapon Ανθρωπολογία
οπτικός visual Ανθρωπολογία
οργανισμός organism Ανθρωπολογία
ορμόνη hormone Ανθρωπολογία
ορολογία ονοματολογία terminology Ανθρωπολογία
οροπέδιο υψίπεδο highland Ανθρωπολογία
όρχις testicle Ανθρωπολογία
οστάριο ossicle Ανθρωπολογία
οστέινος bony Ανθρωπολογία
οστεοβλάστης osteoblast Ανθρωπολογία
οστεοβλαστικός osteoblastic Ανθρωπολογία
οστεοδοκίδα trabecula Ανθρωπολογία
οστεοκλάστης osteoclast Ανθρωπολογία
οστεολόγος osteologist Ανθρωπολογία
οστεομαλάκυνση osteomalakia Ανθρωπολογία
Οστεομετρία Osteometry Ανθρωπολογία
οστεοποίηση σύγκλιση επιφύσεων ossification eburnation Ανθρωπολογία
οστεοπόρωση osteoporosis Ανθρωπολογία
οστεοφυλάκιο ossuary Ανθρωπολογία
οστεώδης osteoid Ανθρωπολογία
οστό bone Ανθρωπολογία
ουρά tail Ανθρωπολογία
ουρανίσκος palate Ανθρωπολογία
ουσία substance Ανθρωπολογία
οψιανός οψιδιανός obsidian Ανθρωπολογία
όψιμος late Ανθρωπολογία
παγετώδης frost Ανθρωπολογία
παγετώνας glaciation Ανθρωπολογία
παθογόνος pathogenic Ανθρωπολογία
Παλαιοανθρωπολογία Paleoanthropology Ανθρωπολογία
Παλαιοδημογραφία Paleodemography Ανθρωπολογία
παλαιομαγνητισμός Palaeomagnetism Paleomagnetism Ανθρωπολογία
Παλαιοπαθολογία Palaeopathology Paleopathology Ανθρωπολογία
παλάμη palm Ανθρωπολογία
παλαμική palmar Ανθρωπολογία
παλυνολογία pollen analysis Ανθρωπολογία
πανώλη πανούκλα plague Ανθρωπολογία
παράγοντας factor Ανθρωπολογία
παραδοσιακή traditional Ανθρωπολογία
παρακμή decline down Ανθρωπολογία
παραμορφωμένος deformed Ανθρωπολογία
παρατηρηθείς observed Ανθρωπολογία
παρατήρηση observation Ανθρωπολογία
παρεγκεφαλίδα cerebellum Ανθρωπολογία
παρειακός cheek Ανθρωπολογία
παρέκκλιση divergence drift Ανθρωπολογία
παρουσία incidence Ανθρωπολογία
πατινάζ skating Ανθρωπολογία
παχυσαρκία obesity Ανθρωπολογία
πελματιαίος soleus Ανθρωπολογία
πεπτίδιο peptide Ανθρωπολογία
πεπτικός digestive Ανθρωπολογία
περιβάλλον environment Ανθρωπολογία
περιβαλλοντικός environmental Ανθρωπολογία
περίγραμμα outline Ανθρωπολογία
περιγραφικός descriptional Ανθρωπολογία
περιδέραιο necklace Ανθρωπολογία
περίθαλψη medical care Ανθρωπολογία
περικύματα perikymata Ανθρωπολογία
περιορισμός limitation Ανθρωπολογία
περιόστεο periosteum Ανθρωπολογία
περιστροφέας rotator Ανθρωπολογία
περιστροφή στρέψη rotation Ανθρωπολογία
περόνη fibula Ανθρωπολογία
πετόσφαιρα volley ball Ανθρωπολογία
πέτρα lithic Ανθρωπολογία
πηγή fontanelle Ανθρωπολογία
πηγούνι chin Ανθρωπολογία
πηλός clay Ανθρωπολογία
πήχυς πήχης forearm Ανθρωπολογία
πίεση pressure Ανθρωπολογία
πιλάστρο pilaster Ανθρωπολογία
πλακούντας placenta Ανθρωπολογία
πλάτος breadth width Ανθρωπολογία
πλατυβραχία platybrachia Ανθρωπολογία
πλατυέλμινθας tapeworm Ανθρωπολογία
πλατυκνημία platycnemia Ανθρωπολογία
πλατυμέρεια platymeria Ανθρωπολογία
πλειοτροπικός pleiotropic Ανθρωπολογία
πλεονέκτημα advantage Ανθρωπολογία
πλευρά side Ανθρωπολογία
πλευρικότητα laterality Ανθρωπολογία
πλήθος crowd host Ανθρωπολογία
πληθυσμιακός populational Ανθρωπολογία
πληθυσμός population Ανθρωπολογία
πνευματικός mental spiritual Ανθρωπολογία
πνεύμονας lung Ανθρωπολογία
ποικιλότητα diversity Ανθρωπολογία
ποιοτικός qualitative Ανθρωπολογία
πολιτιστικός cultural Ανθρωπολογία
πολυγονιδιακός πολυγενετικός polygenic polygenetic Ανθρωπολογία
πορεία course Ανθρωπολογία
ποσοστό percentage Ανθρωπολογία
ποσοτικός quantitative Ανθρωπολογία
πρηνισμός pronation Ανθρωπολογία
πρηνιστής pronator Ανθρωπολογία
πρήξιμο swelling Ανθρωπολογία
πρόβλεψη prediction Ανθρωπολογία
προβολή subtense Ανθρωπολογία
προγεννητικός prenatal Ανθρωπολογία
πρόγνωση forecast Ανθρωπολογία
προγόμφιος premolar Ανθρωπολογία
προεξοχή protrusion Ανθρωπολογία
προϊστορικός prehistoric Ανθρωπολογία
προλακτίνη prolactin Ανθρωπολογία
πρόοδος advance Ανθρωπολογία
προσαγωγή adduction Ανθρωπολογία
προσαγωγός adductors Ανθρωπολογία
προσαγωγός adductor pollicis Ανθρωπολογία
προσαρμογή adaptation Ανθρωπολογία
προσαρμοστικότητα adaptiveness Ανθρωπολογία
προσβολή insult Ανθρωπολογία
προσδιορισμός καθορισμός determination Ανθρωπολογία
προσθετικός additive Ανθρωπολογία
προσληφθείς ingested Ανθρωπολογία
πρόσληψη ingestion consumption Ανθρωπολογία
προσομοίωση simulation Ανθρωπολογία
προστάτης prostate Ανθρωπολογία
πρόσωπο face Ανθρωπολογία
πρότυπο model Ανθρωπολογία
πρωτεϊνοσύνθεση protein synthesis Ανθρωπολογία
πτέρνα calcaneus Ανθρωπολογία
πτωχός poor Ανθρωπολογία
πυκνότητα density Ανθρωπολογία
πυριτίωση silicosis Ανθρωπολογία
ραδιάνθρακας radio-carbon Ανθρωπολογία
ραφή suture Ανθρωπολογία
ραχίτιδα rachitis rickets Ανθρωπολογία
ριζορρίνιο nasion Ανθρωπολογία
ρινικός nasal Ανθρωπολογία
Ρίσσιος Riss Ανθρωπολογία
ρίψη throwing dropping Ανθρωπολογία
ρούχο garment Ανθρωπολογία
ρύθμιση adjustment Ανθρωπολογία
ρυθμός rate Ανθρωπολογία
ρύπανση pollution Ανθρωπολογία
σαβάνα savanna Ανθρωπολογία
σάλπιγγα ωαγωγός salpinx Ανθρωπολογία
σάρκα flesh Ανθρωπολογία
σειρά series Ανθρωπολογία
σεξουαλικός φυλετικός sexual phyletic Ανθρωπολογία
σημαντής marker Ανθρωπολογία
σιμόμετρο simometer Ανθρωπολογία
σιτάρι wheat Ανθρωπολογία
σκαλοπάτι κατώφλι threshold Ανθρωπολογία
σκελετός skeleton Ανθρωπολογία
σκολίωση scoliosis Ανθρωπολογία
σοδειά crop Ανθρωπολογία
σπηλιά cave Ανθρωπολογία
σπλαγχνοκράνιο προσωπικό κρανίο splachnocranium Ανθρωπολογία
σπλάχνα bowels entrails Ανθρωπολογία
σπονδυλόζωο vertebrate Ανθρωπολογία
σπόνδυλος vertebra Ανθρωπολογία
σπονδύλωση spondylosis Ανθρωπολογία
στενοπυελία Ανθρωπολογία
στενωμία Ανθρωπολογία
στέρηση deprivation Ανθρωπολογία
στέρνο sternum Ανθρωπολογία
στεφανιαία μετωποβρεγματική coronal Ανθρωπολογία
στήθος chest breast Ανθρωπολογία
στολίδι decoration Ανθρωπολογία
στόμα mouth Ανθρωπολογία
στρώμα layer stratum Ανθρωπολογία
στρωματογραφία stratigraphy Ανθρωπολογία
συγχρωτισμός association with Ανθρωπολογία
συμμετρία symmetry Ανθρωπολογία
σύμμετρος symmetric Ανθρωπολογία
συμπεριφορά behavior Ανθρωπολογία
συμπεριφορικός behavioral Ανθρωπολογία
συμπιεστικός compressive Ανθρωπολογία
συμπροσαρμοσμένος co-adapted Ανθρωπολογία
σύμπτωμα symptom Ανθρωπολογία
σύμφυση symphysis Ανθρωπολογία
συνάρτηση function Ανθρωπολογία
σύνδεσμος ligament Ανθρωπολογία
συνεισφορά contribution Ανθρωπολογία
συνεργικός synergistic Ανθρωπολογία
συντελεστής coefficient Ανθρωπολογία
συντηρημένος preserved Ανθρωπολογία
συντηρώ διαιωνίζω perpetuate Ανθρωπολογία
συνωστισμός crush Ανθρωπολογία
συσσώρευση accumulation Ανθρωπολογία
συσχέτιση correlation Ανθρωπολογία
συφιλίδα treponematosis Ανθρωπολογία
συχνότητα frequency Ανθρωπολογία
σφεντόνα sling Ανθρωπολογία
σφραγίδα hallmark Ανθρωπολογία
σχέση συγγένεια affinity relevance Ανθρωπολογία
σχετικός relative Ανθρωπολογία
σωλήνας canal Ανθρωπολογία
σωματικός somatic Ανθρωπολογία
σωματομεδίνη somatomedin Ανθρωπολογία
Σωματομετρία Somatometry Ανθρωπολογία
σωματομετρικός somatometric Ανθρωπολογία
σωματοσκοπία somatoscopy Ανθρωπολογία
σωματότυπος somatotype Ανθρωπολογία
σωματώδης heavy Ανθρωπολογία
ταξινόμηση classification Ανθρωπολογία
ταξινομική discriminant Ανθρωπολογία
ταρίχευση preservation Ανθρωπολογία
τάση tendency trend Ανθρωπολογία
ταυτοποίηση αναγνώριση personal identification Ανθρωπολογία
ταφή burial Ανθρωπολογία
Ταφονομία Taphonomy Ανθρωπολογία
τελετουργικός ritual Ανθρωπολογία
τένοντας tendon Ανθρωπολογία
τερηδόνα caries Ανθρωπολογία
τεστοστερόνη testosterone Ανθρωπολογία
τέφρα ashes Ανθρωπολογία
τεχνητός artificial Ανθρωπολογία
τεχνολογικός technological Ανθρωπολογία
τεχνούργημα artifact Ανθρωπολογία
τηκτίτης tektite Ανθρωπολογία
τοκετός labor Ανθρωπολογία
τομέας κοπτήρας incisor Ανθρωπολογία
τοξικός toxic Ανθρωπολογία
τοξότης archer Ανθρωπολογία
τοπικός local Ανθρωπολογία
τούνδρα tundra Ανθρωπολογία
τουρτουρίζω ριγώ shiver Ανθρωπολογία
τραύμα trauma Ανθρωπολογία
τραχεία trachea Ανθρωπολογία
τρέξιμο running Ανθρωπολογία
τρήμα aperture foramen Ανθρωπολογία
τρηματώδης fluke Ανθρωπολογία
τροπικός tropic tropical Ανθρωπολογία
τροφή board nourishment Ανθρωπολογία
τροχαντήρας trochanter Ανθρωπολογία
τρυπανισμός trepanation trephination Ανθρωπολογία
τυπολογικός typologic Ανθρωπολογία
τύπος type Ανθρωπολογία
τύρφη peat Ανθρωπολογία
τυχαία randomly Ανθρωπολογία
τυχαίος random Ανθρωπολογία
υγεία health Ανθρωπολογία
υγρασία humidity Ανθρωπολογία
υδρατμός vapor Ανθρωπολογία
υοειδές hyoid bone Ανθρωπολογία
υπανάπτυκτος underdevelopment Ανθρωπολογία
υπέρβαρος overweight Ανθρωπολογία
υπεργλυκαιμία hyperglykemia Ανθρωπολογία
υπερέκταση hyperextension Ανθρωπολογία
υπερθυρεοειδισμός hyperthyroidism Ανθρωπολογία
υπερινσουλινισμός insulinism Ανθρωπολογία
υπεριώδης ultra-violet Ανθρωπολογία
υπεροστικός hyperostotic Ανθρωπολογία
υπερπλασία hyperplasia Ανθρωπολογία
υπερτροφία hypertrophy Ανθρωπολογία
υπερώιος palatal maxillary Ανθρωπολογία
υπνόσακος sleeping bag Ανθρωπολογία
υπογλυκαιμία hypoglycemia Ανθρωπολογία
υποδόριος subcutaneous hypodermal Ανθρωπολογία
υποδοχέας receptor Ανθρωπολογία
υποθυρεοειδισμός hypothyroidism hypothyroid Ανθρωπολογία
υπολείμματα θραύσματα debris Ανθρωπολογία
υπολειπόμενος recessive Ανθρωπολογία
υπομόχλιο fulcrum Ανθρωπολογία
υποξία hypoxia hypoxiation Ανθρωπολογία
υποσιτισμός υποθρεψία undernutrition undernourishment Ανθρωπολογία
υποστικός hypostotic Ανθρωπολογία
υπόστρωμα substratum Ανθρωπολογία
υπόφυση hypophysis Ανθρωπολογία
υποχόνδριος hypochondriac Ανθρωπολογία
υπτιασμός supination Ανθρωπολογία
υπτιαστής supinator Ανθρωπολογία
ύπτιος supine Ανθρωπολογία
υφαντής υφαντουργός weaver Ανθρωπολογία
υψικρανία Ανθρωπολογία
ύψιστος paramount Ανθρωπολογία
υψόμετρο altitude Ανθρωπολογία
φαινοτυπικός phenotypic Ανθρωπολογία
φαινότυπος phenotype Ανθρωπολογία
φάλαγγα phalanx Ανθρωπολογία
φάρυγγας pharynx Ανθρωπολογία
φασόλι bean Ανθρωπολογία
φατνίο alveolus Ανθρωπολογία
φαύλος vicious Ανθρωπολογία
φθινόπωρο autumn Ανθρωπολογία
φθορά attrition abrasion Ανθρωπολογία
φθοριοαπατίτης fluorapatite Ανθρωπολογία
φλέβα vein Ανθρωπολογία
φορέας vector Ανθρωπολογία
φράγμα barrier Ανθρωπολογία
φυλή race Ανθρωπολογία
φύλο sex Ανθρωπολογία
φυμάτιο cusp tubercle 3611
φυματίωση tuberculosis Ανθρωπολογία
φύση nature Ανθρωπολογία
Φυσικο-ανθρωπολόγος Physical Anthropologist Ανθρωπολογία
φυσικός natural Ανθρωπολογία
φυσιολογικός physiological Ανθρωπολογία
φώνηση vocalization Ανθρωπολογία
χαμαίκρανος chamecranic Ανθρωπολογία
χαρακτήρας character Ανθρωπολογία
χαρακτηριστικό γνώρισμα trait feature Ανθρωπολογία
χάρτης map Ανθρωπολογία
χειμώνας winter Ανθρωπολογία
χειρισμός management manipulation Ανθρωπολογία
χειρωνακτικός manual Ανθρωπολογία
χλωρίδα flora Ανθρωπολογία
χολόλιθος chololith Ανθρωπολογία
χόνδρινος cartilaginous Ανθρωπολογία
χονδρογένεση chondrogenesis Ανθρωπολογία
χόνδρος cartilage Ανθρωπολογία
χορευτής dancer Ανθρωπολογία
χόριο hypodermis chorion Ανθρωπολογία
χορτοφάγος vegetarian Ανθρωπολογία
χρονολογία date Ανθρωπολογία
χρωστικές χρώματα pigments Ανθρωπολογία
χυμικός humoral Ανθρωπολογία
χωρητικότητα capacity Ανθρωπολογία
ψηλός tall Ανθρωπολογία
ψοϊτης psoas Ανθρωπολογία
ψυχρός frigid Ανθρωπολογία
ωλέκρανο olecranon Ανθρωπολογία
ωλένη ulna Ανθρωπολογία
ωλενικός ulnar Ανθρωπολογία
ωμοπλάτη scapula Ανθρωπολογία
ώμος shoulder Ανθρωπολογία
ωογένεση oogenesis Ανθρωπολογία
ωοειδής ovoid Ανθρωπολογία
ωοθήκη ovary Ανθρωπολογία
ωρίμανση maturation Ανθρωπολογία
ωρινάκιος aurignacian Ανθρωπολογία
ωτιαίος otic auditory Ανθρωπολογία
αβεβαιότητα uncertainty Οικονομία
αγαθά goods Οικονομία
αγαθό good Οικονομία
αγορά market Οικονομία
αγοραστής buyer Οικονομία
αγροτουρισμός agro-tourism Οικονομία
άθροισμα sum Οικονομία
ακαθάριστο gross Οικονομία
αλλαγών changes Οικονομία
αμερόληπτος unbiased
αμεροληψία impartiality lack of bias Οικονομία
αμοιβή μισθός salary wage Οικονομία
ανάθεση entrusting Οικονομία
ανάκαμψη recovery Οικονομία
ανακατανομή αναδιανομή redistribution Οικονομία
αναλογία ratio Οικονομία
αναλογίες proportions Οικονομία
ανάλυση analysis Οικονομία
αναπλήρωση replacement Οικονομία
αναποτελεσματικότητα inefficiency Οικονομία
αναπροσανατολισμός re-orientation Οικονομία
αναπροσαρμογή adjustment Οικονομία
ανάπτυξη development growth Οικονομία
ανατίμηση revaluation Οικονομία
αναψυχή entertainment Οικονομία
ανεργία unemployment Οικονομία
άνεργος unemployed Οικονομία
ανηγμένη λυμένη reduced statistical form of the system Οικονομία
ανθρακωρυχεία mines Οικονομία
ανταγωνισμός competition Οικονομία
ανταγωνιστικότητα competitiveness Οικονομία
ανταλλάξιμος tradable Οικονομία
αντικατάσταση replacement Οικονομία
αντιπραγματισμός εμπράγματη ανταλλαγή barter trade Οικονομία
αντιστάθμιση counter trade offsetting Οικονομία
αντιστάθμισμα compensation Οικονομία
αντίφαση contradiction Οικονομία
αντιφατικότητα contradictory Οικονομία
αξία value Οικονομία
απασχόληση employment Οικονομία
αποβιομηχανοποίηση deindustrialization Οικονομία
απογραφή census Οικονομία
απόδοση return Οικονομία
αποδοτικότητα capacity Οικονομία
αποζημίωση compensation Οικονομία
αποικιοκρατικός colonialist colonial Οικονομία
αποπληθωριστής deflator Οικονομία
απορύθμιση αποικοδόμηση αποικοδόμηση των κρατικών ρυθμίσεων" 16
απόσβεση depreciation Οικονομία
από-συγκέντρωση διασπορά de-concentration spreading Οικονομία
αποταμίευση saving Οικονομία
αποτέλεσμα result Οικονομία
αποτελεσματικότητα efficiency Οικονομία
αριθμοδείκτης number index index number Οικονομία
ασφάλεια security Οικονομία
ασφάλειες insurance Οικονομία
ατομικισμός individualism Οικονομία
αυτοαπασχόληση αυταπασχόληση self-employment Οικονομία
αυτοαπασχολούμενος self-employed Οικονομία
αυτοσυνδιακύμανση auto-covariance Οικονομία
αυτοσυσχέτιση autocorrelation serial correlation Οικονομία
βήμα τόπος δημόσιας συζήτησης forum Οικονομία
βιομηχανία industry Οικονομία
βιοτεχνία manufacturing Οικονομία
βιωσιμότητα viability Οικονομία
γεωργία agriculture Οικονομία
γραμμικός linear Οικονομία
γραμμικότητα linearity Οικονομία
δάνειο loan Οικονομία
δεδομένα data Οικονομία
δείκτης index Οικονομία
δημογραφικός demographic Οικονομία
δημοσιονομία public finance Οικονομία
διαιρούμαι divide Οικονομία
διακύμανση fluctuation variance Οικονομία
διαρθρωτικός structural Οικονομία
διάστημα period Οικονομία
διαφήμιση advertisement Οικονομία
διαφθορά corruption Οικονομία
διαφοροποίηση differentiation Οικονομία
διάχυση diffusion Οικονομία
διεθνικός transnational Οικονομία
διεθνοποίηση internationalization Οικονομία
διείσδυση penetration Οικονομία
διεκδικήσιμος contestable Οικονομία
διπολικότητα dipolarity Οικονομία
εγγενής inherent Οικονομία
εγχώριος domestic Οικονομία
εθνικοποίηση nationalization Οικονομία
εισαγωγέας importer Οικονομία
εισαγωγές imports Οικονομία
εισοδηματικός income Οικονομία
εισροή συντελεστής input inflow Οικονομία
εκβιομηχάνιση industrialization Οικονομία
εκπαίδευση μόρφωση education Οικονομία
εκροή output outflow Οικονομία
εκσυγχρονισμός modernisation modernization Οικονομία
εκτίμηση estimation Οικονομία
εκτίμηση measure Οικονομία
εκτιμητής estimator Οικονομία
εκχώρηση concession Οικονομία
ελαστικότητα elasticity Οικονομία
έλλειμμα deficit Οικονομία
εμπορευματισμός mercantilism Οικονομία
εμπορία marketing Οικονομία
εμπόριο trade Οικονομία
εναρμόνιση harmonization Οικονομία
ενδο-περιφερειακώς inter-regional Οικονομία
ενδύματα clothes Οικονομία
ένδυση clothing Οικονομία
ενεργητικό assets Οικονομία
ενεργοβόρος power hungry Οικονομία
ενοίκιο rent Οικονομία
ενσωμάτωση integration incorporation Οικονομία
ένταξη adhesion Οικονομία
εξαγορά take over Οικονομία
εξαγωγές exports Οικονομία
εξειδίκευση specialisation Οικονομία
έξοδα expenditures Οικονομία
εξοπλισμός equipment Οικονομία
εξορθολογισμός rationalization Οικονομία
εξυγίανση sanitation Οικονομία
εξωτερίκευση externalization Οικονομία
επάγγελμα job profession Οικονομία
επαγγελματικός job Οικονομία
επαναδιαπραγμάτευση renegotiation Οικονομία
επανακοστολόγηση re-costing Οικονομία
επανασχεδιασμός re-engineering Οικονομία
επανεκτίμηση re-estimation Οικονομία
επανίδρυση re-establishment Οικονομία
επένδυση investment Οικονομία
επενδύω invest Οικονομία
επίβλεψη supervision Οικονομία
επιδότηση επίδομα subsidy Οικονομία
επικεντρώνω concentrate Οικονομία
επικοινωνία communication Οικονομία
επιταχυντής accelerator Οικονομία
Επιτροπή Committee Οικονομία
επιχειρηματίας entrepreneur Οικονομία
επιχείρηση enterprise business Οικονομία
εργαζόμενος employee Οικονομία
εργασία labour Οικονομία
εργατώρες man-hours Οικονομία
εργοδότης employer Οικονομία
εργοστάσιο factory Οικονομία
ερμηνεία interpretation Οικονομία
έσοδο revenue Οικονομία
εσωτερίκευση internalization Οικονομία
ετεροσκεδαστικότητα heteroskedasticity Οικονομία
ευημερία welfare Οικονομία
ευκαιρία opportunity Οικονομία
ευρεσιτεχνία patent Οικονομία
εφαρμογή implementation Οικονομία
ζημιογόνος lose producing Οικονομία
ζήτηση demand Οικονομία
ηλικία age Οικονομία
θεσμός institution Οικονομία
ιδιωτικοποίηση privatization Οικονομία
ιδιωτικός private Οικονομία
ίδρυμα institute Οικονομία
ιεραρχία hierarchy Οικονομία
ικανοποιητικός sufficient Οικονομία
ισολογισμός budget-sheet Οικονομία
ισορροπημένος weighted Οικονομία
ισορροπία equilibrium Οικονομία
καθαρός net Οικονομία
καθετοποίηση vertical integration Οικονομία
καινοτομία innovation Οικονομία
καπνοβιομηχανία tobacco Οικονομία
κατάλοιπο residual Οικονομία
κατανάλωση consumption Οικονομία
καταναλωτής consumer Οικονομία
κατανομή distribution Οικονομία
κέρδος profit Οικονομία
κερδοφόρα profitability Οικονομία
κεφαλαιαγορά stock market Οικονομία
κεφάλαιο capital Οικονομία
κεφαλαιοποίηση capitalization Οικονομία
κινητικότητα mobility Οικονομία
κοιλότητα concavity Οικονομία
κοινωνία society Οικονομία
κορεσμός saturation Οικονομία
κόστος cost Οικονομία
κράτος state Οικονομία
κρίση crisis Οικονομία
κυβερνητικός κρατικός governmental Οικονομία
κυρώσεις sanctions Οικονομία
λειτουργικότητα functionality Οικονομία
λιπαντικό lubricant Οικονομία
λογιστικός accounting Οικονομία
μακρομέγεθος aggregate variable Οικονομία
μακροοικονομικός macroeconomics Οικονομία
μακροπρόθεσμος long-term Οικονομία
μεγέθυνση enlargement Οικονομία
μεγιστοποίηση maximization Οικονομία
μέθοδος methodology Οικονομία
μερίδιο share Οικονομία
μέρισμα dividend Οικονομία
μεροληψία biased Οικονομία
μέσον means Οικονομία
μεσοπρόθεσμα medium-term Οικονομία
μεταβλητή variable Οικονομία
μεταβολή change Οικονομία
μετάδοση transmission Οικονομία
μετανάστευση immigration migration Οικονομία
μεταφορά transportation Οικονομία
μέτρηση measurement Οικονομία
μέτρο measure Οικονομία
μη-ισοσταθμισμένος non-weights Οικονομία
μικρό-αγορά micro-market Οικονομία
μικροοικονομικός microeconomics Οικονομία
μνημόνιο memorandum Οικονομία
μονοπώλιο monopoly Οικονομία
μοντέλο model Οικονομία
νεομερκαντιλισμός neomercantilism Οικονομία
νεωτερισμός innovation Οικονομία
νοικοκυριό household Οικονομία
νομιμοποίηση legalization Οικονομία
νόμισμα currency Οικονομία
ξαναπαρουσιάζω represent Οικονομία
οικονομετρία econometrics Οικονομία
οικονομία economy Οικονομία
οικονομολόγος economist Οικονομία
ολιγοπώλιο oligopoly Οικονομία
ομόλογο bank bond bond Οικονομία
οργανισμός organization Οικονομία
οργάνωση organisation Οικονομία
ορυχεία mining Οικονομία
ορυχεία-λατομεία mining and quarrying Οικονομία
παγκοσμιοποίηση globalization Οικονομία
παθητικό liability Οικονομία
παραγγελιοδότης donneur d΄ ordres Οικονομία
παραγοντοποίηση factorization Οικονομία
παραγωγή production Οικονομία
παραγωγικότητα productivity Οικονομία
παραγωγός producer Οικονομία
παραδοχή assumption Οικονομία
παράμετρος parameter Οικονομία
παράρτημα appendix Οικονομία
παρέμβαση intervention Οικονομία
περιοδοποίηση periodicity Οικονομία
περιορισμός restriction Οικονομία
πετρέλαιο petroleum Οικονομία
πίνακας μήτρα matrix Οικονομία
πίνακας table Οικονομία
πλεόνασμα surplus Οικονομία
πληθυσμός population Οικονομία
πληθωρισμός inflation Οικονομία
πληρωμή εξόφληση payment settlement Οικονομία
ποιότητα quality Οικονομία
πολλαπλασιαστής multiplier Οικονομία
πολυμερής multilateral Οικονομία
πολύ-μεταβλητή multi variable Οικονομία
πολυσυγγραμμικότητα multicollinearity Οικονομία
πολυψευδομεταβλητές multidummies Οικονομία
πόρος resource Οικονομία
ποσοστό percentage Οικονομία
ποσόστωση quota Οικονομία
ποσότητα quantity Οικονομία
ποσοτικοποιήσιμος quantifiable Οικονομία
πρόβλεψη forecasting Οικονομία
προγραμματισμός programming Οικονομία
προϊόν product Οικονομία
προκαταβολή advance Οικονομία
προμηθευτής supplier Οικονομία
προσαρμογή adjustment Οικονομία
προσαρμόζω adjust Οικονομία
προσδιορισμός determination Οικονομία
προσέγγιση approximation Οικονομία
προσελκυστικότητα attractivity Οικονομία
πρόσοδος rent Οικονομία
προσομοίωση simulation Οικονομία
προσόν qualification Οικονομία
προστατευτισμός protectionism Οικονομία
προσφορά offer Οικονομία
προσφορά supply Οικονομία
προϋπόθεση assumption Οικονομία
προϋπολογισμός budget Οικονομία
πτώχευση bankruptcy Οικονομία
πωλήσεις sales Οικονομία
πωλητής seller Οικονομία
ρύθμιση regulation Οικονομία
σκοπός objective Οικονομία
σταθερός constant Οικονομία
σταθμά weights Οικονομία
στασιμοπληθωρισμός stagflation Οικονομία
στασιμότητα stagnation Οικονομία
στεγανότητα impermeability Οικονομία
στόχος target goal Οικονομία
συγκέντρωση concentration build up Οικονομία
σύγκλιση convergence Οικονομία
συγκρίνω compare Οικονομία
συγκυρία coincidence Οικονομία
συγχώνευση merger Οικονομία
συλλογικός collective Οικονομία
συμβατότητα compatibility Οικονομία
συμμετρικός symmetric Οικονομία
συμπέρασμα conclusion Οικονομία
συναίνεση consensus Οικονομία
συναλλαγή exchange Οικονομία
συναρμοδιότητα co - competence Οικονομία
συνδιακύμανση covariance Οικονομία
συνδρομητής subscriber Οικονομία
συνεισφορά συμβολή contribution Οικονομία
συν-εργολαβία co-contracting Οικονομία
σύνθεση synthesis Οικονομία
συνθήκη condition Οικονομία
συνολοκλήρωση co-integration Οικονομία
συσσώρευση accumulation Οικονομία
συστατικό component Οικονομία
συσχέτιση correlation Οικονομία
σχεδιασμός planning Οικονομία
ταξινόμηση classification Οικονομία
τάση trend Οικονομία
ταυτοποίηση identification Οικονομία
ταυτότητα identity Οικονομία
τεχνογνωσία know-how know how Οικονομία
τεχνολογία technology Οικονομία
τηλεπικοινωνίες telecommunications Οικονομία
τιμή price Οικονομία
τόκος επιτόκιο interest rate interest Οικονομία
τομεακός sectoral Οικονομία
τομέας sector Οικονομία
τουρισμός tourism Οικονομία
τράπεζα bank Οικονομία
τραπεζογραμμάτιο bank note Οικονομία
τροποποίηση amendment Οικονομία
ΤΤΔΕ SITC Οικονομία
τυποποιημένος standardized Οικονομία
υγεία health Οικονομία
υπανάπτυξη underdevelopment Οικονομία
υπεργολαβία subcontracting subcontract Οικονομία
υπεργολάβος subcontractor Οικονομία
υπερεκτίμηση overestimation Οικονομία
υπερ-επένδυση over-investment Οικονομία
υπερκαταναλωτισμός excess consumption Οικονομία
υπερτιμολόγηση invoice with overvaluation Οικονομία
υπηρεσία service Οικονομία
υποαπασχόληση underemployment Οικονομία
υποβάθμιση degradation Οικονομία
υποδήματα shoes Οικονομία
υποδομή infrastructure Οικονομία
υποεκτίμηση underestimation Οικονομία
υπο-επένδυση under-investment Οικονομία
υπόθεση hypothesis Οικονομία
υποκατάστατο substitute Οικονομία
υπολογίζω estimate Οικονομία
υποπερίοδος sub-period sub period Οικονομία
υποσύνολο subtotal Οικονομία
υποτίμηση devaluation depreciation Οικονομία
υπουργείο ministry Οικονομία
υφαντουργία textiles Οικονομία
ύφεση recession Οικονομία
φοροαπαλλαγή tax exemption Οικονομία
φορολογία taxation Οικονομία
φορολογούμενος tax payer Οικονομία
φόρος τέλος tax tariff Οικονομία
φύλο sex Οικονομία
χαλάρωση relaxation Οικονομία
χειροτέρευση deterioration Οικονομία
χι-τετράγωνο chi-square Οικονομία
χονδρεμπόριο whole sail Οικονομία
χρεοκοπημένος bankrupt Οικονομία
χρήμα money Οικονομία
χρηματαγορά financial market money market Οικονομία
χρηματοδότηση financing Οικονομία
χρηματοοικονομικός financial Οικονομία
χωροταξία land planning Οικονομία
ψευδομεταβλητές dummy variables Οικονομία
αγκυροβόληση anchorage Δίκαιο
αγοραστής purchaser Δίκαιο
αγωγή action lawsuit Δίκαιο
άδεια licence permit Δίκαιο
αδημοσίευτος not yet published not published Δίκαιο
αδιακρίτως without discrimination without distinction Δίκαιο
αδίκημα crime Δίκαιο
αδικοπραξία tort Δίκαιο
αζημίως without compensation Δίκαιο
αίρεση condition proviso Δίκαιο
αίτημα request Δίκαιο
αίτηση application Δίκαιο
αιτία cause Δίκαιο
αιτιάσεις reproaches accusations Δίκαιο
αιτιολογία reasoning grounds Δίκαιο
αιτών applicant Δίκαιο
ακίνητα real estate Δίκαιο
ακρόαση συνάντηση hearing Δίκαιο
άκυρος null and void Δίκαιο
ακυρότητα voidness nullity Δίκαιο
αλληλασφάλιση mutual insurance Δίκαιο
αλλοδαπός non-national foreigner Δίκαιο
αλλοτριώνω to alienate Δίκαιο
αλυσιτελής useless Δίκαιο
αμέλεια negligence Δίκαιο
άμεσος direct Δίκαιο
αμοιβή remuneration Δίκαιο
άμυνα defense Δίκαιο
αναγγελία declaration notification Δίκαιο
αναγκαίος απαραίτητος necessary Δίκαιο
αναγνωρίζω to recognize Δίκαιο
αναδρομικά retroactively retrospectively Δίκαιο
αναθέτω to assign Δίκαιο
αναθεώρηση revision review Δίκαιο
αναθεωρώ to revise to reform Δίκαιο
αναιρεσείουσα appellant Δίκαιο
αναιρώ to revoke Δίκαιο
αναιτιολόγητος not reasoned unmotivated Δίκαιο
αναιτιολογήτως without justification Δίκαιο
ανάκληση revocation Δίκαιο
ανακοίνωση communication Δίκαιο
ανακοπή opposition caveat Δίκαιο
ανάληψη taking-up Δίκαιο
αναλογικότητα proportionality Δίκαιο
ανάλογος proportionate proportional Δίκαιο
ανάλυση analysis Δίκαιο
ανανέωση renewal Δίκαιο
αναξιοπλοΐα unseaworthiness Δίκαιο
αναξιόχρεως insolvent Δίκαιο
αναπαραγωγή reproduction Δίκαιο
αναπληρωματικό supplementary Δίκαιο
ανάπτυξη development Δίκαιο
αναρμοδιότητα lack of competence Δίκαιο
ανενεργός non valid Δίκαιο
ανεπιφύλακτα without reservation Δίκαιο
ανεπιφύλακτη unconditional Δίκαιο
ανεύθυνο discharge of liability Δίκαιο
ανταγωνισμός competition Δίκαιο
ανταγωνιστής competitor Δίκαιο
ανταλλαγή exchange Δίκαιο
αντάλλαγμα exchange Δίκαιο
ανταλλακτικά spare parts replacement parts Δίκαιο
ανταπόδειξη counter-proof Δίκαιο
αντασφάλιση reinsurance Δίκαιο
αντασφαλιστής reinsurer Δίκαιο
αντιβαίνω to be contrary Δίκαιο
αντιγραφέας imitator copyist Δίκαιο
αντιγραφή reproduction imitation Δίκαιο
αντικαθιστώμαι to be replaced Δίκαιο
αντικειμενικοποίηση an objective character is gradually conferred Δίκαιο
αντίκλητος attorney Δίκαιο
αντιπροσωπευόμενος principal Δίκαιο
αντιπρόσωπος representative agent Δίκαιο
αντιστάθμισμα compensation counter-balance Δίκαιο
αντιστοιχία correspondence Δίκαιο
αντίστοιχος corresponding comparable Δίκαιο
αντισυμβαλλόμενος counter contracting party Δίκαιο
αντισυνταγματικό unconstitutional Δίκαιο
αντισυνταγματικός contrary to the Constitution Δίκαιο
αντισυνταγματικότητα unconstitutionality Δίκαιο
ανυπαίτιος without fault without culpability Δίκαιο
αξιολόγηση evaluation Δίκαιο
αξιοπιστία credibility Δίκαιο
αξίωμα axiom postulate Δίκαιο
αξιώνω to claim Δίκαιο
αξίωση demand claim Δίκαιο
αόριστος vague Δίκαιο
απαγορεύεται it is prohibited it is forbidden Δίκαιο
απαγόρευση prohibition Δίκαιο
απαγορεύω to prohibit Δίκαιο
απαίτηση claim Δίκαιο
απαλλάσσω to exempt Δίκαιο
απαλλοτρίωση alienation expropriation Δίκαιο
απαράδεκτη inadmissible Δίκαιο
απασχόληση occupation employment Δίκαιο
απέλαση deportation Δίκαιο
αποδεικνύω to prove to demonstrate Δίκαιο
απόδειξη αποδεικτικό υλικό evidence proof Δίκαιο
απόδημος immigrant Δίκαιο
αποζημίωση compensation indemnity Δίκαιο
αποθεματικά reserves Δίκαιο
αποθήκευση storing storage Δίκαιο
αποκεντρωμένος decentralised Δίκαιο
αποκέντρωση decentralisation Δίκαιο
αποκλειστικά exclusively Δίκαιο
απομίμηση counterfeiting Δίκαιο
απονέμω to grant to award Δίκαιο
απορρέω to result Δίκαιο
απορρίπτω to reject to dismiss Δίκαιο
απορρύθμιση deregulation Δίκαιο
αποστολή mission Δίκαιο
απόφαση παράγωγο δίκαιο της Κοινότητας" 12
απόφοιτος graduate Δίκαιο
άποψη view Δίκαιο
απώλεια loss Δίκαιο
άρθρο article Δίκαιο
αρμόδιος competent Δίκαιο
αρμοδιότητα jurisdiction competence Δίκαιο
αρμοδιότητες competences Δίκαιο
αρραβώνας earnest Δίκαιο
αρχές authorities Δίκαιο
αρχή principle Δίκαιο
άσκηση pursuit Δίκαιο
ασκώ to pursue Δίκαιο
ασφάλισμα insurance amount insurance sum Δίκαιο
ασφαλισμένος ασφαλισθείς insured person Δίκαιο
ασφαλιστήριο insurance contract Δίκαιο
ασφαλιστής insurer Δίκαιο
ασφάλιστρο premium Δίκαιο
ατομικότητα distinctiveness Δίκαιο
άτυπα informally Δίκαιο
ατύχημα accident Δίκαιο
αυθαίρετα in an arbitrary way Δίκαιο
αυτεπαγγέλτως ex officio Δίκαιο
αυτοαπασχόληση self-employment Δίκαιο
αυτοδικαίως ipso jure by right Δίκαιο
αυτοδιοίκηση self-administration self-government Δίκαιο
αυτοδιοικούμενο self-governing Δίκαιο
αυτόνομα autonomously independently Δίκαιο
αυτονομία autonomy Δίκαιο
βάσει by virtue of on the basis of Δίκαιο
βελτίωση improvement Δίκαιο
βιβλιογραφία bibliography Δίκαιο
βλάβη damage Δίκαιο
Βουλή Parliament Δίκαιο
γνωμοδότηση legal opinion opinion Δίκαιο
γνωστοποίηση notification Δίκαιο
γυμνάσιο lower secondary school Δίκαιο
δανειστής creditor Δίκαιο
δαπανηρή expensive costly Δίκαιο
δασμός customs duty customs tariff Δίκαιο
δεδικασμένο res judicata Δίκαιο
δελτίο bulletin Δίκαιο
δεοντολογία professional ethics professional rules Δίκαιο
δεσμεύομαι to be bound to be committed Δίκαιο
δεσμευτικός binding mandatory Δίκαιο
δεσμεύω to bind Δίκαιο
δήμευση confiscation forfeiture Δίκαιο
δημιουργός creator Δίκαιο
δημοκρατικός democratic Δίκαιο
δημοπρασία auction Δίκαιο
δημοσίευση publication Δίκαιο
Δημόσιο the state Δίκαιο
δημοσιονομικός fiscal budgetary Δίκαιο
δημόσιος public Δίκαιο
δημοσιότητα publicity Δίκαιο
δημοψήφισμα referendum Δίκαιο
διαδήλωση manifestation demonstration Δίκαιο
διαδικασία procedure Δίκαιο
διαδικαστικός procedural Δίκαιο
διάδικος διάδικο μέρος party litigant Δίκαιο
διαδοχή succession Δίκαιο
διάδοχος successor Δίκαιο
διαζύγιο divorce Δίκαιο
διαθήκη will testament Δίκαιο
διαιτησία arbitration Δίκαιο
διακήρυξη declaration Δίκαιο
διακίνηση movement Δίκαιο
διάκριση discrimination distinction Δίκαιο
διακυβερνητισμός intergovernmentalism Δίκαιο
διαλειτουργικότητα interoperability Δίκαιο
διαμεσολάβηση mediation Δίκαιο
διανομέας distributor dealer Δίκαιο
διανομή distribution Δίκαιο
διαπραγμάτευση negotiation Δίκαιο
διάσταση dimension parameter Δίκαιο
διασφαλίζω to guarantee to safeguard Δίκαιο
διασχηματισμός configuration Δίκαιο
διάταγμα decree Δίκαιο
διάταξη provision Δίκαιο
διατύπωση formulation Δίκαιο
διαφήμιση advertising advertisement Δίκαιο
διαχειριστής manager administrator Δίκαιο
διδάκτορας Doctor of Philosophy Δίκαιο
δίδακτρα school fees tuition fees Δίκαιο
διδασκαλία teaching instruction Δίκαιο
διδάσκων εκπαιδευτικός teacher instructor Δίκαιο
διεθνής international Δίκαιο
διέπω to rule to govern Δίκαιο
διεύρυνση enlargement extension Δίκαιο
δίκαιο law Δίκαιο
δικαιοδοσία jurisdiction Δίκαιο
δικαιοδόχος assignee of a right Δίκαιο
δικαιοπραξία juridical act Δίκαιο
δικαιούμαι to be entitled to to have the right to Δίκαιο
δικαιούχος owner Δίκαιο
δικαίωμα right Δίκαιο
δικάσιμος day of trial day of hearing Δίκαιο
δικαστήριο court tribunal Δίκαιο
δικαστής judge Δίκαιο
δίκη trial hearing Δίκαιο
δικηγόρος lawyer barrister Δίκαιο
δίκτυο network Δίκαιο
διοίκηση administration management Δίκαιο
διορίζω to appoint to assign Δίκαιο
διορισμός appointment Δίκαιο
δίωξη prosecution Δίκαιο
δόλος wilful misconduct guile Δίκαιο
δομή structure Δίκαιο
δράση action Δίκαιο
δυναμική dynamics Δίκαιο
δυσανάλογος disproportionate out of proportion Δίκαιο
δωρίζω to donate Δίκαιο
εγγεγραμμένος registered Δίκαιο
εγγραφή inscription registration Δίκαιο
έγγραφο document Δίκαιο
εγγύηση guarantee warranty Δίκαιο
εγκατάλειψη abandonment Δίκαιο
εγκατάσταση establishment Δίκαιο
έγκριση approval Δίκαιο
έγκυρος valid Δίκαιο
εδάφιο sentence section Δίκαιο
έδρα seat Δίκαιο
εδρεύω to have one’s seat Δίκαιο
εθνικός national Δίκαιο
έθνος nation Δίκαιο
Ειρηνοδικείο Justice of the Peace magistrate's court Δίκαιο
εισαγωγή import Δίκαιο
εκδίδω to issue to publish Δίκαιο
εκδικάζω to judge to try Δίκαιο
εκδίκαση hearing Δίκαιο
εκδοχεύς assignee grantee Δίκαιο
έκθεση report Δίκαιο
εκκαθαριστής liquidator Δίκαιο
εκκαλών appellant Δίκαιο
εκκρεμοδικία pendency of a lawsuit lis pendens Δίκαιο
εκναυλωτής owner of a ship disponent owner of a ship Δίκαιο
εκπαίδευση education Δίκαιο
εκπληρώνω to accomplish to fulfil Δίκαιο
εκποίηση sale Δίκαιο
εκποιών seller Δίκαιο
εκπρόθεσμα after the expiry of the deadline Δίκαιο
εκπρόσωπος representative delegate Δίκαιο
εκπροσωπώ to represent Δίκαιο
εκπροσωπών representing Δίκαιο
έκρηξη explosion Δίκαιο
εκφόρτωση discharge unloading Δίκαιο
έλεγχος control inspection Δίκαιο
ελέγχω to control to supervise Δίκαιο
ελευθερία freedom Δίκαιο
εμβέλεια range Δίκαιο
έμμεσος indirect Δίκαιο
εμπίπτω to fall under Δίκαιο
εμπόδιο obstacle hindrance Δίκαιο
εμπόρευμα good merchandise Δίκαιο
εμπορία marketing trade Δίκαιο
εμπόριο trade Δίκαιο
έμπορος trader tradesman Δίκαιο
εμφύλιος civil commotion civil war Δίκαιο
ενάγομαι to be sued Δίκαιο
εναγόμενος defendant Δίκαιο
ενάγων plaintiff applicant Δίκαιο
εναρμονίζω to harmonize Δίκαιο
εναρμόνιση harmonisation harmonization Δίκαιο
ενδεικτικός indicative Δίκαιο
ενδομεταφορά cabotage intracommunity transport Δίκαιο
ενδοσυμβατικός contractual Δίκαιο
ενεργητικό asset Δίκαιο
ενίσχυση reinforcement encouragement Δίκαιο
έννοια notion Δίκαιο
ενοποίηση integration unification Δίκαιο
ένσταση objection plea Δίκαιο
ενσωματώνω to embody Δίκαιο
ένταξη accession entry Δίκαιο
εντόκως with interest Δίκαιο
εντολέας mandator principal Δίκαιο
εντολοδόχος mandatory assignee Δίκαιο
ενώπιον before Δίκαιο
εξαγγελία proclamation declaration Δίκαιο
εξαγγέλλω to pronounce Δίκαιο
εξαγωγή export Δίκαιο
εξαίρεση exception derogation Δίκαιο
εξέλιξη development Δίκαιο
εξέταση examination Δίκαιο
εξουσία power Δίκαιο
εξουσιοδότηση authorization authorisation Δίκαιο
εξώδικος extrajudicial Δίκαιο
εξωσυμβατική extra-contractual Δίκαιο
επάγγελμα profession Δίκαιο
επανακοινοποιούμαι to be renotified Δίκαιο
επανένταξη reintegration Δίκαιο
επεκτείνω to extend Δίκαιο
επενδύω to invest Δίκαιο
επετηρίδα yearbook calendar Δίκαιο
επιβάλλω to impose Δίκαιο
επιβάρυνση charge Δίκαιο
επιβολή imposition infliction Δίκαιο
επίδικος contested litigious Δίκαιο
επίδοση service serving Δίκαιο
επιδότηση aid grant Δίκαιο
επίδραση influence Δίκαιο
επικαλούμαι to invoke Δίκαιο
επικουρικότητα subsidiarity Δίκαιο
επικουρικώς in an auxiliary way in an ancillary way Δίκαιο
επικράτεια territory Δίκαιο
επικυρώνομαι to be confirmed to be upheld 12
επιμέλεια custody Δίκαιο
επιμελητήριο chamber Δίκαιο
επίπτωση repercussion Δίκαιο
επιστήμη science Δίκαιο
επιστημονικός scientific Δίκαιο
επιταγή order Δίκαιο
επιτάσσομαι to be ordered to Δίκαιο
επίτευξη achievement Δίκαιο
επιτόκιο interest rate Δίκαιο
επιτροπεία guardianship Δίκαιο
επιτροπή commission committee Δίκαιο
Επιτροπή Commission Δίκαιο
Επίτροπος Commissioner Δίκαιο
επιφύλαξη reservation Δίκαιο
επιχείρημα argument Δίκαιο
επιχειρηματολογία argumentation Δίκαιο
επιχείρηση undertaking Δίκαιο
επιχορήγηση financing Δίκαιο
εποπτεία supervision surveillance Δίκαιο
επωνυμία trade name Δίκαιο
εργαζόμενος worker Δίκαιο
έρευνα research Δίκαιο
ερμηνεύω to interpret Δίκαιο
εταιρεία εταιρία company firm Δίκαιο
εταίρος partner Δίκαιο
ευθύνη liability Δίκαιο
εύλογος reasonable Δίκαιο
ευρωπροϊόν Europroduct Δίκαιο
εφαρμογή υλοποίηση implementation enforcement Δίκαιο
εφαρμόζω to implement to enforce Δίκαιο
έφεση appeal Δίκαιο
Εφετείο Court of Appeal Δίκαιο
Εφέτης Court of Appeal Judge Δίκαιο
εφεύρεση invention Δίκαιο
εφοπλιστής «operator of the ship» «disponent owner» Δίκαιο
εχθροπραξία hostility act of warfare Δίκαιο
ζημία damage loss Δίκαιο
ηγέτης leader Δίκαιο
ημεδαπός national of this member state Δίκαιο
θεμιτό legitimate permissible Δίκαιο
θερμαστής fireman stoker Δίκαιο
θεσμοποιημένος institutionalised Δίκαιο
θεσμός institution Δίκαιο
θεσπίζω to enact to legislate Δίκαιο
θέσπιση adoption enactment Δίκαιο
θετικισμός positivism Δίκαιο
θεωρία doctrine theory Δίκαιο
ιδιοκτησία κυριότητα property ownership Δίκαιο
ιδιώτης άτομο individual Δίκαιο
ίδρυση establishment Δίκαιο
ιδρυτής founder promoter Δίκαιο
ιθαγένεια nationality citizenship Δίκαιο
ινστιτούτο institute Δίκαιο
ισότητα equality Δίκαιο
ισοτιμία equivalence Δίκαιο
ισότιμος equivalent Δίκαιο
ισχυρισμός argument allegation Δίκαιο
ισχύς force Δίκαιο
ισχύω τίθεται σε ισχύ to be valid to be in force Δίκαιο
καθεστώς regime Δίκαιο
καινοτομία novelty innovation Δίκαιο
κανόνας rule Δίκαιο
κανονισμός regulation Δίκαιο
κατ’εξαίρεση by way of exception Δίκαιο
κατά versus Δίκαιο
καταγγελία complaint denunciation Δίκαιο
καταγγέλλω to complain to denounce Δίκαιο
καταδικάζομαι to be condemned Δίκαιο
καταδίκη condemnation conviction Δίκαιο
κατάθεση deposit Δίκαιο
κατακύρωση knocking down Δίκαιο
καταλογίζω to impute to attribute Δίκαιο
καταναλωτής καταναλωτικό κοινό consumer Δίκαιο
κατανομή allocation Δίκαιο
κατάπλους sailing down arrival into a harbour Δίκαιο
κατάργηση abolition annulment Δίκαιο
καταργώ to abolish to annul Δίκαιο
κατάρτιση training Δίκαιο
"κατασκευή "making
καταστατικό statute charter Δίκαιο
κατάσχεση seizure confiscation Δίκαιο
κατάχρηση abuse misuse Δίκαιο
καταχρηστικός abusive Δίκαιο
καταχώριση εγγραφή registration entry Δίκαιο
κατηγορούμενος defendant Δίκαιο
κάτοχος occupant holder Δίκαιο
κατοχυρώνομαι to be guaranteed Δίκαιο
κατοχύρωση safeguard safeguarding Δίκαιο
κείμενο text Δίκαιο
κεφάλαιο chapter Δίκαιο
κινητικότητα mobility Δίκαιο
κληρονομιά inheritance heritage Δίκαιο
κληρονόμος heir Δίκαιο
κλοπή theft Δίκαιο
Κογκρέσο Congress Δίκαιο
Κοινοβούλιο Parliament Δίκαιο
κοινοποιώ notify Δίκαιο
Κοινότητα Community Δίκαιο
κοινοτικοποιείται a community character is gradually conferred Δίκαιο
κοινοτικός community Δίκαιο
κοινότοπος common place Δίκαιο
κομιστής bearer Δίκαιο
κόμμα party Δίκαιο
κράτος state Δίκαιο
κρίνω to judge Δίκαιο
κριτήριο criterion test Δίκαιο
κυβέρνηση government Δίκαιο
κυριαρχία sovereignty Δίκαιο
κύριος owner proprietor Δίκαιο
κυρώνω to ratify Δίκαιο
κύρωση sanction ratification Δίκαιο
Κώδικας Code Δίκαιο
κωδικοποιημένος codified Δίκαιο
κωδικοποίηση codification Δίκαιο
λεηλασία pillage Δίκαιο
λειτουργία functioning operation Δίκαιο
λέκτορας lecturer Δίκαιο
λιανοπωλητής retailer retail merchant Δίκαιο
λύκειο institution of upper secondary education college Δίκαιο
μαθητής pupil Δίκαιο
μακροπρόθεσμος long-term Δίκαιο
μάρτυρας witness Δίκαιο
μειοψηφία minority Δίκαιο
μεσάζων intermediary Δίκαιο
μεσιτεία broker's contract Δίκαιο
μεσίτης broker Δίκαιο
μεσολάβηση mediation Δίκαιο
μέσον means Δίκαιο
μεσοπρόθεσμος medium-term Δίκαιο
μεταβιβάζω to transfer Δίκαιο
μετανάστευση immigration Δίκαιο
μεταποίηση processing manufacturing Δίκαιο
μεταπώληση resale Δίκαιο
μεταρρύθμιση reformation modification Δίκαιο
μεταφορά transposition implementation Δίκαιο
μεταφορέας carrier Δίκαιο
μεταφορές transport Δίκαιο
μετοχή share stock Δίκαιο
μητρώο register record Δίκαιο
μίσθωση lease Δίκαιο
μνηστεία engagement to marry Δίκαιο
μονοπώλιο monopole monopoly Δίκαιο
μορφή form Δίκαιο
ναυάγιο shipwreck Δίκαιο
ναυλομεσίτης freight broker Δίκαιο
ναύλος freight Δίκαιο
ναυλοσύμφωνο charterparty Δίκαιο
ναυλωτής charterer Δίκαιο
ναύτης seaman Δίκαιο
νέο new Δίκαιο
νεολαία youth Δίκαιο
νεοπροστατευτισμός neoprotectionism Δίκαιο
νηοψία inspection of a ship Δίκαιο
νηπιαγωγείο nursery school Δίκαιο
νομαρχία prefecture Δίκαιο
νομέας possessor Δίκαιο
νομικός jurist Δίκαιο
νομιμοποίηση legitimation Δίκαιο
νομιμοποιούμαι to have standing Δίκαιο
νομιμοποιώ to legitimate Δίκαιο
νόμιμος legal Δίκαιο
νομιμότητα legality Δίκαιο
νομιμότοκα with legitimate interest Δίκαιο
νομίμως legally Δίκαιο
νομοθεσία legislation Δίκαιο
νομοθέτης legislator Δίκαιο
νομοθετικός legislative Δίκαιο
νομολογία case-law jurisprudence Δίκαιο
νόμος law Δίκαιο
νόμος-πλαίσιο framework law basic law Δίκαιο
νομοτεχνικά concerning legal technique Δίκαιο
Οδηγία Directive Δίκαιο
οικειοποιούμαι to appropriate Δίκαιο
οικοτροφείο boarding school Δίκαιο
οιονεί as if Δίκαιο
ολοκλήρωση integration completion Δίκαιο
ολομέλεια plenary session Δίκαιο
ομιλοποίηση formation into a group Δίκαιο
ομόδικος joint party Δίκαιο
ομοιομορφία uniformity Δίκαιο
ομόλογος equivalent Δίκαιο
ομοσπονδία federation Δίκαιο
ομοσπονδιακός federal Δίκαιο
ομοταγής equal similar Δίκαιο
ομοφωνία unanimity Δίκαιο
οπισθογράφηση endorsement Δίκαιο
οπισθογράφος endorser Δίκαιο
οργανισμός organization organism Δίκαιο
όργανο organ instrument Δίκαιο
οργάνωση organisation Δίκαιο
ορίζω to state to define Δίκαιο
όριο limit Δίκαιο
οριοθέτηση demarcation Δίκαιο
ορισμός definition Δίκαιο
ουδετερότητα neutrality Δίκαιο
ουσιαστικά substantially Δίκαιο
οφειλέτης debtor Δίκαιο
οφειλή debt Δίκαιο
όχληση reminder summoning Δίκαιο
παθητικό liabilities Δίκαιο
παιδεία education culture Δίκαιο
παράβαση infringement violation Δίκαιο
παραβάτης violator infringer Δίκαιο
παραβιάζω καταστρατηγώ to infringe to breach Δίκαιο
παραβίαση infringement violation Δίκαιο
παραγγελέας mandator commission principal Δίκαιο
παραγγελία mandate commission contract Δίκαιο
παραγγελιοδόχος commission agent Δίκαιο
παράγοντας factor Δίκαιο
παραγραφή prescription Δίκαιο
παράγραφος paragraph Δίκαιο
παραγωγός producer Δίκαιο
παραίτηση renunciation disclaimer Δίκαιο
παρακάμπτω to circumvent Δίκαιο
παρακωλύω παρεμποδίζω to prevent to hinder Δίκαιο
παράλειψη omission failure Δίκαιο
παραλήπτης consignee receiver Δίκαιο
παράνομα illegally unlawfully Δίκαιο
παρανομία unlawfulness breach of law Δίκαιο
παράνομος illegal Δίκαιο
παραπλάνηση misleading Δίκαιο
παραποιών counterfeiter Δίκαιο
παραπομπή reference Δίκαιο
παράρτημα branch Δίκαιο
παρατυπία informality Δίκαιο
παραχαράκτης counterfeiter Δίκαιο
παραχάραξη counterfeiting Δίκαιο
παραχώρηση concession cession Δίκαιο
παρέκκλιση derogation Δίκαιο
παρεμπιπτόντως in an incidental manner Δίκαιο
παρερμηνεία false interpretation Δίκαιο
παροχή grant allowance Δίκαιο
παροχή provision performance Δίκαιο
πειρατεία piracy Δίκαιο
πελάτης client Δίκαιο
περιορισμός limitation restriction Δίκαιο
περιοριστικός limitative Δίκαιο
περιστάσεις συνθήκες circumstances conditions Δίκαιο
περιφερειακός regional Δίκαιο
πιθανολόγηση act of thinking of something as possible estimation of probability Δίκαιο
πιστοποίηση certification Δίκαιο
πιστοποιητικό certificate Δίκαιο
πίστωση credit Δίκαιο
πλαίσια limits Δίκαιο
πλαίσιο framework Δίκαιο
πλαστογράφος forger counterfeiter Δίκαιο
πλειοδότης bidder Δίκαιο
πλειοψηφία majority Δίκαιο
πλεύση navigation sailing Δίκαιο
πληθωρισμός inflation Δίκαιο
πλήρωμα crew Δίκαιο
πλοηγός pilot Δίκαιο
πλοίαρχος master of the ship Δίκαιο
πλοίο ship Δίκαιο
πλοιοκτήτης shipowner Δίκαιο
πλους sea voyage Δίκαιο
πόλεμος war Δίκαιο
Πολιτεία State Δίκαιο
πολίτευμα πολιτικό σύστημα political system political regime Δίκαιο
πολίτης υπήκοος citizen national Δίκαιο
πολιτισμός civilisation culture Δίκαιο
πολιτιστικός cultural Δίκαιο
πολιτογράφηση naturalisation Δίκαιο
ποσόστωση quota Δίκαιο
πρακτικά records minutes Δίκαιο
πράκτορας agent Δίκαιο
πρακτορείο agency commission contract Δίκαιο
πράξη act Δίκαιο
προαπαιτώ to require to demand Δίκαιο
προασπίζω to protect to defend Δίκαιο
προβλέπω to provide Δίκαιο
πρόγραμμα programme Δίκαιο
προδιαγραφές standards Δίκαιο
προϊόντα products goods Δίκαιο
προκήρυξη announcement Δίκαιο
προμήθεια supply commission Δίκαιο
προμηθευτής provider supplier Δίκαιο
προνόμιο privilege benefit Δίκαιο
προοίμιο preamble Δίκαιο
προσάραξη stranding Δίκαιο
προσαρμογή adaptation implementation Δίκαιο
προσαρμόζομαι συμμορφώνομαι to comply with to conform to Δίκαιο
προσαρμόζω to adapt to adjust Δίκαιο
προσβάλλω to violate Δίκαιο
πρόσβαση access Δίκαιο
προσβολέας infringer """free rider""" Δίκαιο
προσδιορίζω to specify to define Δίκαιο
προσέγγιση approach Δίκαιο
προσήκω to be appropriate Δίκαιο
προσκρούω to be contrary to Δίκαιο
προσλαμβάνω to hire Δίκαιο
προσόν qualification skill Δίκαιο
προστασία protection Δίκαιο
προστατευτισμός protectionism Δίκαιο
προστηθείς servant person employed Δίκαιο
προστήσας principal employer Δίκαιο
πρόστιμο χρηματικό πρόστιμο fine pecuniary sanction Δίκαιο
προσύμφωνο preliminary agreement Δίκαιο
προσφεύγω to have recourse to to appeal Δίκαιο
προσφεύγων applicant appellant Δίκαιο
πρόσφορος suitable Δίκαιο
προσφυγή action proceedings Δίκαιο
προσωπικό personnel staff Δίκαιο
προσωπικότητα personality Δίκαιο
προσωποπαγής individual personal Δίκαιο
πρόταση proposal Δίκαιο
προτεραιότητα priority Δίκαιο
πρότυπο υπόδειγμα model Δίκαιο
προϋπόθεση όρος condition prerequisite Δίκαιο
προϋπολογισμός budget Δίκαιο
προώθηση promotion Δίκαιο
Πρύτανης Rector Δίκαιο
Πρωτόκολλο Protocol Δίκαιο
πρωτοτυπία originality Δίκαιο
πταίσμα λάθος fault error Δίκαιο
πτυχίο diploma degree Δίκαιο
πτώχευση bankruptcy Δίκαιο
πτωχός bankrupt Δίκαιο
πυλώνας pillar Δίκαιο
πυρκαϊά πυρκαγιά fire Δίκαιο
πώληση sale Δίκαιο
πωλητής seller Δίκαιο
πωλώ to sell Δίκαιο
ρητή explicit express Δίκαιο
ρήτρα clause contract term Δίκαιο
ρύθμιση regulation provision Δίκαιο
σήμα trade mark Δίκαιο
σκεπτικό reasoning Δίκαιο
σκέψη paragraph Δίκαιο
σπουδαστής φοιτητής student Δίκαιο
σπουδές studies education Δίκαιο
στάδιο stage Δίκαιο
στάση revolt rebellion Δίκαιο
στοιβασία stowage Δίκαιο
στοιβαστής stevedore Δίκαιο
στοιχείο element Δίκαιο
στόχος aim objective Δίκαιο
στρέβλωση distortion Δίκαιο
συγγενής relative Δίκαιο
συγκατάθεση συναίνεση consent Δίκαιο
συγκάτοχος co-occupant co-holder Δίκαιο
σύγκλιση convergence Δίκαιο
σύγκριση comparison Δίκαιο
συγκύριος co-owner Δίκαιο
συλλογισμός reasoning Δίκαιο
συμβάλλομαι to enter a contract Δίκαιο
συμβάλλω to contribute Δίκαιο
σύμβαση convention agreement Δίκαιο
σύμβαση-πλαίσιο contract-framework Δίκαιο
συμβατός compatible Δίκαιο
συμβιβάζομαι to comply to be compatible with Δίκαιο
συμβιβασμός compromise settlement Δίκαιο
συμβόλαιο contract Δίκαιο
συμβολαιογράφος notary public Δίκαιο
συμβολή contribution Δίκαιο
Συμβούλιο Council Δίκαιο
συμμετοχή participation Δίκαιο
συμμόρφωση conformity compliance Δίκαιο
συμπλήρωμα supplement Δίκαιο
συμπράξεις concentrations of undertakings Δίκαιο
σύμπραξη partnership Δίκαιο
συμφέρον interest Δίκαιο
συμφωνία agreement Δίκαιο
συμφωνώ to agree Δίκαιο
συναλλαγή transaction Δίκαιο
συναλλαγματική bill of exchange Δίκαιο
συναπόφαση co-decision Δίκαιο
συνάπτω to conclude Δίκαιο
συνασφάλιση co-insurance Δίκαιο
συνασφαλιστής co-insurer Δίκαιο
συναφής connected Δίκαιο
σύναψη conclusion Δίκαιο
συνέδριο congress Δίκαιο
συνέπεια consequence Δίκαιο
συνεργασία cooperation Δίκαιο
συνεργάτης collaborator Δίκαιο
συνέχεια continuity Δίκαιο
Συνθήκη Treaty Δίκαιο
Συνθήκη-πλαίσιο framework Treaty Δίκαιο
συννομέας co-possessor Δίκαιο
σύννομος lawful Δίκαιο
σύνορα frontiers border Δίκαιο
Σύνταγμα Constitution Δίκαιο
συνταγματικότητα constitutionality Δίκαιο
συνταξιοδότηση retirement Δίκαιο
συντονίζω to coordinate Δίκαιο
συντονισμός coordination Δίκαιο
συντονιστής coordinator Δίκαιο
σύσταση establishment recommendation Δίκαιο
σχέδιο design Δίκαιο
σωματείο association union Δίκαιο
σωρευτικά cumulatively Δίκαιο
ταξινόμηση classification Δίκαιο
ταυτόσημος having the same content or meaning Δίκαιο
ταυτότητα identity Δίκαιο
τεκμήριο presumption Δίκαιο
τελεσιδίκως finally on second degree Δίκαιο
τεχνογνωσία know-how Δίκαιο
τήρηση observance Δίκαιο
τίμημα price Δίκαιο
τιμωρούμαι to be punished Δίκαιο
τίτλος title formal qualification Δίκαιο
τομέας sector section Δίκαιο
τόμος volume Δίκαιο
τρικυμία tempest storm Δίκαιο
τριτανακοπή third-party proceedings Δίκαιο
τρίτοι third parties Δίκαιο
τρίτος third person Δίκαιο
τροποποίηση modification amendment Δίκαιο
τροποποιούμαι to be amended Δίκαιο
τροποποιώ to modify Δίκαιο
τυπικά typically formally Δίκαιο
τυποποίηση standardisation Δίκαιο
υιοθεσία υιοθέτηση adoption Δίκαιο
υπαίτιος liable culpable Δίκαιο
υπαιτιότητα culpability fault Δίκαιο
υπάλληλος μισθωτός employee servant Δίκαιο
υπαναχώρηση rescission Δίκαιο
υπαντιπροσωπεία assigned agency Δίκαιο
υπαντιπρόσωπος assignee agent Δίκαιο
υπασφάλιση under-insurance Δίκαιο
υπεραξία excess value Δίκαιο
υπεράσπιση defense Δίκαιο
υπεργολάβος subcontractor Δίκαιο
υπερεθνικός supranational supra-national Δίκαιο
υπερήμερος overdue Δίκαιο
υπερθεματιστής bidder Δίκαιο
υπερίσχυση predominance preponderance Δίκαιο
υπερισχύω υπερέχω to prevail Δίκαιο
υπέρμετρος excessive Δίκαιο
υπεροχή supremacy Δίκαιο
υπεύθυνος responsible Δίκαιο
υπηρεσία service Δίκαιο
υπογραφή signature Δίκαιο
υπογράφω to sign Δίκαιο
υπόθεση δικαστική υπόθεση case Δίκαιο
υποθήκη mortgage Δίκαιο
Υποθηκοφυλακείο Register Office Mortgage Registry Δίκαιο
υποκατάστατο substitute Δίκαιο
υποκατάστημα branch branch-office Δίκαιο
υπόμνημα memorandum Δίκαιο
υποσημείωση footnote Δίκαιο
υποτροπή relapse recidivism Δίκαιο
Υπουργείο Ministry Δίκαιο
Υπουργός Minister Δίκαιο
υποχρέωση obligation Δίκαιο
υποχρεωτικός compulsory obligatory Δίκαιο
φάση stage Δίκαιο
φεντεραλισμός federalism Δίκαιο
φιλελεύθερος liberal Δίκαιο
φοροδιαφυγή tax evasion Δίκαιο
φορολογία taxation Δίκαιο
φορολογούμενος taxpayer Δίκαιο
φόρος tax Δίκαιο
φορτηγίδα lighter barge Δίκαιο
φορτοεκφορτωτής man employed for loading and unloading lumper Δίκαιο
φόρτωση loading Δίκαιο
φορτωτής shipper Δίκαιο
φορτωτική bill of lading Δίκαιο
φροντιστήριο frontistirio institute providing supplementary education Δίκαιο
φύλαξη safe-keeping custody Δίκαιο
φύση nature Δίκαιο
χαρακτηριστικό characteristic Δίκαιο
χειραφέτηση emancipation Δίκαιο
χονδρέμπορος whole-sale merchant whole-sale dealer Δίκαιο
χορηγώ to grant to award Δίκαιο
χρηματοδότηση financing Δίκαιο
ψήφισμα resolution Δίκαιο
αγωγός contact Γλωσσολογία
αζιμουθιακός azimuthal Γλωσσολογία
αίτημα postulate Γλωσσολογία
αιτιακός causative Γλωσσολογία
αιτιότητα causality Γλωσσολογία
ακεραιότητα integrity Γλωσσολογία
ακροατής addressee hearer Γλωσσολογία
αλγοριθμικός algorithmic Γλωσσολογία
αλγόριθμος algorithm Γλωσσολογία
αλήθεια truth Γλωσσολογία
αληθές true Γλωσσολογία
αληθής true Γλωσσολογία
αληθοέπεια truth-functionality Γλωσσολογία
αληθοεπής truth-functional Γλωσσολογία
αληθο-πρεπής truth-preserving Γλωσσολογία
αλληλεπίδραση interaction Γλωσσολογία
αλλόφωνο allophone Γλωσσολογία
αλφαβητικός alphabetic Γλωσσολογία
αλφάβητο alphabet Γλωσσολογία
αμφισημία ambiguity Γλωσσολογία
αμφίσημος ambiguous Γλωσσολογία
αναγκαιότητα necessity Γλωσσολογία
αναδρομή αναπομπή anaphora Γλωσσολογία
ανακλαστικότητα αντανακλαστικότητα reflexivity reflectiveness Γλωσσολογία
ανακύκλωση recursiveness Γλωσσολογία
αναλυτικός analytic Γλωσσολογία
αναλυτικότητα analyticity Γλωσσολογία
ανανέωση renewal Γλωσσολογία
αναφορά reference Γλωσσολογία
αναφορικός referential Γλωσσολογία
αναφορικότητα aboutness referentiality Γλωσσολογία
ανθρώπινος human Γλωσσολογία
ανθρωποκεντρικός anthropocentric Γλωσσολογία
αντίθεση opposition contrast Γλωσσολογία
αντιθετικός contrastive Γλωσσολογία
αντικειμενικός objective empirically verifiable Γλωσσολογία
αντίφαση contradiction Γλωσσολογία
αντιφατικός contradictory Γλωσσολογία
αντωνυμία pronoun Γλωσσολογία
αξία τιμή value valeur Γλωσσολογία
αξίωμα axiom Γλωσσολογία
αόριστος aorist Γλωσσολογία
αόριστος indefinite Γλωσσολογία
απαγωγή παραγωγή deduction Γλωσσολογία
απαγωγικός παραγωγικός deductive Γλωσσολογία
απαλοιφή elimination Γλωσσολογία
απεικονιστικός iconic Γλωσσολογία
απεριόριστος infinite Γλωσσολογία
απόδειξη proof Γλωσσολογία
αποδειξιμότητα decidability Γλωσσολογία
αποδέκτης recipient Γλωσσολογία
αποδεκτός acceptable Γλωσσολογία
αποδεκτότητα acceptability Γλωσσολογία
απόδοση protasis consequent Γλωσσολογία
αποκωδικοποίηση decoding Γλωσσολογία
απόσταση distance Γλωσσολογία
αποτελεματικός resultative Γλωσσολογία
αποτελεσματικός effective Γλωσσολογία
απόφανση statement Γλωσσολογία
αποφατικός αρνητικός negative Γλωσσολογία
άρθρωση phonation Γλωσσολογία
άρνηση negation Γλωσσολογία
ασάφεια vagueness Γλωσσολογία
ασημάδευτος αμαρκάριστος unmarked Γλωσσολογία
ασυνέχεια discreteness Γλωσσολογία
αυθαιρεσία arbitrariness Γλωσσολογία
αυθαίρετος arbitrary Γλωσσολογία
αφεκτιβικός affective Γλωσσολογία
βάρος weight Γλωσσολογία
βιολογικός biological Γλωσσολογία
γεγονός fact Γλωσσολογία
γενετικός-μετασχηματιστικός generative-transformational Γλωσσολογία
γενίκευση generalization Γλωσσολογία
γενικευτικότητα genericness Γλωσσολογία
γλώσσα langue language system Γλωσσολογία
γλώσσα language Γλωσσολογία
γλωσσολογία linguistics Γλωσσολογία
γνωστικός cognitive Γλωσσολογία
γράμμα letter Γλωσσολογία
γραμματικοποίηση grammaticalization grammaticization Γλωσσολογία
γραμματικοποιώ grammaticalize grammaticize Γλωσσολογία
γραμματικός grammatical Γλωσσολογία
γραμμικότητα linearity Γλωσσολογία
γραπτός written language Γλωσσολογία
γραφή script graphic medium Γλωσσολογία
δάνειο loan word Γλωσσολογία
δεδομένα data Γλωσσολογία
δείγμα utterance-token Γλωσσολογία
δεικτικός deictic Γλωσσολογία
δείξη deixis Γλωσσολογία
δέκτης receiver Γλωσσολογία
δέντρο tree diagram tree Γλωσσολογία
δεσμεύω bind Γλωσσολογία
διαγλωσσικός cross linguistic cross-linguistic Γλωσσολογία
διαζευκτικός disjunctive Γλωσσολογία
διάζευξη disjunction Γλωσσολογία
διαίσθηση intuition Γλωσσολογία
διάταση intension Γλωσσολογία
διατενής διατασικός intensional Γλωσσολογία
διαχρονία diachrony Γλωσσολογία
διαχρονικός diachronic historical Γλωσσολογία
διάψευση falsification Γλωσσολογία
διεξοδικός explicit Γλωσσολογία
δομή structure Γλωσσολογία
δομικός structural Γλωσσολογία
δότης donor Γλωσσολογία
δραστηριότητα activity Γλωσσολογία
δυνατότητα possibility Γλωσσολογία
εγκέφαλος brain Γλωσσολογία
εγωκεντρικότητα egocentricity Γλωσσολογία
εισαγωγή introduction Γλωσσολογία
έκταση extension 3611
εκτενής εκτασικός extensional Γλωσσολογία
εκφραστικός expressive Γλωσσολογία
εκφώνημα utterance utterance-token 41
εκφώνηση utterance ο διαφορετικός όρος ""εκφώνημα""."
εκφωνώ utter Γλωσσολογία
ελλειπτικός elliptic Γλωσσολογία
έλλειψη ellipsis Γλωσσολογία
έμφαση emphasis Γλωσσολογία
εμφατικός emphatic Γλωσσολογία
εναντιωματικός adversative Γλωσσολογία
ενδεικτικότητα indexicality Γλωσσολογία
ενεστώτας present Γλωσσολογία
έννοια concept Γλωσσολογία
έννοια sense Γλωσσολογία
ενστικτώδης intuitive Γλωσσολογία
εξέλιξη development Γλωσσολογία
εξωγλωσσικός extralinguistic Γλωσσολογία
επαγωγικός inductive Γλωσσολογία
επακολουθητικός sequential Γλωσσολογία
επαλήθευση verification Γλωσσολογία
επαληθευσιμότητα truth-conditionality Γλωσσολογία
επανενίσχυση reinforcement Γλωσσολογία
επίθετο adjective Γλωσσολογία
επικοινωνία communication Γλωσσολογία
επιστημικός epistemic Γλωσσολογία
επιστημονικός scientific Γλωσσολογία
επιτυχία felicity Γλωσσολογία
επιφώνημα interjection Γλωσσολογία
ερώτηση question Γλωσσολογία
ετυμολογία etymology Γλωσσολογία
ετυμολογικός etymological Γλωσσολογία
θαμιστικό habitual Γλωσσολογία
θαμιστικότητα habituality Γλωσσολογία
θέμα theme Γλωσσολογία
θετικός positive Γλωσσολογία
θεώρημα theorem Γλωσσολογία
ιδέα idea Γλωσσολογία
ιδεογραφικός ideographic Γλωσσολογία
ιεραρχία hierarchy Γλωσσολογία
ιεραρχικός hierarchical Γλωσσολογία
ισοδυναμία equivalence Γλωσσολογία
ισομορφία isomorphy Γλωσσολογία
ισομορφισμός isomorphism Γλωσσολογία
ισχυρός έγκυρος valid Γλωσσολογία
ισχύς validity Γλωσσολογία
καθαρότητα purity Γλωσσολογία
καθολικός universal Γλωσσολογία
καθολικότητα universality Γλωσσολογία
καμπύλη curve Γλωσσολογία
κανονιστικός prescriprive Γλωσσολογία
κατάκτηση απόκτηση acquisition Γλωσσολογία
κατακτώ αποκτώ acquire Γλωσσολογία
κατάληξη ending Γλωσσολογία
κατανομή distribution Γλωσσολογία
κατηγόρημα predicate Γλωσσολογία
κατηγόρηση predication Γλωσσολογία
κατηγορία category Γλωσσολογία
κειμενιακός κειμενικός textual Γλωσσολογία
κείμενο text Γλωσσολογία
κινηματικός kinesic Γλωσσολογία
κοινωνικός social Γλωσσολογία
κοινωνιογλωσσολογία sociolinguistics Γλωσσολογία
κουτί box diagram box Γλωσσολογία
κτητικό possessive Γλωσσολογία
κώδικας code Γλωσσολογία
κωδικοποίηση encoding Γλωσσολογία
κωδικοποιώ encode Γλωσσολογία
λειτουργία function Γλωσσολογία
λειτουργικός functional Γλωσσολογία
λέξη word Γλωσσολογία
λέξημα lexeme Γλωσσολογία
λεξιλόγιο vocabulary Γλωσσολογία
λογική logic Γλωσσολογία
λογικός logical Γλωσσολογία
λογισμός calculus Γλωσσολογία
λόγος parole language-behavior Γλωσσολογία
λόγος speech Γλωσσολογία
μακρογλωσσολογία macrolinguistics Γλωσσολογία
μακροσκοπικός macroscopic Γλωσσολογία
μαρκαρισμένος σημαδεμένος marked Γλωσσολογία
μέλλων future Γλωσσολογία
μετα- meta- Γλωσσολογία
μεταγλώσσα metalanguage Γλωσσολογία
μεταγλωσσικός metalinguistic Γλωσσολογία
μετάδοση transmission Γλωσσολογία
μετάθεση displacement Γλωσσολογία
μεταθεώρημα metatheorem Γλωσσολογία
μεταθεωρία metatheory Γλωσσολογία
μεταμαθηματικός metamathematical Γλωσσολογία
μετα-μεταβλητή meta-variable Γλωσσολογία
μετασχηματισμός transformation Γλωσσολογία
μεταφορά metaphor Γλωσσολογία
μετωνυμία metonymy Γλωσσολογία
μετωνυμικός metonymic Γλωσσολογία
μήνυμα message Γλωσσολογία
μη-τροπικός non-modal Γλωσσολογία
μηχανισμός apparatus Γλωσσολογία
μηχανιστικός mechanical Γλωσσολογία
μικρογλωσσολογία microlinguistics Γλωσσολογία
μονάδα unit Γλωσσολογία
μονοθέσιο μονότοπο one-place predicate Γλωσσολογία
μοντέλο model Γλωσσολογία
μόριο particle Γλωσσολογία
μορφή τύπος form Γλωσσολογία
μορφολογικός morphological Γλωσσολογία
νεογραμματικοί Junggrammatiker Neogrammarians Γλωσσολογία
ν-θέσιο ν-τοπο n-place predicate Γλωσσολογία
ολοφραστικός holophrastic Γλωσσολογία
ομιλητής speaker Γλωσσολογία
ομιλία langage language Γλωσσολογία
ομοιογένεια ομογένεια homogeneity Γλωσσολογία
όνομα noun Γλωσσολογία
ονοματοθεσία naming Γλωσσολογία
ονοματοποιΐα onomatopoeia Γλωσσολογία
οντογένεση ontogenesis Γλωσσολογία
οντολογικός ontological Γλωσσολογία
οντότητα entity Γλωσσολογία
ορθότητα correctness Γλωσσολογία
όρισμα argument Γλωσσολογία
ορισμός definition Γλωσσολογία
ουδέτερος neutral Γλωσσολογία
ουσία substance medium Γλωσσολογία
όψη aspect Γλωσσολογία
παραγλώσσα paralanguage Γλωσσολογία
παραγλωσσικός paralinguistic Γλωσσολογία
παραγωγή derivation Γλωσσολογία
παραγωγικότητα productivity Γλωσσολογία
παραγωγιμότητα deducibility Γλωσσολογία
παράδειγμα paradigm Γλωσσολογία
παραδειγματικός paradigmatic associative Γλωσσολογία
παράθεση quotation Γλωσσολογία
παραθετική quotative Γλωσσολογία
παρακείμενος perfect Γλωσσολογία
παραλληλισμός parallelism Γλωσσολογία
παραμετρικός parametric Γλωσσολογία
παράμετρος parameter Γλωσσολογία
παραχώρηση concession Γλωσσολογία
παραχωρητικός concessive Γλωσσολογία
παρένθεση parenthesis Γλωσσολογία
παρετυμολογία λαϊκή ετυμολογία folk etymology Γλωσσολογία
παρόν present Γλωσσολογία
πεδίο scope Γλωσσολογία
πεπερασμένος finite Γλωσσολογία
περιγραφή description Γλωσσολογία
περιγραφικός descriptive Γλωσσολογία
περιεχόμενο content Γλωσσολογία
περίσταση situation Γλωσσολογία
περιστατικό event Γλωσσολογία
περιφερειακός peripheral Γλωσσολογία
περιφραστικός periphrastic Γλωσσολογία
πληρότητα completeness Γλωσσολογία
πληροφόρηση information Γλωσσολογία
πληροφορία information Γλωσσολογία
πολικός polar Γλωσσολογία
πομπός sender addresser Γλωσσολογία
ποσοδεικτικός quantificational Γλωσσολογία
πράγμα αντικείμενο object Γλωσσολογία
πραγματικότητα reality Γλωσσολογία
πραγματολογικός pragmatic Γλωσσολογία
πραγματολογία pragmatics Γλωσσολογία
πραγμάτωση εκφώνηση utterance utterance act 3611
πράξη action Γλωσσολογία
προθεωρητικά protheoretically Γλωσσολογία
προκείμενη premise Γλωσσολογία
προστακτική imperative Γλωσσολογία
προσωδιακός prosodic Γλωσσολογία
πρόσωπο person Γλωσσολογία
πρόταση sentence Γλωσσολογία
πρότυπο standard Γλωσσολογία
προϋπόθεση presupposition Γλωσσολογία
πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή πρωτο-ΙΕ proto-IE Γλωσσολογία
πρωτοτυπικός prototypical Γλωσσολογία
πρωτοτυπικότητα prototypicality Γλωσσολογία
ρευστότητα fluidity Γλωσσολογία
ρήμα verb Γλωσσολογία
ρητορικός rhetorical Γλωσσολογία
σημαδεύω mark Γλωσσολογία
σημαινόμενο signified signifié Γλωσσολογία
σημαίνον signifier signifiant Γλωσσολογία
σημασία meaning Γλωσσολογία
σημασιολογία semantics Γλωσσολογία
σημασιολογικός semantic Γλωσσολογία
σημασιο-πρεπής meaning-preserving Γλωσσολογία
σημείο sign Γλωσσολογία
συγκεκριμένος specific Γλωσσολογία
σύγκριση comparison Γλωσσολογία
συγχρονία synchrony Γλωσσολογία
συγχρονικά synchronically Γλωσσολογία
συγχρονικός synchronic descriptive Γλωσσολογία
συγχώνευση bondedness Γλωσσολογία
σύζευξη σύμπλεξη conjunction Γλωσσολογία
συλλαβή syllable Γλωσσολογία
συλλαβικός syllabic Γλωσσολογία
συλλογισμός argument logical argument Γλωσσολογία
συμβατικοποίηση conventionalization Γλωσσολογία
σύμβολο symbol Γλωσσολογία
συμπαράθεση collocation Γλωσσολογία
συμπαράταξη concatenation Γλωσσολογία
συμπέρασμα conclusion Γλωσσολογία
σύμπλεγμα cluster Γλωσσολογία
συμπλεκτικό συζευκτικό conjunctive Γλωσσολογία
συμφραζόμενα context Γλωσσολογία
συμφραστικός contextual Γλωσσολογία
σύμφωνο consonant Γλωσσολογία
συναγωγή inference Γλωσσολογία
συνάρτηση function Γλωσσολογία
συναρτητής functor Γλωσσολογία
σύνδεσμος conjunction Γλωσσολογία
συνδετικό connective Γλωσσολογία
συνεπαγωγή implication Γλωσσολογία
συνέπεια consistency Γλωσσολογία
συνέχεια continuity Γλωσσολογία
συνεχές continuum Γλωσσολογία
σύνθεση composition Γλωσσολογία
συνθετικό conjunct Γλωσσολογία
συνθετικός compositional Γλωσσολογία
συνθετικότητα compositionality Γλωσσολογία
σύνολο set Γλωσσολογία
συνομιλιακός conversational Γλωσσολογία
συνοχή cohesion Γλωσσολογία
συνταγματικός syntagmatic Γλωσσολογία
συντακτικός syntactic Γλωσσολογία
σύνταξη syntax Γλωσσολογία
συνωνυμία synonymy Γλωσσολογία
συνώνυμος synonymous Γλωσσολογία
σύστημα system Γλωσσολογία
συχνότητα frequency Γλωσσολογία
τακτικός ordinary Γλωσσολογία
ταυτολογία tautology Γλωσσολογία
ταυτολογικός tautological Γλωσσολογία
τομή intersection Γλωσσολογία
τονισμός stress Γλωσσολογία
τόπος place Γλωσσολογία
τροπικός modal Γλωσσολογία
τροπικότητα modality Γλωσσολογία
τρόπος manner mode Γλωσσολογία
τυπολογικός typological Γλωσσολογία
τυποποίηση formalization Γλωσσολογία
υγιής sound Γλωσσολογία
υπαρκτικός existential Γλωσσολογία
υπερεγώ superego Γλωσσολογία
υπερθετικός superlative Γλωσσολογία
υπερσυντέλικος pluperfect Γλωσσολογία
υπόθεση υποθετική πρόταση conditional Γλωσσολογία
υπόθεση antecedent Γλωσσολογία
υποθετικός conditional Γλωσσολογία
υποκειμενικότητα subjectivity Γλωσσολογία
υποκείμενο subject Γλωσσολογία
υπονόημα implicature Γλωσσολογία
υποσύνολο subset Γλωσσολογία
υποτακτική subjunctive Γλωσσολογία
υπωνυμία hyponymy Γλωσσολογία
φθόγγος sound Γλωσσολογία
φθορά corruption Γλωσσολογία
φόρμουλα τύπος formula Γλωσσολογία
φράση phrase Γλωσσολογία
φυλογένεση phylogenesis Γλωσσολογία
φυσικός physical Γλωσσολογία
φυσιολογικός physiological Γλωσσολογία
φωνή voice Γλωσσολογία
φωνήεν vowel Γλωσσολογία
φώνημα phoneme Γλωσσολογία
φωνηματικός phonemic Γλωσσολογία
φωνητική phonetics Γλωσσολογία
φωνητικός phonetic Γλωσσολογία
φωνολογία phonology Γλωσσολογία
φωνολογικός phonological Γλωσσολογία
χαρακτηρίζω characterize Γλωσσολογία
χαρακτηριστικό characteristic Γλωσσολογία
χειρονομία gesture Γλωσσολογία
χρόνος time Γλωσσολογία
χρόνος tense Γλωσσολογία
ψευδής false Γλωσσολογία
ψυχογλωσσολογία psycholinguistics Γλωσσολογία
ψυχολογικός psychological Γλωσσολογία
αδιαφάνεια opacity Αστρονομία
αζιμούθιο azimuth Αστρονομία
ακίδες spiculae Αστρονομία
ακτίνιο radian Αστρονομία
ακτινοβολία radiation Αστρονομία
ανατολή east Αστρονομία
απόκλιση declination Αστρονομία
απορρόφηση absorption Αστρονομία
αστερισμός constellation Αστρονομία
αστεροειδής asteroid minor planet Αστρονομία
άτρακτος time zone Αστρονομία
βαρύτητα gravity Αστρονομία
βορράς north Αστρονομία
γαλαξίας galaxy Αστρονομία
γη earth Αστρονομία
διέγερση excitation Αστρονομία
δορυφόρος satellite Αστρονομία
δύση west Αστρονομία
εκκεντρότητα eccentricity Αστρονομία
έκλαμψη flare Αστρονομία
εκλειπτικός ecliptic Αστρονομία
έκλειψη eclipse Αστρονομία
εκπομπή emission Αστρονομία
έλλειψη ellipse Αστρονομία
ενέργεια energy Αστρονομία
εντροπία entropy Αστρονομία
εργόσφαιρα ergosphere Αστρονομία
έτος year Αστρονομία
ζενίθ zenith Αστρονομία
ζώδιο sign of the zodiac Αστρονομία
ηλιόπαυση heliopause Αστρονομία
Ήλιος Sun Αστρονομία
ηλιοσεισμολογία helioseismology Αστρονομία
ηλιοστάσιο solstice Αστρονομία
ημέρα day Αστρονομία
ημερομηνία date Αστρονομία
θεοδόλιχος sextant Αστρονομία
θερμοκρασία temperature Αστρονομία
ιονισμός ionization Αστρονομία
ιονόσφαιρα ionosphere Αστρονομία
ισημερία equinox Αστρονομία
ισημερινός equator Αστρονομία
κατανομή distribution Αστρονομία
κατατομή profile Αστρονομία
κλόνηση nutation Αστρονομία
κοκκίαση granulation Αστρονομία
κομήτης comet Αστρονομία
κοσμολογία cosmology Αστρονομία
κουέιζαρ quasar quasi star Αστρονομία
λαμπρότητα brightness Αστρονομία
μαγνητογράφος magnetograph Αστρονομία
μαγνητοουρά magneto-tail Αστρονομία
μαγνητόσφαιρα magnetosphere Αστρονομία
μάζα mass Αστρονομία
μεσημβρία midday noon Αστρονομία
μεσημβρινός meridian Αστρονομία
μεσονύκτιο midnight Αστρονομία
μεσουράνηση culmination Αστρονομία
μετάπτωση precession Αστρονομία
μετεωρίτης meteorite Αστρονομία
μήνας month Αστρονομία
μονοχρωματικό monochromatic Αστρονομία
ναδίρ nadir Αστρονομία
νετρίνο neutino Αστρονομία
νετρόνιο neutron Αστρονομία
νήμα filament Αστρονομία
νότος south Αστρονομία
ορίζοντας horizon Αστρονομία
παρασκιά penumbra Αστρονομία
περιστροφή rotation Αστρονομία
περιφορά revolution Αστρονομία
πίδακας jet Αστρονομία
πλανήτης planet Αστρονομία
πλάσμα plasma Αστρονομία
πολλαπλότητα statistical weight Αστρονομία
πρίσμα prism Αστρονομία
προεξοχή prominence Αστρονομία
πρότυπο model Αστρονομία
πρωτοαστέρας protostar Αστρονομία
πυρήνας core Αστρονομία
πυρσός facula Αστρονομία
ραδιοαστρονομία radio astronomy Αστρονομία
ραδιοκύματα radio waves Αστρονομία
ραντάρ radar Αστρονομία
Σείριος Sirius Αστρονομία
Σελήνη Moon Αστρονομία
σκέδαση scattering Αστρονομία
σκιά umbra Αστρονομία
σκουληκότρυπα worm hole Αστρονομία
στέμμα corona Αστρονομία
Σύμπαν Universe Αστρονομία
συντεταγμένες co-ordinates Αστρονομία
τηλεσκόπιo telescope Αστρονομία
τροχιά orbit Αστρονομία
υπερακτινοβολία super radiance Αστρονομία
υπεριώδες ultraviolet Αστρονομία
υπερκαινοφανής supernova Αστρονομία
υπερκοκκίαση super granulation Αστρονομία
υπέρυθρο infrared Αστρονομία
ύψος altitude Αστρονομία
φακός lens Αστρονομία
φάσμα spectrum Αστρονομία
φασματοσκοπία spectroscopy Αστρονομία
φίλτρα filters Αστρονομία
φωτεινότητα luminosity Αστρονομία
φωτόσφαιρα photosphere Αστρονομία
χρόνος time Αστρονομία
χρωμόσφαιρα chromosphere Αστρονομία
αδρομερής coarse-grained Γεωλογία
άλβιο albian Γεωλογία
αλλοχημικά allochems Γεωλογία
αλλόχθονος allochthonous Γεωλογία
άλμα άλμα ρήγματος fault throw Γεωλογία
αμμοανάχωμα sand bar Γεωλογία
αναβαθμίδα terrace Γεωλογία
ανάδυση emersion Γεωλογία
ανακρυστάλλωση recrystallization Γεωλογία
ανάχωμα bar Γεωλογία
ανθρακικός carbonate Γεωλογία
αντίκλινο anticline Γεωλογία
απόθεση deposition Γεωλογία
απολέπτυνση thinning Γεωλογία
απολίθωμα fossil Γεωλογία
απολιθωματοφόρος fossiliferous Γεωλογία
αποπυριτίωση desilicification desilification Γεωλογία
απόσυρση regression Γεωλογία
αποσυρσιγενής regressive Γεωλογία
άπτιο aptian Γεωλογία
ασβεσταρενίτης calcarenite Γεωλογία
ασβεστίτης calcite Γεωλογία
ασβεστόλιθος limestone Γεωλογία
ασβεστολουτίτης calcilutite Γεωλογία
ασβεστοποίηση calcification Γεωλογία
ασβεστορρουδίτης calcirudite Γεωλογία
άστρωτος massive unbedded Γεωλογία
ασυνέχεια discontinuity Γεωλογία
αυθιγενετικός authigenetic authigenic Γεωλογία
αύλακα trough Γεωλογία
βαθόνιο bathonian Γεωλογία
βαϊόσιο bajocian Γεωλογία
βαρρέμιο barremian Γεωλογία
βενθονικός benthonic benthic Γεωλογία
βερριάσιο berriasian Γεωλογία
βιοαναμόχλευση bioturbation Γεωλογία
βιογενής biogenic Γεωλογία
βιοζώνη biozone Γεωλογία
βιοζώνωση biozonation Γεωλογία
βιοκατασκευή bioconstruction reef Γεωλογία
βιοκλάστης bioclast Γεωλογία
βιοκοινωνία association biocoenosis Γεωλογία
βιολιθίτης biolithite Γεωλογία
βιοστασία biostasis biostasy Γεωλογία
βιοστρωματογραφία biostratigraphy Γεωλογία
βιοσυσσώρευση bioaccumulation lumachelle Γεωλογία
βιότοπος biotope Γεωλογία
βιοφάση biofacies Γεωλογία
βιτουμενιούχος bitoumenous Γεωλογία
βύθιση βύθιση του φλοιού" 3606
βύθιση plunge Γεωλογία
βωξίτης bauxite Γεωλογία
γαστερόποδα gastropods Γεωλογία
γεγονός συμβάν event Γεωλογία
διάβρωση erosion Γεωλογία
διαγένεση diagenesis Γεωλογία
διαγενετικός diagenetic Γεωλογία
διάκενο interstice Γεωλογία
διόρυγμα trench Γεωλογία
δογγέριο dogger Γεωλογία
δολίνη doline Γεωλογία
δολομίτης dolomite Γεωλογία
δολομιτίωση dolomitization Γεωλογία
έγκοιλο cavity Γεωλογία
ελασματοβράγχια lamellibranchs pelecypods Γεωλογία
εναλλαγή alternation Γεωλογία
ενδοκλάστης intraclast Γεωλογία
εξαλλοίωση alteration Γεωλογία
επαναπόθεση resedimentation Γεωλογία
επαφή contact Γεωλογία
επίκλυση transgression Γεωλογία
επικλυσιγενής transgressive Γεωλογία
επιπεδοσπειροειδής planispiral Γεωλογία
επιφλοίωση incrustation Γεωλογία
επώθηση overthrust Γεωλογία
επώθηση obduction
ερυθρίωση rubefaction rubéfaction Γεωλογία
εστρωμένος stratified Γεωλογία
ετεροπία heteropy Γεωλογία
ετεροπικός heteropic Γεωλογία
ετερόχρονος heterochronous Γεωλογία
ευστατικός eustatic Γεωλογία
ευστατισμός eustatism Γεωλογία
εφίππευση upthrow upthrust Γεωλογία
ηθμοειδής cribrate Γεωλογία
ηπειρογενής continental terrestrial Γεωλογία
ηώκαινο eocene Γεωλογία
θαλλός thallu Γεωλογία
θανατοκοινωνία thanatocoenosis thanatocenosis Γεωλογία
ιζηματογένεση sedimentation Γεωλογία
ιζηματογενετικός sedimentary Γεωλογία
ιζηματογενής sedimentary Γεωλογία
ιζηματοδομή sedimentary structure sedimentary fabric Γεωλογία
ιζηματολογία sedimentology Γεωλογία
ιζηματολογικός sedimentological Γεωλογία
ιουρασικός jurassic Γεωλογία
καλλόβιο callovian Γεωλογία
κάλυμμα nappe Γεωλογία
καμπάνιο campanian Γεωλογία
καρστικοποίηση καρστοποίηση karstification Γεωλογία
κατάδυση submersion Γεωλογία
κέλυφος test Γεωλογία
κενομάνιο cenomanian Γεωλογία
κιμμερίδιο kimmeridgian Γεωλογία
κλάστης clast Γεωλογία
κλαστικός clastic detrital Γεωλογία
κλιτύς slope Γεωλογία
κοινοζώνη cenozone Γεωλογία
κοίτασμα deposit Γεωλογία
κοκκία σφαιρίδια μορφή διαδικασία σχηματισμού. Η λέξη ""κοκκία"" υποδηλώνει μόνο το πρώτο
κοκκομετρία granulometry Γεωλογία
κοκκώδης granular granulate Γεωλογία
κόνδυλος nodule Γεωλογία
κονδυλώδης nodular Γεωλογία
κορήματα detritus debris Γεωλογία
κρητιδικό cretaceous Γεωλογία
κρητιδικός cretaceous Γεωλογία
κυανοφύκη blue-green algae cyanophyceae Γεωλογία
κυνόδοντες dog teeth Γεωλογία
κυψέλη alveolus Γεωλογία
λαμινίτης laminate Γεωλογία
λατεριτίωση lateritization laterization Γεωλογία
λατυποπαγής breccia brecce Γεωλογία
λεκάνη basin Γεωλογία
λεπτόκοκκος fine-grained Γεωλογία
λεπτοστρωματώδης thin-bedded Γεωλογία
λιάσιο lias liassic Γεωλογία
λιθοστραματογραφία lithostratigraphy Γεωλογία
λιθοφάση lithofacies Γεωλογία
λιμνοθάλασσα lagoon Γεωλογία
μαιστρίχτιο maastrichtian Γεωλογία
μακροαπολίθωμα macrofossil Γεωλογία
μάλμιο malm Γεωλογία
μάργα marl Γεωλογία
μαργαϊκός marly Γεωλογία
μεσοπαλιρροϊκός intertidal Γεωλογία
μετεωρικός meteoric Γεωλογία
μικρίτης micrite Γεωλογία
μικριτίωση micritization Γεωλογία
μικροαπολίθωμα microfossil Γεωλογία
μικροβιοστρωματογραφία microbiostratigraphy Γεωλογία
μικροκοκκώδης microgranular Γεωλογία
μικρολατυποπαγής micro-breccia Γεωλογία
μικροσπαρίτης microsparite Γεωλογία
μικροφάση microfacies Γεωλογία
μονόσειρος uniserial Γεωλογία
νηρητικός neritic Γεωλογία
ογκοειδή oncoids Γεωλογία
οικοφαινότυπος ecophenotype Γεωλογία
ομοιομορφισμός homeomorphism Γεωλογία
οξφόρδιο oxfordian Γεωλογία
οστρακώδη ostracods Γεωλογία
ουργκώνιο urgonian Γεωλογία
οφιόλιθος ophiolite Γεωλογία
παγίδα trap Γεωλογία
παλαιογενής paleogene Γεωλογία
παλαιόκαινο paleocene Γεωλογία
παλαιοοικολογία palaeoecology Γεωλογία
πανίδα fauna Γεωλογία
παράθυρα παραθυροειδείς δομές αλλά που είναι παράθυρο ως προς τις οπτικές του ιδιότητες σήμερα καθ'οτι είναι σχεδόν αδύνατο να προκληθεί σύγχυση με τα ""τεκτονικά παράθυρα""
παραυτόχθονος parautochthonous Γεωλογία
παρεμβολή intercalation Γεωλογία
παχυστρωματώδης thick-bedded Γεωλογία
πεδογένεση pedogenesis Γεωλογία
πελαγικός pelagic Γεωλογία
περιελιγμένος coiled Γεωλογία
περιπαλιρροϊκός peritidal Γεωλογία
περιχειρίς skeleton manchon Γεωλογία
πηλοειδή peloids Γεωλογία
πισολιθικός pisolitic Γεωλογία
πισόλιθος pisolite Γεωλογία
πλαγκτονικός planktonic planktic Γεωλογία
πλατφόρμα platform Γεωλογία
πλευρικός lateral Γεωλογία
πορτλάνδιο portlandian Γεωλογία
πυριτικός siliceous Γεωλογία
πυριτόλιθος silex Γεωλογία
ραβδώσεις ραβδώσεις οστράκων ribs cutlets Γεωλογία
ρήγμα fault Γεωλογία
ρηξιστασία rhexistasy Γεωλογία
ριπίδιο flabellum Γεωλογία
ριπιδιόμορφος flabelliform Γεωλογία
ρουδιστής rudist Γεωλογία
ρουδίτης rudite Γεωλογία
ρουδιτικός ruditic Γεωλογία
ρωγμή fracture Γεωλογία
σαντόνιο santonian Γεωλογία
σενόνιο senonian Γεωλογία
σπαρίτης sparite Γεωλογία
σπονδύλιο whorl verticille Γεωλογία
στένωση narrowing Γεωλογία
στρωματογραφία stratigraphy Γεωλογία
στρωματόλιθος stromatolite Γεωλογία
στρώση stratification bedding Γεωλογία
σύγκλινο syncline Γεωλογία
συμφυρματοπαγής agglutinated Γεωλογία
συνιζηματογενής synsedimentary Γεωλογία
συσχέτιση correlation Γεωλογία
σχιζόφυτα schizophyceae Γεωλογία
τεκτονική tectonics Γεωλογία
τεκτονικός tectonic Γεωλογία
τοίχωμα wall Γεωλογία
τουρόνιο turonian Γεωλογία
τρηματοφόρο foraminifer Γεωλογία
τριαδικό Triassic Γεωλογία
ύβωμα ridge Γεωλογία
υπερπαλιρροϊκός supratidal Γεωλογία
υπόβαθρο substratum Γεωλογία
υποζώνη sub-zone Γεωλογία
υποπαλιρροϊκός subtidal Γεωλογία
υφάλμυρος brackish Γεωλογία
υφαλογενής reefal Γεωλογία
υφή texture Γεωλογία
φάση facies Γεωλογία
φλοιός cortex Γεωλογία
φλοιός crust Γεωλογία
φλοιοφόρος phloiophorous Γεωλογία
φλύσχης flysch Γεωλογία
φραγμός barrier Γεωλογία
φρεατικός phreatic Γεωλογία
φύκη algae Γεωλογία
φυλογένεση plylogeny Γεωλογία
φυλογενετικός phylogenetic Γεωλογία
φωσφορικός phosphatic Γεωλογία
φωσφορίτης phosphate Γεωλογία
χερσαίος continental terrestrial Γεωλογία
χέρσευση emersion Γεωλογία
χλωρίδα flora Γεωλογία
χρονοστρωματογραφία chronostratigraphy Γεωλογία
ωοειδή ooids Γεωλογία
ωτερίβιο hauterivian Γεωλογία
granum granum Βιολογία
α-αμυλάση α-amylase Βιολογία
αβέλια αμπέλια glossy abelia Βιολογία
αβιοτικός abiotic Βιολογία
αβούτιλο abutilon Βιολογία
αγαύη αθάνατος century plant Βιολογία
αγγειόσπερμο ανώτερο φυτό angiosperm Βιολογία
αγίγαρτος seedless Βιολογία
άγκιστρο hook Βιολογία
αγρωστώδες grass Βιολογία
αγωγιμότητα conductivity Βιολογία
αδένας gland Βιολογία
αδενίνη adenine Βιολογία
αδενοιός adenovirus Βιολογία
αδενοκαρκίνωμα adenocarcinoma Βιολογία
αδενοσίνη adenosine Βιολογία
αδέρφια tillers Βιολογία
αδιάστατος undissociated Βιολογία
αδρανές inert Βιολογία
αδρόκοκκος χονδρόκοκκος coarse grain Βιολογία
α-εκπομπής a-emitter Βιολογία
αερισμός aeration Βιολογία
αεριστήρας aerator Βιολογία
αιγόκλημα αγιόκλημα sweet honeysuckle Βιολογία
αιθανόλη ethanol Βιολογία
αιθυλένιο ethylene Βιολογία
αΐλανθος αείλανθος tree of heaven Βιολογία
αίμα blood Βιολογία
αίμη haem Βιολογία
αιμόλυση hemolysis Βιολογία
αιμοπετάλια platelets Βιολογία
αιμορροφιλία haemophilia Βιολογία
αιμοσφαιρίνη hemoglobin Βιολογία
αιμοσφαιρινοπάθεια hemoglobinopathy Βιολογία
αιώρημα εναιώρημα suspension Βιολογία
ακαθαρσία impurity Βιολογία
ακατέργαστο untreated Βιολογία
ακετυλένιο acetylene Βιολογία
ακετυλοχολίνη acetylcholine Βιολογία
ακινητοποίηση immobilisation Βιολογία
ακολουθία sequence Βιολογία
ακόρεστος unsaturated Βιολογία
ακροκεντρικός acrocentric Βιολογία
ακρολοφία crista Βιολογία
ακροπεταλικός acropetal Βιολογία
ακρόριζο root tip Βιολογία
ακρόσωμα acrosoma Βιολογία
ακτίνη actin Βιολογία
ακτινίδιο kiwi Chinese gooseberry Βιολογία
ακτινοβόληση ακτινοβολία radiation irradiation Βιολογία
αλανίνη alanine Βιολογία
αλβουμίνη albumin Βιολογία
άλεση λειοτρίβηση grinding Βιολογία
αλευροκύτταρo aleurone layer cell Βιολογία
αλκαλικότητα alkalinity Βιολογία
αλκαπτονουρία alkaptonuria Βιολογία
αλληλόμορφο allele Βιολογία
αλληλοπάθεια allelopathy Βιολογία
αλλομετρία allometry Βιολογία
αλλοφυκοκυανίνη allophycocyanin Βιολογία
αλλοχωρία allochory Βιολογία
αλουμίνα alumina Βιολογία
αλόφυτο halophyte Βιολογία
αλυσίδα chain Βιολογία
αλφικός albino Βιολογία
αμαλγάμωση amalgamation Βιολογία
άμβλωση abortion Βιολογία
αμίαντος asbestos Βιολογία
αμινοξύ amino acid Βιολογία
αμμόφιλτρο sand filter Βιολογία
αμνιοκέντηση amniocentesis Βιολογία
αμπελόφυλλο Korean abelialeaf Βιολογία
αμπέλοψη Virginia creeper Βιολογία
αμυλόκοκκος starch grain Βιολογία
αμυλοπλάστης amyloplast Βιολογία
αμφίβιος amphibious Βιολογία
αμφιβληστροειδής retina Βιολογία
αμφιγονία amphigony Βιολογία
αμφιγονικός bisexual Βιολογία
αμφιφωτοπεριοδικός ambiphotoperiodic Βιολογία
αναγέννηση regeneration Βιολογία
αναγωγή reduction Βιολογία
αναγωγικός reductive Βιολογία
ανάδευση agitation Βιολογία
αναδευτήρας agitator shaker Βιολογία
ανάδυση emergence Βιολογία
αναιμία anemia Βιολογία
ανάκτηση recovery Βιολογία
ανακύκλωση recirculation recycling Βιολογία
ανάμιξη mixing Βιολογία
αναπαραγωγή reproduction Βιολογία
αναπνοή respiration Βιολογία
ανάπτυξη development Βιολογία
αναστολέας inhibitor Βιολογία
αναστολή inhibition Βιολογία
αναστρεψιμότητα reversibility Βιολογία
ανασυνδυασμένος recombinant Βιολογία
ανασυνδυασμός recombination Βιολογία
ανάφαση anaphase Βιολογία
ανδροστειρότητα male sterility Βιολογία
ανδροστειρωτικός male sterilant Βιολογία
ανεμοχωρία anemochory Βιολογία
ανευπλοειδία aneuploidy Βιολογία
ανθεκτικότητα resistance Βιολογία
ανθήρας anther Βιολογία
άνθιση ανθοφορία flowering flower bearing Βιολογία
ανθογόνο φλοριγόνο florigen Βιολογία
ανθοδόχη receptacle Βιολογία
ανθοκομία floriculture Βιολογία
άνθος flower Βιολογία
ανθόφυτο anthophyte flowering plant Βιολογία
ανθρακας14 Carbon14 Βιολογία
ανθρακίτης anthracite Βιολογία
ανιόντα anions Βιολογία
ανίχνευση detection Βιολογία
ανιχνευτής detector Βιολογία
άνοδος anode Βιολογία
ανομοιογένεια heterogeneity Βιολογία
ανοξία anoxia Βιολογία
ανοσοανεπάρκεια immunodeficiency Βιολογία
ανοσοαντίδραση immunoreaction Βιολογία
ανοσοκυτοχημεία ανοσοκυτταροχημεία immunocytochemistry Βιολογία
ανοσοκυτοχημικός immunocytochemical Βιολογία
ανοσοσήμανση immunolabelling Βιολογία
ανοσοσφαιρίνη immunoglobulin Βιολογία
ανοσοχρυσός immunogold Βιολογία
ανοχή tolerance Βιολογία
ανταγωνισμός competition Βιολογία
αντιγόνο antigen Βιολογία
αντιδραστήρια reagents Βιολογία
αντίληψη perception Βιολογία
αντιμεταφορά antiport Βιολογία
αντιορός antiserum Βιολογία
αντίσωμα antibody Βιολογία
ανωριμότητα immaturity Βιολογία
απενεργοποίηση deactivation Βιολογία
αποβολή abortion miscarriage Βιολογία
απόγονος progeny Βιολογία
αποδέσμευση liberation Βιολογία
αποδόμηση αποικοδόμηση degradation Βιολογία
απόδοση ικανότητα efficiency Βιολογία
απόδοση yield Βιολογία
αποεαρινοποίηση devernalisation Βιολογία
αποθήκευση storage Βιολογία
αποικία colony Βιολογία
αποικιστής coloniser Βιολογία
αποκαρβοξυλίωση decarboxylation Βιολογία
απολέπιση sloughing Βιολογία
απολυμαίνω disinfect Βιολογία
απολύμανση disinfection Βιολογία
απομόνωση isolation Βιολογία
απονιτροποίηση denitrification Βιολογία
αποπλαστικός apoplastic Βιολογία
αποπρωτεΐνη apoprotein Βιολογία
απόρριμμα υπόλειμμα residue Βιολογία
απορρόφηση absorption Βιολογία
απόσβεση damping out fade out Βιολογία
αποσκισίνη αψιζίνη abscisin Βιολογία
απόσταξη distillation Βιολογία
αποστείρωση sterilisation Βιολογία
αποτύπωμα replica Βιολογία
αποφύλλωση defoliation Βιολογία
αποχέτευση drainage Βιολογία
αποώχρωση deetiolation de-etiolation Βιολογία
απτοσφαιρίνη haptoglobin Βιολογία
αραίωμα thinning Βιολογία
άργιλοι clays Βιολογία
αργινίνη arginine Βιολογία
αριζόνικα αριζόνα smooth Arizona cypress Βιολογία
αριστολοχία birthwort calico pipe Βιολογία
αρτίβλαστο seedling Βιολογία
αρτίφυτρο germinant Βιολογία
ασβέστιο calcium Βιολογία
ασθένεια disease Βιολογία
ασπαραγίνη aspartame Βιολογία
ασπερμία seedlessness Βιολογία
ασπίδιο scutellum Βιολογία
ασπιδίστρα aspidistra Βιολογία
άσφαλτος asphalt bitumen Βιολογία
άτρακτος spindle Βιολογία
ατραπός μονοπάτι pathway Βιολογία
αυλάκωση cleavage Βιολογία
αύξηση growth Βιολογία
αυξίνη auxin Βιολογία
αυτοαντιγόνο autoantigen Βιολογία
αυτοεπικονίαση self-pollination Βιολογία
αυτόκλειστο autoclave with autoclave Βιολογία
αυτοραδιογραφία autoradiography Βιολογία
αυτοσυγκρότηση self-assembly Βιολογία
αυτοσωμικός autosomal Βιολογία
αυτότροφος autotroph Βιολογία
αυτοχωρία autochory Βιολογία
αυχένας neck Βιολογία
αφομοίωση assimilation Βιολογία
αφυδάτωση dehydration dewatering Βιολογία
αχαίνιο achene Βιολογία
αχινός sea urchin Βιολογία
αχονδροπλασία achondroplasia Βιολογία
βαθμονόμηση calibration Βιολογία
βακτήρια bacteria Βιολογία
βακτήριο bacterium Βιολογία
βαλίνη valine Βιολογία
βαρβιτουρικό barbiturate Βιολογία
Βάριον140 Barium140 Βιολογία
βαροτροπισμός βαρυτροπισμός ενώ το ""γεωγροπισμός"" είναι παλαιότερος συνώνυμος όρος." 3606
βασεόφιλο basophil Βιολογία
βάση base Βιολογία
βασιπεταλικός basipetal Βιολογία
βεϊγκέλια old fashioned weigela Βιολογία
β-εκπομπής β-emitter Βιολογία
βελτιστοποίηση optimisation Βιολογία
βενζυλαδενίνη benzyladenine Βιολογία
βενζυλαμινοπουρίνη benzylaminopurine Βιολογία
βενθικός benthic Βιολογία
βερόνικα ήβη hebe Βιολογία
βίγκα greater periwinkle Βιολογία
βιλιπρωτεΐνη biliprotein Βιολογία
βιοαντιδραστήρας bioreactor Βιολογία
βιοαποδόμηση βιοαποικοδόμηση biodegradation Βιολογία
βιογένεση biogenesis Βιολογία
βιογενής biogenic Βιολογία
βιοδείκτης bioindicator biomarker Βιολογία
βιοδοκιμή βιολογικός έλεγχος bioassay Βιολογία
βιοεκχύλιση bioleaching Βιολογία
βιομάζα biomass Βιολογία
βιομεγέθυνση biomagnification Βιολογία
βιομόριο biomolecule Βιολογία
βιομορφή life form Βιολογία
βιορόφηση biosorption Βιολογία
βιοσυγκέντρωση bioconcentration Βιολογία
βιοσύνθεση biosynthesis Βιολογία
βιοσυσσώρευση bioaccumulation Βιολογία
βιόσφαιρα biosphere Βιολογία
βιοτικός biotic Βιολογία
βιότοπος ενδιαίτημα habitat Βιολογία
βιοϋδρομεταλλουργία bio-hydrometallurgy Βιολογία
βιοφωτισμός bioluminescence Βιολογία
βιοχημεία biochemistry Βιολογία
βιοψία biopsy Βιολογία
Βισμούθιο Bismuth Βιολογία
Βισμούθιο214 Bismuth214 Βιολογία
βιταμίνη vitamin Βιολογία
βιώσιμος viable Βιολογία
βιωσιμότητα viability Βιολογία
βλάστηση vegetation Βιολογία
βλαστητικός vegetative Βιολογία
βλαστομερίδιo blastomere Βιολογία
βλαστοπαχύφυτο stem succulent Βιολογία
βλαστός shoot Βιολογία
βλάστωμα blastoma Βιολογία
βλέννα mucus Βιολογία
βλεφαρίδα cilium Βιολογία
βολβίδιο γονοφθαλμίδιο bulbil Βιολογία
βολβός bulb Βιολογία
βολβόφυτο bulb plant Βιολογία
βόσκηση grazing Βιολογία
βουτλέια μπουτλέια butterfly-bush Βιολογία
βραδυαυξής slow-growing Βιολογία
βραδυχωρία bradychory Βιολογία
βράκτιο bract Βιολογία
βραχίονας arm Βιολογία
βραχυφαλαγγία brachyphalangy Βιολογία
βρουσσονετιά paper mulberry Βιολογία
βρυόφυτο bryophyte Βιολογία
βυρσοδεψεία tannery Βιολογία
γαλακτοζαιμία galactosemia Βιολογία
γαλάκτωμα emulsion Βιολογία
γαμέτης gamete Βιολογία
γαμετογένεση gametogenesis Βιολογία
γαμετοκτόνο gametocide Βιολογία
γαύρος καρπίνος βετουλοειδής European hornbeam Βιολογία
γ-εκπομπής γ –emitter Βιολογία
γενεά generation Βιολογία
γενετική genetics Βιολογία
γεωλογική geological Βιολογία
γεώτρηση borehole well Βιολογία
γεώφυτο geophyte Βιολογία
γήρανση senescence Βιολογία
γιακαράντα jacaranda Βιολογία
γιββερελλίνη γιββεριλλίνη gibberellin Βιολογία
γιούκα Adam's needle mount lily Βιολογία
γκίνγκο ginkgo maidenhair tree Βιολογία
γλεδίσχια γλυφακακία honeylocust Βιολογία
γλοβουλίνη globulin Βιολογία
γλουταμίνη glutamine Βιολογία
γλυκίνη glycine Βιολογία
γλυκόζη glucose Βιολογία
γλυκοζίτης glycoside Βιολογία
γλυκοζυλίωση glycosylation Βιολογία
γλυκολιπίδιο glycolipid Βιολογία
γλυκόλυση glycolysis Βιολογία
γλυκοπρωτεΐνη glycoprotein Βιολογία
γλυοξύσωμα glyoxysome Βιολογία
γλυτσίνος βισταρία Chinese wisteria Βιολογία
γόνατο node Βιολογία
γονίδιο gene Βιολογία
γονιδίωμα genome Βιολογία
γονιμοποίηση fertilization fertilisation Βιολογία
γονιμότητα fertility Βιολογία
γονότυπος genotype Βιολογία
γουανίνη guanine Βιολογία
γράφημα graph Βιολογία
γυμνόσπερμο gymnosperm Βιολογία
γυναίκα woman Βιολογία
γυνέριο pampas grass Βιολογία
γυρεόκοκκος pollen grain Βιολογία
γύρη pollen Βιολογία
γ-φασματομετρία γ-spectrometry Βιολογία
γ-φασματοσκοπία γ-spectroscopy Βιολογία
δάκτυλο finger Βιολογία
δαφνοκέρασος cherry laurel Βιολογία
δείγμα sample specimen Βιολογία
δειγματοληψία sampling sample collection Βιολογία
δείκτης indicator Βιολογία
δενδρολίβανο common rosemary Βιολογία
δεξαμενή pool Βιολογία
δέρμα skin Βιολογία
δεσμός bond Βιολογία
δεσμόσωμα desmosome Βιολογία
δευτεροταγής secondary Βιολογία
δεύτσια snowflake deutzia Βιολογία
Δημήτριο Cerium Βιολογία
Δημήτριο141 Cerium141 Βιολογία
Δημήτριο144 Cerium144 Βιολογία
διαβάθμιση κλίση gradient Βιολογία
διαβαθμισμένος graded Βιολογία
διαβαροτροπισμός diagravitropism Βιολογία
διάβρωση corrosion Βιολογία
διάθλαση refraction Βιολογία
δίαιτα diet Βιολογία
διακίνηση diakinesis Βιολογία
διακριτικότητα διακριτική ικανότητα resolution Βιολογία
διακυττάρωση transcytosis Βιολογία
διαλυτοποίηση solubilisation dissolution Βιολογία
διαλυτότητα solubility Βιολογία
διαμεσολάβηση mediation Βιολογία
διαπερατότητα permeability Βιολογία
διαπνοή transpiration Βιολογία
διαπότιση infiltration Βιολογία
διασπορά dispersal Βιολογία
διαστάλαξη percolation Βιολογία
διασταύρωση crossing Βιολογία
διατάραξη disturbance Βιολογία
διατήρηση conservation Βιολογία
διαύγαση clarification Βιολογία
διαφοροποίηση differentiation Βιολογία
διάφραγμα septum Βιολογία
διαχείριση disposal Βιολογία
διάχυση diffusion Βιολογία
δίδυμος twin Βιολογία
διέγερση stimulation Βιολογία
διείσδυση penetration Βιολογία
διεργασία process Βιολογία
διεργασίες processes Βιολογία
διήθημα filtrate Βιολογία
διήθηση filtration Βιολογία
δικοτυλήδονο δικοτυλήδονο φυτό dicotyledon Βιολογία
διμορφισμός dimorphism Βιολογία
δίοικoς dioecious Βιολογία
διοξίνες dioxins Βιολογία
διπλασιασμός duplication Βιολογία
διπλοστοιβάδα λιπιδική διπλοστοιβάδα lipid bilayer Βιολογία
διπλοταινία diplotene Βιολογία
δισκόγραμμα pie chart Βιολογία
διτερπένιο diterpene Βιολογία
διωικός dizygotic Βιολογία
δορυφόρος satellite Βιολογία
δόση dose Βιολογία
δραστικότητα potency Βιολογία
δυσζωοχωρία dyszoochory Βιολογία
εαρίνη βερναλίνη vernalin Βιολογία
εαρινοποίηση vernalisation Βιολογία
έγκλειση embedding Βιολογία
εγκλείσματα inclusions Βιολογία
εγκυμοσύνη κύηση pregnancy Βιολογία
εδάφη soils Βιολογία
είδος είδος οργανισμού species Βιολογία
είσοδος παράσυρση entrainment Βιολογία
εισροή είσοδος influent Βιολογία
εκβλάστηση germination Βιολογία
εκβλάστηση sprouting Βιολογία
εκβλάστηση budding Βιολογία
έκθεση exposure Βιολογία
έκκριση secretion Βιολογία
έκπλυση cleaning washing Βιολογία
εκπομπή emission Βιολογία
εκροή exudation Βιολογία
εκρόφηση desorption Βιολογία
εκσπερμάτωση ejaculation Βιολογία
εκχύλιση leaching Βιολογία
εκχύλιση extraction Βιολογία
εκχυλισιμότητα leachability Βιολογία
εκχύλισμα αποστράγγιση leachate Βιολογία
εκχύλισμα extract Βιολογία
έκχυση leaching Βιολογία
ελαίαγνος τζιτζιφιά Russian olive Βιολογία
ελαιοπιεστήριο oil press oil mill Βιολογία
ελαιοπυρήνας oil-kernel Βιολογία
ελαιοσταγονίδιο oil droplet Βιολογία
ελαιόσωμα elaiosome Βιολογία
ελαιουργείο oil factory Βιολογία
έλασμα lamina blade Βιολογία
ελαφρόπετρα pumice Βιολογία
ελιά common olive Βιολογία
έλικα tendril Βιολογία
έλικα helix Βιολογία
έλλειψη deficiency Βιολογία
εμβάπτιση dipping Βιολογία
εμβολιάζω inoculate Βιολογία
εμβολιασμός grafting Βιολογία
έμβρυο embryo Βιολογία
εμβρυογένεση embryogenesis Βιολογία
εμβρυολογία embryology Βιολογία
εμβρυόσακκος embryo sac Βιολογία
εμπλουτισμός enrichment Βιολογία
εμπύρηνος nucleated Βιολογία
εμφύσημα emphysema Βιολογία
εμφύτευμα implant Βιολογία
ενδοδερμίδα endodermis Βιολογία
ενδοζωοχωρία endozoochory Βιολογία
ενδοκυττάριος intracellular Βιολογία
ενδοκύτωση endocytosis Βιολογία
ενδομήτριο endometrium Βιολογία
ενδομίτωση endomitosis Βιολογία
ενδοσπέρμιο endosperm Βιολογία
ενεργοποίηση activation capacitation Βιολογία
ενεργότητα activity Βιολογία
ένζυμα enzymes Βιολογία
ένζυμο enzyme Βιολογία
ενοφθαλμισμός grafting Βιολογία
εντατικοποίηση intensification Βιολογία
εντομοκτόνο insecticide Βιολογία
ενυδάτωση hydration Βιολογία
εξαγωγή εκχύλιση υπό ανάδευση extraction Βιολογία
εξαλλοίωση alteration Βιολογία
εξαναγκασμός entrainment Βιολογία
εξάτμιση evaporation Βιολογία
εξαΰλωση annihilation Βιολογία
εξάχνωση etching Βιολογία
εξειδίκευση specificity Βιολογία
εξουδετέρωση neutralisation Βιολογία
εξυγίανση remediation Βιολογία
εξωδέσμη ectodesma Βιολογία
εξωζωοχωρία exozoochory Βιολογία
εξωκάρπιο exocarp Βιολογία
εξωκυττάριος extracellular Βιολογία
εξωκύττωση exocytosis Βιολογία
εξώχορδο pearlbush Βιολογία
επαγωγή επιβολή induction Βιολογία
επαναληψιμότητα reproducibility Βιολογία
επεξεργασία κατεργασία treatment Βιολογία
επιβενθικός epibenthic Βιολογία
επιβίωση survival Βιολογία
επιδερμίδα epidermis Βιολογία
επιδερμικός epidermal Βιολογία
επιθήλιο epithelium Βιολογία
επικάλυψη coating Βιολογία
επικονίαση pollination Βιολογία
επικονιαστής pollinator Βιολογία
επικοτύλιο epicotyl Βιολογία
επικρατής dominant Βιολογία
επιμερισμός allocation Βιολογία
επιμετάλλωση electroplating Βιολογία
επιμήκυνση elongation Βιολογία
επιναστία epinasty Βιολογία
επινεφρίδιο adrenal gland Βιολογία
επίπαση dusting Βιολογία
επίπλευση floatation flotation Βιολογία
επίπτωση επίδραση impact Βιολογία
επιφυτικός epiphytic Βιολογία
επίφυτο epiphyte Βιολογία
επωάζω incubate Βιολογία
ερέθισμα stimulus Βιολογία
ερείκη ρείκι tree heath Βιολογία
ερμαφρόδιτος hermaphrodite Βιολογία
έρπης herpes Βιολογία
ερυθροκύτταρο erythrocyte red blood cell Βιολογία
εσοδεία crop Βιολογία
εστέρας ester Βιολογία
εστεράση esterase Βιολογία
εστιάζω focus Βιολογία
εσχαρισμός gridding Βιολογία
ετεροαυξίνη heteroauxin Βιολογία
ετερογένεια heterogeny Βιολογία
ετερόζυγος heterozygous Βιολογία
ετερόλογος heterologous Βιολογία
ετερομορφισμός heteromorphism Βιολογία
ετεροστυλία heterostylism Βιολογία
ετερότροφος heterotroph heterotrophic Βιολογία
ετεροφθορισμός hetero-fluorescence Βιολογία
ετεροφυτρωτικότητα heteroblasty Βιολογία
ευτροφισμός eutrophication Βιολογία
ευφυΐα intelligence Βιολογία
ευχρωματίνη euchromatin Βιολογία
εφηβεία puberty Βιολογία
εφυμενίδα cuticle Βιολογία
ζεατίνη zeatin Βιολογία
ζεόλιθος zeolite Βιολογία
ζευγάρι pair Βιολογία
ζιζάνιο weed Βιολογία
ζιζανιοκτόνο herbicide Βιολογία
Ζιρκόνιον95 Zirconium95 Βιολογία
ζυγοταινία zygotene Βιολογία
ζυγώτης zygote Βιολογία
ζυμωτήρας fermentor Βιολογία
ζωνοποίηση banding Βιολογία
ζωοχωρία zoochory Βιολογία
ηλεκτροαπόθεση electrodeposition Βιολογία
ηλεκτροαρνητικότητα electronegativity Βιολογία
ηλεκτρόδιο electrode Βιολογία
ηλεκτρολύτης electrolyte Βιολογία
Ηλεκτρόνια electrons Βιολογία
ηλεκτρονιογραφία electron micrograph Βιολογία
ηλεκτρονιόπυκνος electron dense Βιολογία
ηλεκτροτροπισμός electrotropism Βιολογία
ηλεκτροφόρηση electrophoresis Βιολογία
ηλεκτροχημεία electrochemistry Βιολογία
ηλικία age Βιολογία
ηλιοστίγμα sunfleck Βιολογία
ημικρανία hemicrania Βιολογία
ημικυτταρίνη hemicellulose Βιολογία
ημίξηρος semi-dry Βιολογία
ημιπερατός semipermeable Βιολογία
ήπαρ liver Βιολογία
ηρεμία rest quiescence Βιολογία
θαλασσαιμία thalassemia Βιολογία
θαλλός thallus Βιολογία
θάμνος shrub Βιολογία
θαμνώνας shrubland Βιολογία
θανατηφόρος mortal lethal Βιολογία
θάνατος death Βιολογία
θειοβακτήριο thiobacterium Βιολογία
θερμοκλινές thermocline Βιολογία
θερμομάλαξη thermal-kneading Βιολογία
θερμοναστία thermonasty thermonastic growth movement Βιολογία
θερμοπεριοδισμός thermoperiodism Βιολογία
θερμοτροπισμός thermotropism Βιολογία
θερμόφιλος thermophile Βιολογία
θερόφυτο therophyte Βιολογία
θηλαστικό mammal Βιολογία
θήρευση predation Βιολογία
θιγμοτροπισμός thigmotropism Βιολογία
θνησιμότητα mortality Βιολογία
θολερότητα turbitity Βιολογία
Θόριο thorium Βιολογία
Θόριο228 thorium228 Βιολογία
Θόριο232 thorium232 Βιολογία
Θόριο234 thorium234 Βιολογία
Θορόνιο Radon220 Βιολογία
θραύση crushing Βιολογία
θρεονίνη threonine Βιολογία
θρεπτικά nutrients Βιολογία
θρόμβος blood clot Βιολογία
θυγατρικός daughter Βιολογία
θυλακοειδές thylakoid Βιολογία
θυλακοκύτταρο follicle cell Βιολογία
θυμιδίνη thymidine Βιολογία
θυμίνη thymine Βιολογία
θωράκιση shielding Βιολογία
ιζηματοποίηση ιζηματογένεση sedimentation sinking Βιολογία
ίκτερος icterus jaundice Βιολογία
ιλαρά measles Βιολογία
ίληξ αρκουδοπούρναρο English holly Βιολογία
ιλύς sludge Βιολογία
ινίδιο filament Βιολογία
ινοβλάστης fibroblast Βιολογία
ινσουλίνη insulin Βιολογία
ινωδογόνο fibrinogen Βιολογία
ιονοφόρος ionophore Βιολογία
ιός virus Βιολογία
ιπποκαστανέα πικροκαστανιά horse-chestnut Βιολογία
ιπποφαές sea buckthorn Βιολογία
ισοένζυμο isoenzyme Βιολογία
ισοεστίαση isofocusing Βιολογία
ισολευκίνη isoleucine Βιολογία
ισομερείωση isomerisation Βιολογία
ισοπυκνωτικός isopycnotic Βιολογία
ισότοπο isotope Βιολογία
ισοχρωμόσωμα isochromosome Βιολογία
ιστιδίνη histidine Βιολογία
ιστοκαλλιέργεια tissue culture Βιολογία
ιστόνη histone Βιολογία
ιστός tissue Βιολογία
ιστοχημεία histochemistry Βιολογία
ιχθύς fish Βιολογία
ιχνοστοιχείο trace element trace metal Βιολογία
ιώδιο iodine Βιολογία
Ιώδιον131 Iodine131 Βιολογία
Ιώδιον132 Iodine132 Βιολογία
καθίζηση precipitation Βιολογία
καθίζηση settling Βιολογία
κάθοδος cathode Βιολογία
καθορισμός προσδιορισμός determination Βιολογία
Καίσιο Cesium Caesium Βιολογία
Καίσιο134 Cesium 134 Caesium 134 Βιολογία
Καίσιο137 Cesium 137 Caesium 137 Βιολογία
Κάλιο40 Potassium 40 Βιολογία
καλλιέργεια cultivation Βιολογία
καλλιέργεια culture Βιολογία
"
καλλιστήμων bottle brush Βιολογία
κάλλος callus Βιολογία
καλμοδουλίνη calmodulin Βιολογία
καλύπτρα root cap Βιολογία
κάμβιο cambium Βιολογία
καμέλια common camellia Βιολογία
καμψίς μπιγκνόνια trumpet vine Βιολογία
καρβοξυλάση carboxylase Βιολογία
καρβοξυλίωση carboxylation Βιολογία
καρδιά heart Βιολογία
καρκινογένεση carcinogenesis Βιολογία
καρκίνωμα carcinoma Βιολογία
καροτένιο carotene Βιολογία
καροτενοειδές carotenoid Βιολογία
καρπόδεση δέσιμο καρπού fruit set Βιολογία
καρπός fruit Βιολογία
καρποφαγία frugivory Βιολογία
καρποφορία fruit bearing fruitage Βιολογία
καρυδιά English walnut Βιολογία
καρυόπτερη bluebeard Βιολογία
καρυότυπος karyotype Βιολογία
καρύοψη caryopsis Βιολογία
κασσία senna Βιολογία
καστανιά Spanish chestnut Βιολογία
καταβολή primordium Βιολογία
καταβολισμός catabolism Βιολογία
καταβύθιση settling Βιολογία
καταγραφή recording Βιολογία
καταγραφικό recorder Βιολογία
κατακρήμνιση precipitation Βιολογία
καταλύτης catalyst Βιολογία
καταναλωτής consumer Βιολογία
κατανομή distribution pattern Βιολογία
καταπόνηση stress Βιολογία
καταρράκτης cataract Βιολογία
καταστολή suppression Βιολογία
καταστροφή destruction decay Βιολογία
κατάτμηση comminution Βιολογία
κατάψυξη freeze Βιολογία
κατείσδυση infiltration Βιολογία
κατεργασμένος treated Βιολογία
κατιόντα cations Βιολογία
κατώφλι threshold Βιολογία
κάψα capsule Βιολογία
κβάντα quanta Βιολογία
κεάνωθος wild lilac Βιολογία
κεκορεσμένος saturated Βιολογία
κελρετόρια golden-rain tree Βιολογία
κέλυφος shell Βιολογία
κεντρίδιο centriole Βιολογία
κεντρομερίδιο centromere Βιολογία
κεντροσωμάτιο centrosome Βιολογία
κεντροσωμάτιο centromere Βιολογία
κερατοειδής cornea Βιολογία
κερατονία χαρουπιά carob St. John's bread Βιολογία
κερκίς δένδρο του Ιούδα Judas tree Βιολογία
κέρρια Japanese kerria Βιολογία
κηρός wax Βιολογία
κινητική kinetics Βιολογία
κινητίνη kinetin Βιολογία
κισσός English ivy Βιολογία
κλάδεμα pruning Βιολογία
κλάδος branch Βιολογία
κλαθρίνη clathrin Βιολογία
κλάσμα fraction Βιολογία
κλασμάτωση fractionation Βιολογία
κληματίς traveller's joy Βιολογία
κληρόδενδρο harlequin glory Βιολογία
κληρονομικός inheritable hereditary Βιολογία
κληρονομικότητα heredity Βιολογία
κληρονομικότητα inheritance Βιολογία
κλίβανος kiln Βιολογία
κλινοστάτης klinostat Βιολογία
κλίση slope Βιολογία
κλώνος clone Βιολογία
κνιπχόφια τριτόμα torch lily Βιολογία
κοιλάδα trough Βιολογία
κοιτασματολογία economic geology Βιολογία
κοκκομετρία granulometry Βιολογία
κολεόπτιλo coleoptile Βιολογία
κολεός sheath Βιολογία
κολκβίτσια beauty bush Βιολογία
κολλαγόνο collagen Βιολογία
κολλοειδή colloids Βιολογία
κολποειδής sinusoid Βιολογία
κόλπος vagina Βιολογία
κόνδυλος tuber Βιολογία
κορεσμός saturation Βιολογία
κορυφαίος apical Βιολογία
κορυφή όρος peak Βιολογία
κοσκίνιση sieving Βιολογία
κόσκινο sieve screen Βιολογία
κότινος σουμάκι smoke tree Venetian sumach Βιολογία
κοτυληδόνα cotyledon Βιολογία
κουκουναριά stone pine umbrella pine Βιολογία
κουμαριά strawberry tree Βιολογία
κρανίο cranium Βιολογία
κράταιγος μουρτζιά common hawthorn may tree Βιολογία
κροκάλα gravel Βιολογία
κροκίδωση flocculation Βιολογία
κρυογένεση cryogenesis Βιολογία
κρυοτεχνική cryotechnique Βιολογία
κρυοτομή cryosection Βιολογία
κρυστάλλωση crystallization Βιολογία
κυανοφύκος blue-green alga Βιολογία
κυάνωση cyanidation Βιολογία
κυκλοφορία circulation Βιολογία
κύλινδρος cylinder Βιολογία
κυμογράφος kymograph Βιολογία
κυπαρίσσι Mediterranean cypress Italian cypress Βιολογία
κύρτωση curvature Βιολογία
κυστεΐνη cysteine Βιολογία
κυστίδιο vesicle Βιολογία
κυτοκίνηση cytokinesis Βιολογία
κυτοκινίνη cytokinin Βιολογία
κυτόπλασμα κυτταρόπλασμα cytoplasm Βιολογία
κυτοσίνη cytosine Βιολογία
κυτόχρωμα cytochrome Βιολογία
κύτταρο cell Βιολογία
κυτταρογενετική cytogenetics Βιολογία
κυτταροκαλλιέργεια cell culture Βιολογία
κυτταροποσία pinocytosis Βιολογία
κυτταροφαγία φαγοκυττάρωση phagocytosis Βιολογία
κυτταροχημεία cytochemistry Βιολογία
κυψέλη κελί cell Βιολογία
κώνος cone Βιολογία
κωνοφόρο conifer Βιολογία
λαβούρνο λαμπούρνο golden rain tree Βιολογία
λαγκεστρέμια crape myrtle Βιολογία
λαιμός collar Βιολογία
λακτόζη lactose Βιολογία
λακτοϋπεροξειδάση lactoperoxidase Βιολογία
Λανθάνιον140 Lanthanium140 Βιολογία
λαντάνα lantana Βιολογία
λαπαροσκόπηση laparoscopy Βιολογία
λάριξ European larch Βιολογία
λεβάντα common lavender true lavender Βιολογία
λεβαντίνη lavender cotton Βιολογία
λεκτίνη lectins Βιολογία
λεμφοκύτταρο lymphocyte Βιολογία
λευκίνη leucine Βιολογία
ληθαργικός dormant Βιολογία
λήθαργος dormancy Βιολογία
λιγνοποίηση lignification Βιολογία
λιθόσφαιρα lithosphere Βιολογία
λικιδάμβαρη υγράμπαρη oriental sweet-gum Βιολογία
λίπασμα fertiliser Βιολογία
λιπίδια lipids Βιολογία
λίπος fat Βιολογία
λιριόδενδρο tulip tree yellow poplar Βιολογία
λυγαριά chaste tree Βιολογία
λύματα αστικά απόβλητα municipal wastewater Βιολογία
λυσίνη lysine Βιολογία
λυσόσωμα lysosome Βιολογία
λωτός Chinese persimmon Βιολογία
μακροβιότητα longevity Βιολογία
μακρογαμετόφυτο macrogametophyte Βιολογία
μακρομόριο macromolecule Βιολογία
μακροφάγος macrophage Βιολογία
μακρόφυτο macrophyte Βιολογία
μανδεβίλλια Chilean jasmine Βιολογία
μαονιά Oregon holly grape Βιολογία
μάρτυρας control Βιολογία
μαστίγιο flagellum Βιολογία
μαστός breast Βιολογία
μέγεθος size Βιολογία
μεθιονίνη methionine Βιολογία
μεθωρίμανση after-ripening Βιολογία
μείωση meiosis Βιολογία
μελανίνη melanin Βιολογία
μελιά chinaberry bead-tree Βιολογία
μεμβράνη membrane film Βιολογία
μερίστωμα meristem Βιολογία
μεσογονάτιο internode Βιολογία
μεσόφαση interface mesophase Βιολογία
μεσόφιλος mesophile Βιολογία
μεσόφυλλο mesophyll Βιολογία
μεσόφυτο mesophyte Βιολογία
μετάβαση shift Βιολογία
μεταβολικός metabolic Βιολογία
μεταβολισμός αφομοίωσις metabolism Βιολογία
μεταβολίτης metabolite Βιολογία
μετάγγιση transfusion Βιολογία
μεταγραφή transcription Βιολογία
μεταγωγή convection Βιολογία
μετακεντρικός metacentric Βιολογία
μετάλλαξη μεταλλαγή mutation Βιολογία
μεταλλαξιογένεση mutagenesis Βιολογία
μεταλλουργική metallurgical Βιολογία
μεταλλοφορία ore deposits Βιολογία
μεταμόρφωση metamorphosis Βιολογία
μεταμόσχευση transplantation Βιολογία
μετατόπιση translocation Βιολογία
μετάφαση metaphase Βιολογία
μεταφορά transport Βιολογία
μεταφορά transduction Βιολογία
μεταφορά translocation Βιολογία
μεταφύτευση transplanting Βιολογία
μετεπίδραση after-effect Βιολογία
μέτρηση count Βιολογία
μηρός thigh Βιολογία
μητέρα mother Βιολογία
μηχανισμός mechanism Βιολογία
μιγάς mulatto Βιολογία
μικκύλιο mycelium Βιολογία
μικροανάγλυφο microrelief Βιολογία
μικροανάλυση microanalysis Βιολογία
μικροένεση microinjection Βιολογία
μικροϊνίδια microfilaments Βιολογία
μικρολάχνη microvillus Βιολογία
μικροοργανισμός microorganism Βιολογία
μικρο-πανίδα micro-flora Βιολογία
μικροπεριβάλλον microenvironment Βιολογία
μικροσκόπιο microscope Βιολογία
μικροσωληνίσκος microtubule Βιολογία
μικρόσωμα microsome Βιολογία
μικροτοπογραφία microtopography Βιολογία
μικροφασματοφωτομετρία microphasmatophotometry Βιολογία
μίσχος petiole Βιολογία
μιτοχόνδριο mitochondrion Βιολογία
μίτωση mitosis Βιολογία
μόλυνση ρύπανση contamination Βιολογία
μόλυνση infection Βιολογία
μονιμοποίηση fixation Βιολογία
μόνοικος monoecious Βιολογία
μονοκαρπικός monocarpic semelparous Βιολογία
μονοκοτυλήδονο monocotyledon Βιολογία
μονοκύτταρος unicellular Βιολογία
μονόστοιβος monolayer Βιολογία
μονοωϊκός monozygote Βιολογία
μόριο molecule Βιολογία
μορφακτίνη morphactin Βιολογία
μορφογένεση morphogenesis Βιολογία
μορφολογία morphology Βιολογία
μόσχευμα cutting Βιολογία
μόσχευμα graft Βιολογία
μπαμπού Japanese bamboo Βιολογία
μπουγκανβίλια bougainvillea Βιολογία
μυελίνη myelin Βιολογία
μυελοκήλη myelocele Βιολογία
μυέλωμα myeloma Βιολογία
μύκητας fungus Βιολογία
μυκητοκτόνος fungicide Βιολογία
μυκόπλασμα mycoplasma Βιολογία
μυονημάτιο myofilament Βιολογία
μυοσίνη myosin Βιολογία
μυοσφαιρίνη myoglobin Βιολογία
μυρμηκοχωρία myrmecochory Βιολογία
μυρτιά true myrtle Greek myrtle Βιολογία
μυς muscle Βιολογία
μωσαϊκισμός mosaicism Βιολογία
νανισμός nanism dwarfism Βιολογία
ναντίνα heavenly bamboo Βιολογία
ναστία nasty nastic movement Βιολογία
νεανικότητα juvenility Βιολογία
νεογέννητος newly born Βιολογία
νεόπλασμα neoplasm Βιολογία
νετρόνιο neutron Βιολογία
νευροδιαβιβαστής neurotransmitter Βιολογία
νευροϊνίδιο neurofilament Βιολογία
νημάτιο ίνα fiber Βιολογία
Νιόβιον95 Niobium95 Βιολογία
νιτροποίηση nitrification Βιολογία
νουκλεόσωμα nucleosome Βιολογία
νουκλεοτίδιο nucleotide Βιολογία
νυκτοναστία nyctinasty Βιολογία
νυκτοτροπισμός nyctotropism Βιολογία
ξενιστές hosts Βιολογία
ξήρανση drying Βιολογία
ξηραντήρας drier Βιολογία
ξηροδερμία xerosis Βιολογία
ξύλωμα xylem Βιολογία
ογκογονίδιο oncogene Βιολογία
όγκος tumor Βιολογία
όζον ozone Βιολογία
οζονισμός ozonation Βιολογία
οικολογία ecology Βιολογία
οικοσύστημα ecosystem Βιολογία
οικότυπος ecotype Βιολογία
οικοφυσιολογία ecophysiology Βιολογία
ολιγοσακχαρίτης oligosaccharide Βιολογία
ολιγοσπερμία oligospermia Βιολογία
ολοδυναμία totipotency Βιολογία
ομογενοποίηση homogenisation Βιολογία
ομόζυγος homozygous Βιολογία
ομοιογενής homogeneous Βιολογία
ομοιόθερμος homoiothermal homothermal Βιολογία
ομοιοπολικός covalent Βιολογία
ομοκυστινουρία homocystinuria Βιολογία
ομόλογος homologous Βιολογία
οντογενετικός ontogenetic Βιολογία
οξείδωση oxidation Βιολογία
οξυγονάση oxygenase Βιολογία
οξυγόνωση oxygenation Βιολογία
οξύφιλος acidophilic Βιολογία
οπισθοσκεδαζόμενος basic scattered Βιολογία
οπισθοσκέδαση back scattering Βιολογία
οπωρώνας orchard Βιολογία
οργανίδιο organelle Βιολογία
οργανισμός organism Βιολογία
οργανοκαλλιέργεια organ culture Βιολογία
ορθοβαροτροπικός orthogravitropism Βιολογία
όριο limit Βιολογία
ορμόνη hormone Βιολογία
ορμονοανταγωνιστής hormone antagonist Βιολογία
όρνιασμα caprification Βιολογία
ορτανσία common hydrangea Βιολογία
ορυκτά ores Βιολογία
ορυκτέλαια grease Βιολογία
όρχις testis Βιολογία
οστρακόδερμα crustaceans Βιολογία
όσχεο scrotum Βιολογία
ουδετερόφιλο neutrophil Βιολογία
ουρακίλη uracil Βιολογία
Ουράνιο uranium Βιολογία
Ουράνιο238 Uranium238 Βιολογία
οφθαλμός bud Βιολογία
πάγκρεας pancreas Βιολογία
παλινδρόμηση regression Βιολογία
πάππος pappus Βιολογία
παράγοντας factor agent Βιολογία
παράγοντες factors Βιολογία
παραγωγή production Βιολογία
παραγωγικότητα productivity Βιολογία
παραλλαγή ποικιλία variation Βιολογία
παράμετρος parameter Βιολογία
παραπροϊόν by-product Βιολογία
παράσιτα parasites Βιολογία
παραφυάδα sucker Βιολογία
παρθενοκαρπία parthenocarpy Βιολογία
παρθενοκισσός Boston ivy Βιολογία
πασχαλιά common lilac Βιολογία
πατρικός parent Βιολογία
παυλόβνια empress tree Βιολογία
παχυντής thickener Βιολογία
παχυταινία pachytene Βιολογία
πειραματόφυτο experimental plant Βιολογία
περατότητα permeability Βιολογία
περιάνθιο perianth Βιολογία
περιβάλλον environment Βιολογία
περίθλαση diffraction Βιολογία
περιθλασίμετρο diffractometer Βιολογία
περικάρπιο pericarp Βιολογία
περικύκλιο pericycle Βιολογία
περιοδικότητα periodicity Βιολογία
περίοδος period Βιολογία
περισπέρμιο perisperm Βιολογία
πέταλο petal Βιολογία
πευκοβελόνα pine needle Βιολογία
πηκτίνη pectin Βιολογία
πικροδάφνη oleander rose-bay Βιολογία
πιττόσπορο αγγελική Japanese mock orange Australian laurel Βιολογία
πλάγιασμα lodging Βιολογία
πλαγιοβαροτροπισμός plagiogravitropism Βιολογία
πλαγκτόν plankton Βιολογία
πλακούντας placenta Βιολογία
πλάσμα plasma Βιολογία
πλασμαλήμμα plasmalemma Βιολογία
πλασμίδιο plasmid Βιολογία
πλασμοδέσμη plasmodesma Βιολογία
πλασμόλυση plasmolysis Βιολογία
πλαστίδιο plastid Βιολογία
πλαστοχρόνος plastochron formungszeit Βιολογία
πλάτανος oriental plane tree Βιολογία
πλάτος amplitude Βιολογία
πλευρικός lateral Βιολογία
πληροκαρπία masting Βιολογία
πνεύμονας lung Βιολογία
πόα herb Βιολογία
ποζολάνη pozzolan Βιολογία
ποικιλομορφία diversity Βιολογία
ποικιλόμορφος variegated Βιολογία
ποϊντσιάνα poinciana flame tree Βιολογία
πολαροτροπισμός polarotropism Βιολογία
πολικότητα polarity Βιολογία
πολλαπλασιασμός multiplication propagation Βιολογία
πόλος pole Βιολογία
πολυαλκοόλη polyalcohol Βιολογία
πολυγονιδιακός polygene Βιολογία
πολύγονο polygonum Βιολογία
πολυηλεκτρολύτης polyelectrolyte Βιολογία
πολυκαρπικός polycarpic iteroparous Βιολογία
πολυκύτταρος multicellular Βιολογία
πολυμορφισμός polymorphism Βιολογία
πολυπλοειδία polyploidy Βιολογία
πολυσακχαρίτης polysaccharide Βιολογία
πολυσπερμία polyspermy Βιολογία
πολφός pulp Βιολογία
πόλωση polarization Βιολογία
πορώδες porosity Βιολογία
ποτεντίλλα buttercup shrub Βιολογία
πουρίνη purine Βιολογία
προεπεξεργασία pretreatment Βιολογία
προθέρμανση preheating Βιολογία
προϊόν product Βιολογία
προλίνη proline Βιολογία
προπλαστίδιο proplastid Βιολογία
προσαρμογή adaptation Βιολογία
προσαρμοστικότητα adaptability Βιολογία
προσκεφάλαιο pulvinus Βιολογία
προσκόλληση adhesion Βιολογία
πρόσληψη intake Βιολογία
προσομοιώνω simulate Βιολογία
προσρόφηση absorption adsorption Βιολογία
προσυλλεκτικός preharvest Βιολογία
πρότυπο pattern Βιολογία
πρόφαση prophase Βιολογία
προώθηση promotion Βιολογία
προωθητής promoter Βιολογία
πρόωρος precocious Βιολογία
πρωιμότητα earliness Βιολογία
πρωτεάση protease Βιολογία
πρωτεΐνη protein Βιολογία
πρωτεύων primate Βιολογία
πρωτόζωα protozoa Βιολογία
πρωτόνημα protonema Βιολογία
πρωτόνια protons Βιολογία
πρωτοπλάστης protoplast Βιολογία
πρωτοχλωροφυλλίδιο protochlorophyllide Βιολογία
πτέριδα fern Βιολογία
πτεριδόφυτο pteridophyte fern Βιολογία
πυκνότητα density Βιολογία
πυξάρι boxwood Βιολογία
πυράκανθος scarlet firethorn Βιολογία
πυρήνας nucleus Βιολογία
πυρηνίσκος nucleolus Βιολογία
πυρηνόπλασμα nucleoplasm Βιολογία
ραβδόμυλος rod mill Βιολογία
ράγα berry Βιολογία
ραδιενέργεια radioactivity Βιολογία
Ράδιο radium Βιολογία
Ράδιο226 radium226 Βιολογία
Ράδιο228 radium228 Βιολογία
ραδιοϊσότοπο ραδιενεργό ισότοπο radioisotope Βιολογία
ραδιολογικός radiological Βιολογία
ραδιόμετρο radiometer Βιολογία
ραδιονουκλίδιο radionuclide Βιολογία
Ραδόνιο Radon Βιολογία
Ραδόνιο220 Radon220 Βιολογία
Ραδόνιο222 Radon222 Βιολογία
ράμνος Mediterranean buckthorn Βιολογία
ρετροϊός retrovirus Βιολογία
ρευστότητα fluidity Βιολογία
ριβόσωμα ribosome Βιολογία
ρίζα root Βιολογία
ριζίδιο radicle Βιολογία
ριζοβολία rooting Βιολογία
ριζοκαλίνη rhizocaline Βιολογία
ρίζωμα rhizome Βιολογία
ρόδακας rosette Βιολογία
ροδόδενδρο rhododendron Βιολογία
ροδοφύκη rhodophyta Βιολογία
ροή flux Βιολογία
ρολογιά passion flower Βιολογία
ροόγραμμα flow chart Βιολογία
Ρουθήνιο Ruthenium Βιολογία
Ρουθήνιο103 Ruthenium103 Βιολογία
Ρουθήνιο106 Ruthenium106 Βιολογία
ρύθμιση regulation Βιολογία
ρυθμιστής buffer Βιολογία
ρυθμός rhythm Βιολογία
ρώμη vigour Βιολογία
σάκχαρο sugar Βιολογία
σακχαρόζη saccharose sucrose Βιολογία
σάλπιγγα salpinx Βιολογία
σαπρόφυτο saprophyte Βιολογία
σαρκομερίδιο sarcomere Βιολογία
σαρκόφυτο succulent plant Βιολογία
σάρωση scanning Βιολογία
σερίνη serine Βιολογία
σεσκιτερπένιο sesquiterpene Βιολογία
σηματοδότης marker Βιολογία
σημύδα European birch Βιολογία
σθένος valence Βιολογία
σκέδαση scattering Βιολογία
σκίαση shading Βιολογία
σκίαση shadowing Βιολογία
σκληρότητα μαγνησίου κλπ." 3606
σκοτομετατροπή dark transformation Βιολογία
σκοτοπερίοδος skotoperiod Βιολογία
σκύλος dog Βιολογία
σπάθη spathe Βιολογία
σπαργή turgor Βιολογία
σπάρτο Spanish broom Βιολογία
σπεκτρίνη spectrin Βιολογία
σπέρμα σπερματοζωάριο sperm Βιολογία
σπερματέγχυση insemination Βιολογία
σπερματίδη spermatid Βιολογία
σπερματογένεση spermatogenesis Βιολογία
σπερματοκύτταρο spermatocyte Βιολογία
σπερματόφυτο spermatophyte seed plant Βιολογία
σπληνεκτομή splenectomy Βιολογία
σπορά sowing Βιολογία
σποριάγγειο sporangium Βιολογία
σποριαγγειοφόρος sporangiophore Βιολογία
σπόριο spore Βιολογία
σποριογένεση sporiogenesis Βιολογία
σποριοφυτικός sporophytic Βιολογία
σπορίωση sporulation Βιολογία
σπόρος σπέρμα seed Βιολογία
σταθεροποίηση stabilisation Βιολογία
σταθεροποιητής stabilizer liners Βιολογία
στατόκυτο στατοκύτταρο statocyte Βιολογία
στατόλιθος statolith Βιολογία
στάχυς spike Βιολογία
στείρος sterile Βιολογία
στειρότητα sterility infertility Βιολογία
στέλεχος strain Βιολογία
στέλεχος stem Βιολογία
στενοσύνδεσμος tight junction Βιολογία
στερεομορφία configuration Βιολογία
στερεομορφία stereomorphy Βιολογία
στερεοποίηση solidification Βιολογία
στερεοσκόπιο stereomicroscope Βιολογία
στεροειδή steroids Βιολογία
στήλη stele Βιολογία
στήλη columella Βιολογία
στήμονας stamen Βιολογία
στίγμα stigma Βιολογία
στίγμα trait Βιολογία
στοιβάδα layer Βιολογία
στοιχείο element Βιολογία
στοιχειομετρία stoicheiometry stoechiometry Βιολογία
στόμα stomatal complex stoma Βιολογία
στρατηγική strategy Βιολογία
Στρόντιον Strontium Βιολογία
Στρόντιον90 Strontium90 Βιολογία
στρωμάτωση stratification Βιολογία
στρωμνή litter Βιολογία
στύλος style Βιολογία
συγκέντρωση concentration Βιολογία
συγκομιδή harvest Βιολογία
συγκράτηση detention Βιολογία
συγκρότηση assembly Βιολογία
σύζευξη conjugation Βιολογία
συκιά common fig Βιολογία
συλλεκτήρας sink Βιολογία
συμβολή interference Βιολογία
συμπαράγοντας cofactor Βιολογία
σύμπηξη coagulation Βιολογία
συμπλαστικός symplastic Βιολογία
συμπύκνωμα concentrate Βιολογία
συμπύκνωση condensation Βιολογία
συμφορίκαρπος snowberry Βιολογία
σύναψη synapse synapsis Βιολογία
σύνδρομο syndrome Βιολογία
συνεξέλιξη coevolution Βιολογία
συνεχές continuum Βιολογία
σύνθεση synthesis Βιολογία
συνμεταφορά symport Βιολογία
σύντηξη fusion Βιολογία
συσσωμάτωμα aggregate Βιολογία
συσσωμάτωση συσσώρευση agglomeration Βιολογία
σύσταση composition Βιολογία
σύσφιξη furrowing Βιολογία
συσχέτιση correlation Βιολογία
συχνότητα frequency Βιολογία
σφαιρόμυλος ball mill Βιολογία
σφιγγολιπίδιο sphingolipid Βιολογία
σφυρόμυλος hammer crusher Βιολογία
σχάρα grit Βιολογία
σχιζοφρένεια schizophrenia Βιολογία
σχίνος μαστιχόδενδρο mastic tree Βιολογία
σωματίδιο particle Βιολογία
σωματικός somatic Βιολογία
ταμάριξ αρμυρίκι tamarisk Βιολογία
ταμιευτήρας reservoir Βιολογία
τανίνη tannin Βιολογία
ταξιανθία inflorescence Βιολογία
ταξινόμηση classification taxonomy Βιολογία
ταξινομητής classifier Βιολογία
τάξος ίταμος English yew Βιολογία
ταυτοποίηση identification Βιολογία
τάχος ταχύτητα rate Βιολογία
ταχυαυξής fast-growing Βιολογία
τελόφαση telophase Βιολογία
τερπένιο terpene Βιολογία
τετράδα tetrad Βιολογία
τετραμερής tetramer Βιολογία
τετραπυρρόλιο tetrapyrrole Βιολογία
τήξη melting Βιολογία
τιμή value Βιολογία
τοκετός delivery Βιολογία
τομή section Βιολογία
τονοπλάστης tonoplast Βιολογία
τοξικότητα toxicity Βιολογία
τουμπουλίνη tubulin Βιολογία
τρανσφερίνη transferrin Βιολογία
τραυματισμός scarification Βιολογία
τραχεόφυτο tracheophyte seed plant Βιολογία
τράχηλος cervix Βιολογία
Τρίτιο Τritium Βιολογία
τριτιωμένος tritiated Βιολογία
τρίχωμα trichome Βιολογία
τροπισμός tropism Βιολογία
τροφοδοσία feed Βιολογία
τροχόζωο rotifer Βιολογία
τρυπτοφάνη tryptophan Βιολογία
τύμπανο drum Βιολογία
τυροσιναιμία tyrosinemia Βιολογία
τυροσίνη tyrosine Βιολογία
υβρίδιο hybrid Βιολογία
υβριδισμός υβριδοποίηση hybridization Βιολογία
υγροποιητής surfactant wetting agent Βιολογία
υδατάνθρακας carbohydrate Βιολογία
υδατοδιαλυτός water soluble Βιολογία
υδροκεφαλία hydrocephaly Βιολογία
υδρόλυση hydrolysis Βιολογία
υδρομεταλλουργία hydrometallurgy Βιολογία
υδροσυγκεντρωτής jig Βιολογία
υδροτροπισμός hydrotropism Βιολογία
υδρόφιλος hydrophile Βιολογία
υδρόφοβος hydrophobic hydrophobe Βιολογία
υδροφόρος aquifer Βιολογία
υδροχωρία hydrochory Βιολογία
υμενίνη cutin Βιολογία
υπερδιήθηση ultrafiltration Βιολογία
υπερδομή ultrastructure Βιολογία
υπέρηχος ultrasound Βιολογία
υπερικό Aaron's beard Βιολογία
υπεριώδης ultraviolet Βιολογία
υπερμικροτόμος ultramicrotome Βιολογία
υπεροξύσωμα υπεροξείσωμα peroxisome Βιολογία
υπέρυθρος infrared Βιολογία
υπόβαθρο background Βιολογία
υποδοχέας receptor Βιολογία
υποκοτύλιο hypocotyl Βιολογία
υποκυτταρικός subcellular Βιολογία
υπολειπόμενος recessive Βιολογία
υπολίμνιο hypolimnion Βιολογία
υπομονάδα subunit Βιολογία
υποναστία hyponasty Βιολογία
υποξία hypoxia Βιολογία
υπόστρωμα substrate Βιολογία
υφαντουργία textile industry Βιολογία
φαγοκύτταρο phagocyte Βιολογία
φάγος phage Βιολογία
φαινολογία phenology Βιολογία
φαινότυπος phenotype Βιολογία
φαινυλαλανίνη phenylalanine Βιολογία
φαινυλκετονουρία phenylketonuria Βιολογία
Φαιόφυτα Phaeophyta Βιολογία
φακός lens Βιολογία
φάση phase Βιολογία
φάσμα spectrum Βιολογία
φασματογράφος spectrograph Βιολογία
φασματοφωτομετρικός spectrophotometric Βιολογία
φασματοφωτόμετρο spectrophotometer Βιολογία
φεϊζόα pineapple guava Βιολογία
φθορισμός fluorescence Βιολογία
φιλάδελφος φούλι mock orange Βιολογία
φίλτρο διηθητήρας filter Βιολογία
φιλτρόπρεσσα pressure filter Βιολογία
φιστικιά pistachio-nut tree Βιολογία
φλαβίνη flavin Βιολογία
φλοιός cortex Βιολογία
φλοίωμα phloem Βιολογία
φόρμιο New Zealand flax Βιολογία
φορσύθια forsythia Βιολογία
φορτίο charge Βιολογία
φουντουκιά λεπτοκαρυά hazel Βιολογία
φραγκοσυκιά Indian fig cactus Βιολογία
φραγμοσύνδεσμος septate junction Βιολογία
φρεατόφυτο phreatophyte Βιολογία
φρουκτόζη fructose Βιολογία
φρύξη roasting Βιολογία
φυγοκέντρηση centrifugation Βιολογία
φυγόκεντρος centrifuge Βιολογία
φύκι φύκος alga Βιολογία
φυκοκυανίνη phycocyanin Βιολογία
φυλετικός sex sexual Βιολογία
φυλετικότητα sex Βιολογία
φυλλάριο leaflet Βιολογία
φύλλο leaf Βιολογία
φυλλοβολία leaf shedding Βιολογία
φυλλοβόλος deciduous Βιολογία
φυλλοπαχύφυτο leaf succulent Βιολογία
φυλλόπτωση αποκοπή φύλλου leaf abscission Βιολογία
φύλλωμα canopy foliage Βιολογία
φύλο sex Βιολογία
φυλογενετικός phylogenetic Βιολογία
φυλοεπηρεαζόμενος sex influenced Βιολογία
φυλοκαθορισμός sex determination Βιολογία
φυλοπεριορισμένος sex limited Βιολογία
φυλοσύνδετος sex linked Βιολογία
φυματίωση tuberculosis Βιολογία
φυσιολογία physiology Βιολογία
φυσιολογικός physiological Βιολογία
φυτάριο sapling Βιολογία
φύτευση planting sowing Βιολογία
φυτοκοινωνία plant community Βιολογία
φυτοπλαγκτόν phytoplankton Βιολογία
φυτορμόνη phytohormone plant hormone Βιολογία
φυτοτοξικότητα phytotoxicity Βιολογία
φυτόχρωμα phytochrome Βιολογία
φύτρωση germination Βιολογία
φυτρωτικότητα germinability Βιολογία
φυτώριο nursery Βιολογία
φωσφολιπίδιο phospholipid Βιολογία
φωσφοπεντόζη phosphopentose Βιολογία
φωτίνια Chinese photinia Βιολογία
φωτισμός illumination irradiation Βιολογία
φωτοαλληλομετατρέψιμος photoreversible Βιολογία
φωτοαναπνοή photorespiration Βιολογία
φωτοαναστελλόμενος light inhibited Βιολογία
φωτοαναστολή photoinhibition Βιολογία
φωτοαπαιτητικός light requiring Βιολογία
φωτοαυτότροφος photoautotroph Βιολογία
φωτοδέκτης photoreceptor Βιολογία
φωτοέκπλυση photo bleaching Βιολογία
φωτοκαταστροφή photodestruction Βιολογία
φωτόλυση photolysis Βιολογία
φωτομετατροπή phototransformation Βιολογία
φωτομορφογένεση photomorphogenesis Βιολογία
φωτοναστία photonasty photonastic growth movement Βιολογία
φωτόνιο photon Βιολογία
φωτοοξείδωση photooxidation Βιολογία
φωτοπεριοδικός photoperiodic Βιολογία
φωτοπεριοδισμός photoperiodism Βιολογία
φωτοπερίοδος photoperiod Βιολογία
φωτοσύνθεση photosynthesis Βιολογία
φωτοσυνθετικός photosynthetic Βιολογία
φωτοσύστημα photosystem Βιολογία
φωτόταξη phototaxis Βιολογία
φωτοτροπισμός phototropism Βιολογία
χαλαζίας quartz Βιολογία
χαρακτηριστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα characteristic Βιολογία
χαράκωμα περίδεση girdling Βιολογία
χασμοσύνδεσμος gap junction Βιολογία
χειμωνανθός winter sweet Βιολογία
χερσαίος εδαφικός terrestrial Βιολογία
χημειολιθότροφο chemolithoautotroph Βιολογία
χημειοτακτισμός chemotaxis Βιολογία
χημειοτροπισμός chemotropism Βιολογία
χίασμα chiasma Βιολογία
χιασματυπία επιχιασμός crossing over Βιολογία
χλωραμίνη chloramine Βιολογία
χλωρίδα flora Βιολογία
χλώριο chlorine Βιολογία
χλωρίωση chlorination Βιολογία
Χλωροφύκη Chlorophyta Βιολογία
χλωροφύλλη chlorophyll Βιολογία
χλωροφυλλίδιο chlorophyllide Βιολογία
χολινεστεράση cholinesterase Βιολογία
χονδρομερής coarse Βιολογία
χρονοδότης συγχρονιστής time giver synchronizer Βιολογία
χρονοθέτηση timing Βιολογία
χρωματίνη chromatin Βιολογία
χρωματογραφία chromatography Βιολογία
χρωμομερίδιο chromomere Βιολογία
χρωμόνημα chromonema Βιολογία
χρωμοπρωτεΐνη chromoprotein Βιολογία
χρωμόσωμα chromosome Βιολογία
χρωμοφόρο chromophore Βιολογία
χρωστική pigment Βιολογία
χυμοτόπιο vacuole Βιολογία
ψεκασμός spray spraying Βιολογία
Ψευδάργυρος-65 Zinc-65 65-Zinc Βιολογία
ψευδοερμαφροδιτισμός pseudohermaphroditism Βιολογία
ψευδοερμαφρόδιτος pseudohermaphrodite Βιολογία
ψυκτοεξάχνωση freeze etching Βιολογία
ψυκτοτεμαχισμός freeze fracturing Βιολογία
ψύξη ψυχρή στρωμάτωση chilling Βιολογία
ψυχανθές ψυχανθές φυτό legume Βιολογία
ψυχρόφιλος cryophilic Βιολογία
ωαγωγός Fallopian tube Βιολογία
ωάριο egg ovum Βιολογία
ωογένεση oogenesis Βιολογία
ωοθήκη ovary Βιολογία
ωοθυλάκιο θυλακοκύτταρο follicle Βιολογία
ωοκύτταρο oocyte egg cell Βιολογία
ωόλημμα oolemma Βιολογία
ωρίμανση ripening maturation Βιολογία
ώριμος mature ripe Βιολογία
ωριμότητα maturity ripeness Βιολογία
ώση chase Βιολογία
ώσμωση osmosis Βιολογία
ωχροπλάστης etioplast Βιολογία
ώχρωση etiolation Βιολογία
ωχρωτικός etiolated Βιολογία
7-δεϋδροχοληστερόλη 7-dehydrocholesterol Ιατρική & υγεία
C-κύτταρο παραθυλακιώδες κύτταρο C-cell Ιατρική & υγεία
glucoscan glucoscan Ιατρική & υγεία
g-πρωτεΐνη g-protein Ιατρική & υγεία
α-d-γαλακτόζη α-d-galactose Ιατρική & υγεία
αβιδίνη avidin Ιατρική & υγεία
άγαρ agar Ιατρική & υγεία
αγαρόζη agarose Ιατρική & υγεία
αγγειακός φλεβικός vascular Ιατρική & υγεία
αγγειΐτιδα vasculitis Ιατρική & υγεία
αγγείο vessel Ιατρική & υγεία
αγγειοτασίνη angiotensin Ιατρική & υγεία
αγωγή treatment Ιατρική & υγεία
αδένας gland Ιατρική & υγεία
αδενικός glandular Ιατρική & υγεία
αδενοιός adenovirus Ιατρική & υγεία
αδενοκαρκίνωμα adenocarcinoma Ιατρική & υγεία
αδενοκυκλάση adenyl-cyclase Ιατρική & υγεία
αδιαλυτοποίηση insolubilisation insolubilization Ιατρική & υγεία
αδιάλυτος insoluble Ιατρική & υγεία
αδυναμία weakness Ιατρική & υγεία
αζω-γέφυρα n-n bond Ιατρική & υγεία
αθανατοποίηση immortalisation immortalization Ιατρική & υγεία
αθηροσκλήρωση atherosclerosis Ιατρική & υγεία
αιδοίο pudendum vulva Ιατρική & υγεία
αιθανόλη ethanol Ιατρική & υγεία
αίμα blood Ιατρική & υγεία
αιματοκρίτης haematocrit hematocrit Ιατρική & υγεία
αίμη heme haem Ιατρική & υγεία
αιμοκυανίνη haemocyanin hemocyanin Ιατρική & υγεία
αιμοκυτταροβλάστης hemocytoblast haemocytoblast Ιατρική & υγεία
αιμοληψία blood specimen collection bloodtaking Ιατρική & υγεία
αιμόλυση haemolysis hemolysis Ιατρική & υγεία
αιμοπετάλια platelets Ιατρική & υγεία
αιμοπεταλιακός platelet-derived Ιατρική & υγεία
αιμοποίηση haemopoiesis hemopoiesis Ιατρική & υγεία
αιμοποιητικός heamopoetic hemopoetic Ιατρική & υγεία
αιμορραγία haemorrhage hemorrhage Ιατρική & υγεία
αιμορροφιλία haemophilia hemophilia Ιατρική & υγεία
αιμοσυγκόλληση haemagglutination hemagglutination Ιατρική & υγεία
αιμοσφαίρια blood cells Ιατρική & υγεία
αιμοσφαιρίνη haemoglobin hemoblobin Ιατρική & υγεία
αιμοσφαιρινοπάθεια hemoglobinopathy haemoglobinopathy Ιατρική & υγεία
αιμοχρωμάτωση hemochromatosis haemochromatosis Ιατρική & υγεία
αισθητικός sensory Ιατρική & υγεία
αίτιο cause Ιατρική & υγεία
αιτιοπαθογένεια pathogenic cause Ιατρική & υγεία
άκαμπτος rigid Ιατρική & υγεία
άκανθος άκανθος η ακανθώδης acanthus spinosus Ιατρική & υγεία
ακετοεξαμίδη acetohexamide Ιατρική & υγεία
ακετόνη οξόνη acetone Ιατρική & υγεία
ακετυλίωση acetylation Ιατρική & υγεία
ακετυλοχολινεστεράση acetylcholinesterase Ιατρική & υγεία
ακετυλοχολίνη acetylcholine Ιατρική & υγεία
ακίδα spicule Ιατρική & υγεία
ακινητοποίηση immobilisation immobilization Ιατρική & υγεία
ακινητοποιώ immobilize Ιατρική & υγεία
ακμή acne Ιατρική & υγεία
άκμωνας incus Ιατρική & υγεία
ακολουθία αλληλουχία sequence Ιατρική & υγεία
ακόρεστος unsaturated Ιατρική & υγεία
ακούσιος involuntary Ιατρική & υγεία
άκρα extremities Ιατρική & υγεία
ακρίβεια precision Ιατρική & υγεία
άκρο μέλος limb Ιατρική & υγεία
ακροκεντρικός acrocentric Ιατρική & υγεία
ακρόσωμα acrosoma Ιατρική & υγεία
ακρυλαμίδιο acrylamide Ιατρική & υγεία
ακτινοβολία irradiation radiation Ιατρική & υγεία
Α-κύτταρο A-cell Ιατρική & υγεία
άλας salt Ιατρική & υγεία
αλατοδιουρητικός salt diuretic Ιατρική & υγεία
αλβουμίνη αλμπουμίνη albumin Ιατρική & υγεία
αλβουμινουρία αλευκωματινουρία albuminuria Ιατρική & υγεία
αλκαλικός βασικός alkaline basic Ιατρική & υγεία
αλκαπτονουρία alkaptonuria alcaptonuria Ιατρική & υγεία
αλλεργία allergy Ιατρική & υγεία
αλλεργιογόνο allergen Ιατρική & υγεία
αλληλεπίδραση interaction Ιατρική & υγεία
αλληλεπιδρώ interact Ιατρική & υγεία
αλληλοεπικαλύπτω επικαλύπτω overlap Ιατρική & υγεία
αλληλόμορφο allele Ιατρική & υγεία
αλλοαντιγόνο alloantigen Ιατρική & υγεία
αλλογενετικός allogenetic Ιατρική & υγεία
αλλογενής allogeneic allogenic Ιατρική & υγεία
αλλοίωση alteration change Ιατρική & υγεία
αλλοτυπία allotypy Ιατρική & υγεία
αλλότυπος allotype Ιατρική & υγεία
άλογο horse Ιατρική & υγεία
αλογόνο halogen Ιατρική & υγεία
αλουμίνιο αργίλιο aluminum aluminium Ιατρική & υγεία
αλυσίδα άλυσος chain Ιατρική & υγεία
άμβλωση αποβολή abortion Ιατρική & υγεία
αμετάβλητος stationary Ιατρική & υγεία
αμηνόρροια amenorrhea Ιατρική & υγεία
αμινομάδα amino group Ιατρική & υγεία
αμινοξύ amino acid Ιατρική & υγεία
αμινοπτερίνη aminopterin Ιατρική & υγεία
αμμωνία ammonia Ιατρική & υγεία
αμνιοκέντηση amniocentecis Ιατρική & υγεία
αμύελος unmyelinated Ιατρική & υγεία
αμφιβληστροειδής αμφιβληστροειδής χιτώνας retina Ιατρική & υγεία
αμφιβληστροειδοπάθεια retinopathy Ιατρική & υγεία
αμφιγονία amphigony Ιατρική & υγεία
αμφοτερικός amphoteric Ιατρική & υγεία
αναβολέας stapes Ιατρική & υγεία
αναβολισμός αναβολική δράση anabolism Ιατρική & υγεία
αναγνώριση recognition Ιατρική & υγεία
αναγωγή reduction Ιατρική & υγεία
αναδίπλωση folding Ιατρική & υγεία
αναδόμηση reconstruction Ιατρική & υγεία
ανάδραση feed back Ιατρική & υγεία
ανάδρομος upstream Ιατρική & υγεία
αναιμία anemia Ιατρική & υγεία
αναλυτής analyser analyzer Ιατρική & υγεία
αναλύω resolve Ιατρική & υγεία
αναμιγνύω mix Ιατρική & υγεία
αναπαραγωγή reproduction Ιατρική & υγεία
αναπνοή respiration Ιατρική & υγεία
ανάπτυξη development Ιατρική & υγεία
ανασταλτικός inhibitory suspensive Ιατρική & υγεία
αναστέλλω inhibit block Ιατρική & υγεία
αναστολή παρεμπόδιση inhibition Ιατρική & υγεία
αναστροφή inversion Ιατρική & υγεία
ανασυνδυασμένος recombinant Ιατρική & υγεία
ανάφαση anaphase Ιατρική & υγεία
αναφυλοτοξικός anaphylatoxic Ιατρική & υγεία
ανδρογόνο androgen Ιατρική & υγεία
ανεπάρκεια έλλειψη deficiency Ιατρική & υγεία
ανευπλοειδία aneuploidy Ιατρική & υγεία
ανεύρυσμα aneurysm Ιατρική & υγεία
ανθεκτικός resistant Ιατρική & υγεία
ανθεκτικότητα αντίσταση resistance Ιατρική & υγεία
ανθρώπινος human Ιατρική & υγεία
ανίχνευση detection Ιατρική & υγεία
ανιχνεύσιμος detectable Ιατρική & υγεία
ανιχνευσιμότητα detectability Ιατρική & υγεία
ανιχνευτής detector probe Ιατρική & υγεία
άνοδος anode Ιατρική & υγεία
ανομοιογένεια lack of homogeneity Ιατρική & υγεία
ανορεξία anorexia Ιατρική & υγεία
ανοσία immunity Ιατρική & υγεία
ανοσοανεπάρκεια immunodeficiency Ιατρική & υγεία
ανοσοαντίδραση immunoreaction Ιατρική & υγεία
ανοσοαποτύπωση immunoblotting Ιατρική & υγεία
ανοσοβιολογία immunobiology Ιατρική & υγεία
ανοσογονικός immunogenic Ιατρική & υγεία
ανοσογονικότητα immunogenicity Ιατρική & υγεία
ανοσογόνο immunogen Ιατρική & υγεία
ανοσοδιαγνωστικός immunodiagnostic Ιατρική & υγεία
ανοσοδιάχυση immunodiffusion Ιατρική & υγεία
ανοσοδοκιμασία immunoassay Ιατρική & υγεία
ανοσοεπικράτηση immunodominance Ιατρική & υγεία
ανοσοηλεκτροφόρηση immunoelectrophoresis Ιατρική & υγεία
ανοσοθεραπεία immunotherapy Ιατρική & υγεία
ανοσοΐζημα immune precipitate Ιατρική & υγεία
ανοσοϊστοχημεία immunohistochemistry Ιατρική & υγεία
ανοσοκαθήλωση ιmmunofixation Ιατρική & υγεία
ανοσοκαθίζηση ανοσοκατακρήμνιση immunoprecipitation Ιατρική & υγεία
ανοσοκαταστολή immunosuppression Ιατρική & υγεία
ανοσοκυτταρολογία cellular immunology Ιατρική & υγεία
ανοσολογία immunology Ιατρική & υγεία
ανοσολογικός immunological Ιατρική & υγεία
ανοσοπαθολογία immunopathology Ιατρική & υγεία
ανοσοπαθολογικός immunopathological Ιατρική & υγεία
ανοσοποιημένος immunised immunized Ιατρική & υγεία
ανοσοποίηση immunisation immunization Ιατρική & υγεία
ανοσοπροσρόφηση immunoadsorbtion Ιατρική & υγεία
ανοσοπροσροφητής immunoadsorbent Ιατρική & υγεία
ανοσοσύμπλεγμα ανοσοσύμπλοκο immune complex Ιατρική & υγεία
ανοσοσφαιρίνη immunoglobulin Ιατρική & υγεία
ανοσοφθορισμός ποσοτικός ανοσοφθορισμός immunofluorescence Ιατρική & υγεία
ανοσοχημεία immunochemistry Ιατρική & υγεία
ανοχή tolerance Ιατρική & υγεία
ανταγωνιζόμενος συναγωνιζόμενος competiting Ιατρική & υγεία
ανταγωνισμός competition Ιατρική & υγεία
ανταγωνιστικός competitive Ιατρική & υγεία
αντανάκλαση reflection Ιατρική & υγεία
αντι-ανοσοσφαιρίνη anti-immunoglobulin Ιατρική & υγεία
αντιβιοτικό antibiotic Ιατρική & υγεία
αντιβράχιο forearm Ιατρική & υγεία
αντιγονικότητα antigenicity Ιατρική & υγεία
αντιγόνο antigen Ιατρική & υγεία
αντιγόνο-στόχος antigen-target Ιατρική & υγεία
αντίγραφο copy Ιατρική & υγεία
αντίδραση reaction Ιατρική & υγεία
αντιδραστήριο reagent Ιατρική & υγεία
αντιεπιληπτικά antiepileptic agents Ιατρική & υγεία
αντικατάσταση substitution Ιατρική & υγεία
αντικειμενικός objective Ιατρική & υγεία
αντι-κεντρομεριδιακός anti-centromere Ιατρική & υγεία
αντιμεταβολίτης antimetabolite Ιατρική & υγεία
αντιμετωπίζω work out Ιατρική & υγεία
αντιόξινος antacid Ιατρική & υγεία
αντιορός άνοσος ορός antiserum immune serum Ιατρική & υγεία
αντισηπτικό antiseptic Ιατρική & υγεία
αντι-στρεπτολυσίνη anti-streptolysin Ιατρική & υγεία
αντιστρεπτός reversible Ιατρική & υγεία
αντισυλληπτικός contraceptive Ιατρική & υγεία
αντίσωμα antibody Ιατρική & υγεία
αντισώματα anti-bodies Ιατρική & υγεία
άντρο antrum Ιατρική & υγεία
ανώμαλος irregular Ιατρική & υγεία
αξενικός ελεύθερος μικροβίων germ free Ιατρική & υγεία
αξιολόγηση evaluation Ιατρική & υγεία
αξιοπιστία fidelity reliability Ιατρική & υγεία
άξονας neurite axon Ιατρική & υγεία
απαγωγός efferent Ιατρική & υγεία
απαμίδωση deamidation Ιατρική & υγεία
απέκκριση excretion Ιατρική & υγεία
απελευθέρωση release Ιατρική & υγεία
απενεργοποίηση inactivation Ιατρική & υγεία
απευαισθητοποίηση desensitization Ιατρική & υγεία
απλοειδής haploid Ιατρική & υγεία
απλότυπος haplotype Ιατρική & υγεία
απόγονος progeny Ιατρική & υγεία
αποδεσμεύω dissociate Ιατρική & υγεία
αποδιάταξη μετουσίωση denaturation Ιατρική & υγεία
αποδιατάσσω denature Ιατρική & υγεία
απόθεμα deposit Ιατρική & υγεία
αποθήκευση εναποθήκευση storage Ιατρική & υγεία
αποκαρβοξυλάση decarboxylase Ιατρική & υγεία
αποκοκκίωση degranulation Ιατρική & υγεία
αποκόλληση detachment Ιατρική & υγεία
αποκρινόμενος responding Ιατρική & υγεία
απομόνωση isolation Ιατρική & υγεία
απομύζηση aspiration Ιατρική & υγεία
απορρόφηση absorbance Ιατρική & υγεία
απορρύθμιση dysregulation Ιατρική & υγεία
αποστειρωμένος στείρος sterile Ιατρική & υγεία
αποτέλεσμα result Ιατρική & υγεία
αποτιτάνωση calcification Ιατρική & υγεία
απουσία absence Ιατρική & υγεία
απόφυση apophysis Ιατρική & υγεία
αποχρωματισμός destaining Ιατρική & υγεία
απτένιο απτίνη hapten Ιατρική & υγεία
απτοσφαιρίνη haptoglobin Ιατρική & υγεία
αραίωση dilution Ιατρική & υγεία
αραχνοειδής arachnoid Ιατρική & υγεία
αργινίνη arginine Ιατρική & υγεία
άργυρος silver Ιατρική & υγεία
αργυρόφιλα argentaffin Ιατρική & υγεία
αρθρικός synovial articular Ιατρική & υγεία
άρθρωση joint articulation Ιατρική & υγεία
αρουραίος επίμυς rat Ιατρική & υγεία
αρτηρία artery Ιατρική & υγεία
αρχικός initial Ιατρική & υγεία
ασβεστιουρία calciuria Ιατρική & υγεία
ασθένεια νόσος disease Ιατρική & υγεία
ασθενής patient Ιατρική & υγεία
άσθμα asthma Ιατρική & υγεία
ασιτία starvation Ιατρική & υγεία
άσκηση exercise Ιατρική & υγεία
ασκίτης ascites Ιατρική & υγεία
ασκός utricle Ιατρική & υγεία
ασπαρτάμη aspartame Ιατρική & υγεία
ασταθές unstable Ιατρική & υγεία
αστεροειδής stellate Ιατρική & υγεία
ασυμπτωματικός asymptomatic Ιατρική & υγεία
α-σφαιρίνη α-globulin Ιατρική & υγεία
άτομο atom Ιατρική & υγεία
ατρακτος spindle Ιατρική & υγεία
αύλακα groove Ιατρική & υγεία
αύλακας fissure sulcus Ιατρική & υγεία
αυλός lumen Ιατρική & υγεία
αυτοαναγνώριση self-recognition Ιατρική & υγεία
αυτοανοσία autoimmunity Ιατρική & υγεία
αυτοάνοσος autoimmune Ιατρική & υγεία
αυτοαντιγόνο autoantigen Ιατρική & υγεία
αυτοαντιδραστικότητα autoreactivity Ιατρική & υγεία
αυτοαντίσωμα autoantibody Ιατρική & υγεία
αυτοδραστικός αυτοαντιδρών autoreactive self-reactive Ιατρική & υγεία
αυτοεξεταζόμενος self-controlled Ιατρική & υγεία
αυτοεπίθεση self attack Ιατρική & υγεία
αυτοκρινής autocrine Ιατρική & υγεία
αυτόλογος autologous Ιατρική & υγεία
αυτόματο automatic Ιατρική & υγεία
αυτοματοποιημένος automated Ιατρική & υγεία
αυτοπαρακολούθηση αυτοέλεγχος self control Ιατρική & υγεία
αυτοραδιογραφία autoradiography radioautography Ιατρική & υγεία
αυτορρύθμιση autoregulation Ιατρική & υγεία
αυτοσωμικός autosomal Ιατρική & υγεία
αυτοϋποδοχέας autoreceptor Ιατρική & υγεία
αυχένας neck Ιατρική & υγεία
αφυδάτωση dehydration Ιατρική & υγεία
αχινός sea urchin Ιατρική & υγεία
αχονδροπλασία achondroplasia Ιατρική & υγεία
βαθμονόμηση calibration Ιατρική & υγεία
βαθμονομητής calibrator Ιατρική & υγεία
βακτηριακός bacterial Ιατρική & υγεία
βακτήριο bacterium Ιατρική & υγεία
βαλανίτιδα balanitis Ιατρική & υγεία
β-άλυσος β-αλυσίδα b-chain Ιατρική & υγεία
β-αποκλειστές b-blocks Ιατρική & υγεία
βαρβιτουρικό barbiturate Ιατρική & υγεία
βαρύτητα gravity Ιατρική & υγεία
βασεόφιλα basophils Ιατρική & υγεία
βασεόφιλο basophil Ιατρική & υγεία
βάση base Ιατρική & υγεία
β-γαλακτοζιδάση β-galactosidase Ιατρική & υγεία
βεθανεχόλη βητανεχόλη urecholine bethanecol Ιατρική & υγεία
β-ενδορφίνη b-endorphin β-endorphin Ιατρική & υγεία
βιμεντίνη vimentin Ιατρική & υγεία
βινβλαστίνη vinblastine Ιατρική & υγεία
βιοαποικοδομήσιμος biodegradable Ιατρική & υγεία
βιοδοκιμασία bioassay Ιατρική & υγεία
βιομόριο biomolecule Ιατρική & υγεία
βιοσύσταση bioformation Ιατρική & υγεία
βιοτίνη biotin Ιατρική & υγεία
βιοχρωστική vital stain Ιατρική & υγεία
βιοψία biopsy Ιατρική & υγεία
βιταμίνη vitamin Ιατρική & υγεία
Β-κύτταρο B-cell Ιατρική & υγεία
βλαστομερίδιo blastomere Ιατρική & υγεία
βλάστωμα blastoma Ιατρική & υγεία
βλέννα mucus Ιατρική & υγεία
βλεννογόνος mucosa mucous Ιατρική & υγεία
βόδι ox Ιατρική & υγεία
βόειος bovine Ιατρική & υγεία
βολβός bulbus bulb Ιατρική & υγεία
βράγχιο gill Ιατρική & υγεία
βραχίονας arm Ιατρική & υγεία
βραχυφαλαγγία brachyphalagy Ιατρική & υγεία
βρεγματικός parietal Ιατρική & υγεία
β-σφαιρίνη β-globulin Ιατρική & υγεία
γάγγραινα gangrene Ιατρική & υγεία
γάλα milk Ιατρική & υγεία
γαλακτοζαιμία galactosemia Ιατρική & υγεία
γαλουχία lactation Ιατρική & υγεία
γαμέτης gamete Ιατρική & υγεία
γαμετογένεση gametogenesis Ιατρική & υγεία
γαστρεκτομή gastrectomy Ιατρική & υγεία
γαστρικός gastric Ιατρική & υγεία
γενεά generation Ιατρική & υγεία
γενετικός genetic Ιατρική & υγεία
γήρανση aging Ιατρική & υγεία
γλιβενκλαμίδη glibenclamide Ιατρική & υγεία
γλοβουλίνη globulin Ιατρική & υγεία
γλουταραλδεΰδη glutaraldehyde Ιατρική & υγεία
γλουτοί buttocks Ιατρική & υγεία
γλυβουρίδη glyburide Ιατρική & υγεία
γλυκαγόνο glucagene Ιατρική & υγεία
γλυκαγόνωμα glucagonoma Ιατρική & υγεία
γλυκαιμία glycaemia glycemia Ιατρική & υγεία
γλυκερόλη glycerol Ιατρική & υγεία
γλυκίνη-προλίνη glycine-proline Ιατρική & υγεία
γλυκοαιμοσφαιρίνη glycohemoglobin glycohaemoglobin Ιατρική & υγεία
γλυκογένεση glucogenesis Ιατρική & υγεία
γλυκογόνο glycogen Ιατρική & υγεία
γλυκοζαμινογλυκάνη glycoseaminoglycan Ιατρική & υγεία
γλυκόζη glucose Ιατρική & υγεία
γλυκοζουρία glucosury glycosuria Ιατρική & υγεία
γλυκοζυλιωμένος glycosylated Ιατρική & υγεία
γλυκοκορτικοειδές glucocorticoid Ιατρική & υγεία
γλυκοκορτικοειδή glucocorticoids Ιατρική & υγεία
γλυκολιπίδια glycolipids Ιατρική & υγεία
γλυκόλυση glycolysis Ιατρική & υγεία
γλυκονεογένεση gluconeogenesis Ιατρική & υγεία
γλυκοπενία glucopenia glycopenia Ιατρική & υγεία
γλυκοπρωτεΐνη glycoprotein Ιατρική & υγεία
γονίδιο gene Ιατρική & υγεία
γονιδίωμα γένωμα genome Ιατρική & υγεία
γονιμοποίηση fertilization Ιατρική & υγεία
γόνος spawn Ιατρική & υγεία
γονότυπος genotype Ιατρική & υγεία
γραμμωτός striated Ιατρική & υγεία
γ-σφαιρίνη γ-globulin Ιατρική & υγεία
γυναίκα woman Ιατρική & υγεία
γύρη pollen Ιατρική & υγεία
δάκτυλο finger Ιατρική & υγεία
δείγμα specimen sample Ιατρική & υγεία
δείκτης σηματοδότης marker indicator Ιατρική & υγεία
δέκτης ξενιστής recipient host Ιατρική & υγεία
δενδρίτης dendrite Ιατρική & υγεία
δεξιόχειρας right handed Ιατρική & υγεία
δεξτράνη dextran Ιατρική & υγεία
δέρμα integument skin Ιατρική & υγεία
δερματομυοσίτις dermatomyositis Ιατρική & υγεία
δερμίδιο cuticula cuticle Ιατρική & υγεία
δέσμευση blocking Ιατρική & υγεία
δεσμός bond Ιατρική & υγεία
δεσμόσωμα desmosome Ιατρική & υγεία
δεσοξυριβονουκλεοπρωτεΐνες deoxyribonucleoproteins Ιατρική & υγεία
δευτερογενής δευτεροταγής secondary Ιατρική & υγεία
δηλητήριο venom Ιατρική & υγεία
διαβήτης diabetes Ιατρική & υγεία
διαβητικός diabetic Ιατρική & υγεία
διαβητογόνος diabetogenic Ιατρική & υγεία
διάγνωση diagnosis Ιατρική & υγεία
διαγνωστικός diagnostic Ιατρική & υγεία
διαδικασία procedure Ιατρική & υγεία
δίαιτα διαιτητική αγωγή diet Ιατρική & υγεία
διακίνηση diakinesis Ιατρική & υγεία
διακύμανση παραλλαγή variation variety Ιατρική & υγεία
διακυτταρικός intercellular Ιατρική & υγεία
διαλδεΰδη dialdehyde Ιατρική & υγεία
διαλοβιακός μεσολοβίδιος interlobular Ιατρική & υγεία
διαλοβικός μεσολόβιος interlobar Ιατρική & υγεία
διάλυμα solution Ιατρική & υγεία
διαλυτός soluble Ιατρική & υγεία
διαλυτότητα solubility Ιατρική & υγεία
διαλύω dissolve Ιατρική & υγεία
διαμεμβρανικός transmembrane Ιατρική & υγεία
διαμινοβενζιδίνη diaminobenzidine Ιατρική & υγεία
διαμόρφωση στερεοδιάταξη conformation Ιατρική & υγεία
διαπερατότητα permeability Ιατρική & υγεία
διαπίδυση dialysis Ιατρική & υγεία
διάσπαση αυλάκωση degradation cleavage Ιατρική & υγεία
διαταραχή perturbation Ιατρική & υγεία
διατηρώ conserve Ιατρική & υγεία
διάτρητος fenestrated Ιατρική & υγεία
διαφανοποίηση clearing Ιατρική & υγεία
διαφοροποίηση differentiation Ιατρική & υγεία
διάχυση diffusion Ιατρική & υγεία
διαχωρισμός separation Ιατρική & υγεία
διγουανίδη diguanide Ιατρική & υγεία
διδύμιο λοφίδιο colliculus Ιατρική & υγεία
δίδυμος twin Ιατρική & υγεία
διδύναμο δισθενές bivalent Ιατρική & υγεία
διέγερση excitation stimulation Ιατρική & υγεία
διεγέρτης stimulator Ιατρική & υγεία
διεγερτικός stimulatory Ιατρική & υγεία
διερεύνηση investigation Ιατρική & υγεία
διήθηση infiltration Ιατρική & υγεία
δικουμαρόλη dikoumarol Ιατρική & υγεία
δικτυοκύτταρο δικτυοερυθροκύτταρο reticulocyte Ιατρική & υγεία
δι-λειτουργικός bi-functional bifunctional Ιατρική & υγεία
διμερές dimer Ιατρική & υγεία
δινιτροφαινόλη dinitrophenol Ιατρική & υγεία
διουρητικός diuretic Ιατρική & υγεία
διόφθαλμος binocular Ιατρική & υγεία
διπλασιασμός duplication Ιατρική & υγεία
διπλοταινία diplotene Ιατρική & υγεία
δισακχαρίτης disaccharide Ιατρική & υγεία
διφασικός biphasial diphasic Ιατρική & υγεία
διφθερίτιδα diphtheria Ιατρική & υγεία
διφθορο-δινιτρο-βενζόλιο difluoro-dinitro-benzene Ιατρική & υγεία
δίψα thirst Ιατρική & υγεία
διωικός dizygotic Ιατρική & υγεία
δοκίδα trabecula Ιατρική & υγεία
δοκιμασία έλεγχος assay test Ιατρική & υγεία
δομή structure Ιατρική & υγεία
δορυφόρος satellite Ιατρική & υγεία
δόση dose Ιατρική & υγεία
δραστικότητα activity Ιατρική & υγεία
δυσλειτουργία dysfunction Ιατρική & υγεία
δωδεκαδάκτυλο duodenum Ιατρική & υγεία
ε-αμινομάδα e-amino group ε-amino group Ιατρική & υγεία
εγγύς-μακράν proximodistal Ιατρική & υγεία
εγκάρσιος transverse Ιατρική & υγεία
εγκεφαλομυοκαρδίτιδα encephalomyocarditis Ιατρική & υγεία
εγκεφαλοπάθεια encephalopathy encephalic disease Ιατρική & υγεία
εγκέφαλος brain Ιατρική & υγεία
εγκυμοσύνη κύηση pregnancy Ιατρική & υγεία
έγκυος pregnant Ιατρική & υγεία
ειδικός specific Ιατρική & υγεία
ειδικότητα εξειδίκευση specificity Ιατρική & υγεία
ειλεός ileum ileus Ιατρική & υγεία
έκκριση secretion Ιατρική & υγεία
εκκριτικός secretory Ιατρική & υγεία
εκλαμψία eclampsia Ιατρική & υγεία
εκλεκτικότητα selectivity Ιατρική & υγεία
εκλεπτύνση slimming Ιατρική & υγεία
έκλουση έκπλυση elution Ιατρική & υγεία
εκούσιος voluntary Ιατρική & υγεία
εκπόλωση depolarization Ιατρική & υγεία
εκσπερμάτωση ejaculation Ιατρική & υγεία
εκτροπή deviation Ιατρική & υγεία
έκφραση expression Ιατρική & υγεία
εκχύλιση extraction Ιατρική & υγεία
εκχύλισμα extract Ιατρική & υγεία
έλασμα lamella Ιατρική & υγεία
ελάσσων minor Ιατρική & υγεία
ελαστάση elastase Ιατρική & υγεία
ελέγχω examine test Ιατρική & υγεία
έλικα gyrus Ιατρική & υγεία
έλκος ulcer Ιατρική & υγεία
ελονοσία malaria Ιατρική & υγεία
εμβολιασμός vaccination Ιατρική & υγεία
εμβόλιο vaccine Ιατρική & υγεία
εμβρυολογία embryology Ιατρική & υγεία
έμμετος vomit Ιατρική & υγεία
εμμηνόπαυση menopause Ιατρική & υγεία
εμμηνορρυσία menstruation Ιατρική & υγεία
εμμύελoς myelinated Ιατρική & υγεία
εμπλουτισμός enrichment Ιατρική & υγεία
εμπύρηνο nucleated Ιατρική & υγεία
έμφραγμα infarct Ιατρική & υγεία
εμφύσημα emphysema Ιατρική & υγεία
εμφύτευμα implant Ιατρική & υγεία
εναιώρημα suspension Ιατρική & υγεία
εναπόθεση deposition Ιατρική & υγεία
εναποθηκευμένος stored up Ιατρική & υγεία
ένδειξη indication Ιατρική & υγεία
ενδιαίτηση residency Ιατρική & υγεία
ενδοεπικοινωνία intercommunication Ιατρική & υγεία
ενδοθηλιακός endothelial Ιατρική & υγεία
ενδοκαρδίτιδα endocarditis Ιατρική & υγεία
ενδοκρινής endocrine Ιατρική & υγεία
ενδοκρινοπάθεια endocrinopathy Ιατρική & υγεία
ενδοκυτταρικός ενδοκυττάριος intracellular Ιατρική & υγεία
ενδολοβιακός ενδολοβιώδης intralobular Ιατρική & υγεία
ενδομήτριο endometrium Ιατρική & υγεία
ενδομυϊκός intramuscular Ιατρική & υγεία
ενδοπεριτοναϊκός intraperitoneal Ιατρική & υγεία
ενδοπλασματικός endoplasmatic Ιατρική & υγεία
ενδόστεο endosteum Ιατρική & υγεία
ενδοτοξίνη endotoxin Ιατρική & υγεία
ενδοϋποδοχέας interoceptor Ιατρική & υγεία
ενδοφλέβιος intravenous intravascular Ιατρική & υγεία
ενέργεια energy Ιατρική & υγεία
ενεργοποιημένος activated Ιατρική & υγεία
ενεργοποίηση activation capacitation Ιατρική & υγεία
ενεργοποιητής activator Ιατρική & υγεία
ενεργοποιώ activate Ιατρική & υγεία
ένεση injection Ιατρική & υγεία
ενζυματικός enzymatic Ιατρική & υγεία
ένζυμο enzyme Ιατρική & υγεία
ενούρηση enuresis Ιατρική & υγεία
ενοχοποίηση incrimination Ιατρική & υγεία
ενσωματώνω incorporate Ιατρική & υγεία
ενσωμάτωση incorporation Ιατρική & υγεία
εντατικοποιημένος intensive Ιατρική & υγεία
εντερεκτομή intestinal excision Ιατρική & υγεία
έντερο intestine bowel Ιατρική & υγεία
εντερογλυκαγόνη enteroglucagen Ιατρική & υγεία
εντομοκτόνο insecticide Ιατρική & υγεία
εντόπιση ταυτοποίηση identification localisation Ιατρική & υγεία
ενυδάτωση hydration Ιατρική & υγεία
ένωση compound Ιατρική & υγεία
εξαλάτωση salting out Ιατρική & υγεία
εξάλειψη erasure Ιατρική & υγεία
εξάνθημα exanthema Ιατρική & υγεία
εξελιξιμότητα evolution progression Ιατρική & υγεία
εξεταζόμενος examined tested Ιατρική & υγεία
εξόνιο εξώνιο exon Ιατρική & υγεία
εξοπλισμός equipment Ιατρική & υγεία
εξουδετερώνω neutralise neutralize Ιατρική & υγεία
εξουδετέρωση neutralisation neutralization Ιατρική & υγεία
εξόφθαλμος exophthalmos Ιατρική & υγεία
εξωαγγειακός extravascular Ιατρική & υγεία
εξωαρθρικές extra-articular Ιατρική & υγεία
εξωγενές exogenous Ιατρική & υγεία
εξωκρινής exocrine Ιατρική & υγεία
εξωκυτταρικός εξωκυττάριος extracellular Ιατρική & υγεία
εξωκύτωση exocitosis Ιατρική & υγεία
εξωπαγκρεατικός non pancreatic Ιατρική & υγεία
εξωπυρηνικός extranuclear Ιατρική & υγεία
εξωτερικός adventitial Ιατρική & υγεία
εξωτοξίνη exotoxin Ιατρική & υγεία
εξωϋποδοχέας exteroceptor Ιατρική & υγεία
επάγω induce Ιατρική & υγεία
επαγωγή induction Ιατρική & υγεία
επαναδιέγερση restimulation Ιατρική & υγεία
επαναληψιμότητα repeatability Ιατρική & υγεία
επαναπορρόφηση reabsorption Ιατρική & υγεία
επεισόδιο attack Ιατρική & υγεία
επένδυμα ependyma Ιατρική & υγεία
επιδείνωση aggravation Ιατρική & υγεία
επιδερμίδα epidermis Ιατρική & υγεία
επιδημιολογία epidemiology Ιατρική & υγεία
επιδημιολογικός epidemiological Ιατρική & υγεία
επιδιδυμίδα vas deferens epididymis Ιατρική & υγεία
επίδραση influence Ιατρική & υγεία
επιθήλιο epithelium Ιατρική & υγεία
επικάλυψη overlapping Ιατρική & υγεία
επικρατής dominant Ιατρική & υγεία
επίκτητος acquired Ιατρική & υγεία
επιμετάλλωση metallisation metallization Ιατρική & υγεία
επιμόλυνση transfection Ιατρική & υγεία
επινεφρίδιο adrenal gland Ιατρική & υγεία
επίπεδο στάθμη level Ιατρική & υγεία
επιπλοκή complication Ιατρική & υγεία
επιστρώνω καλύπτω coat cover Ιατρική & υγεία
επίστρωση κάλυψη coating Ιατρική & υγεία
επίταση intensity intensification Ιατρική & υγεία
επιφάνεια surface Ιατρική & υγεία
επίφυση epiphysis Ιατρική & υγεία
επίχρισμα smear Ιατρική & υγεία
επωάζω incubate Ιατρική & υγεία
επώαση incubation Ιατρική & υγεία
εργαστήριο laboratory Ιατρική & υγεία
ερέθισμα stimulus Ιατρική & υγεία
ερευνητής researcher Ιατρική & υγεία
ερυθρά roseola Ιατρική & υγεία
ερυθροκύτταρο-μάρτυρας control erythrocyte Ιατρική & υγεία
ερυθρότητα rubor Ιατρική & υγεία
εστέρας ester Ιατρική & υγεία
εστεράση esterase Ιατρική & υγεία
εστιάζω focus Ιατρική & υγεία
εστιασμός focus Ιατρική & υγεία
ετεροαντιγόνο heteroantigen Ιατρική & υγεία
ετερογένεια heterogeneity heterogeny Ιατρική & υγεία
ετερογενετικός heterogenetic Ιατρική & υγεία
ετερογενής heterogenous heterogeneous Ιατρική & υγεία
ετερόζυγος heterozygous Ιατρική & υγεία
ετερόλογος heterologous Ιατρική & υγεία
ετερόφιλος heterophile Ιατρική & υγεία
ευαισθησία sensitivity sensibility Ιατρική & υγεία
ευαισθητοποιημένος sensitised sensitized Ιατρική & υγεία
ευθυρεοειδικός euthyroid Ιατρική & υγεία
ευκαμψία ελαστικότητα flexibility Ιατρική & υγεία
ευπάθεια sensitiveness Ιατρική & υγεία
εύρημα finding Ιατρική & υγεία
εύρος range Ιατρική & υγεία
ευφυΐα intelligence Ιατρική & υγεία
εφαρμογή application Ιατρική & υγεία
εφαρμόσιμος applicable Ιατρική & υγεία
εφηβεία puberty Ιατρική & υγεία
ζακαλίνη jacalin Ιατρική & υγεία
ζάλη dizziness Ιατρική & υγεία
ζελατίνη gelatin gelatine Ιατρική & υγεία
ζευγάρι pair Ιατρική & υγεία
ζυγοταινία zygotene Ιατρική & υγεία
ζυγώτης zygote Ιατρική & υγεία
ζώνη ταινία band Ιατρική & υγεία
ζωνοποίηση banding Ιατρική & υγεία
ζώο animal Ιατρική & υγεία
ηθικός ενάρετος virtuous Ιατρική & υγεία
ηθμός sieve Ιατρική & υγεία
ηλεκτροανοσοδοκιμασία electro-immunoassay Ιατρική & υγεία
ηλεκτρόδιο electrode Ιατρική & υγεία
ηλεκτροενδώσμωση electroendosmosis Ιατρική & υγεία
ηλεκτροκαρδιογράφημα electrocardiogram Ιατρική & υγεία
ηλεκτροκατακρήμνιση electroprecipitation Ιατρική & υγεία
ηλεκτρολύτης electrolyte Ιατρική & υγεία
ηλεκτρομεταφορά electrotransfer Ιατρική & υγεία
ηλεκτρόνιο electron Ιατρική & υγεία
ηλεκτροστατικός electrostatic Ιατρική & υγεία
ηλεκτροφόρηση electrophoresis Ιατρική & υγεία
ηλεκτροώσμωση electrosmosis Ιατρική & υγεία
ηλικία age Ιατρική & υγεία
ημερήσιος circadian Ιατρική & υγεία
ημικρανία hemicrania Ιατρική & υγεία
ημικυτταρίνη hemicellulose Ιατρική & υγεία
ημιπερίοδος semiperiod Ιατρική & υγεία
ήπαρ συκώτι liver Ιατρική & υγεία
ηπαρίνη heparin Ιατρική & υγεία
ηπατίτιδα hepatitis Ιατρική & υγεία
ηπατοκύτταρο hepatocyte liver cell Ιατρική & υγεία
ηπατοπάθεια liver disease Ιατρική & υγεία
ηπάτωμα hepatoma Ιατρική & υγεία
ήπιος mild Ιατρική & υγεία
ηωσινόφιλα eosinophils Ιατρική & υγεία
ηωσινοφιλία eosinophilia Ιατρική & υγεία
θαλασσαιμία thalassemia Ιατρική & υγεία
θανατηφόρος mortal lethal Ιατρική & υγεία
θάνατος death Ιατρική & υγεία
θειαζίδη thiazine Ιατρική & υγεία
θεραπεία therapy cure Ιατρική & υγεία
θερμίδα calorie Ιατρική & υγεία
θερμοδυναμικός thermodynamic Ιατρική & υγεία
θερμοκρασία temperature Ιατρική & υγεία
θερμότητα heat Ιατρική & υγεία
θέση site Ιατρική & υγεία
θηλασμός suckling Ιατρική & υγεία
θηλαστικό mammal Ιατρική & υγεία
θηλή mammilla papilla mammae Ιατρική & υγεία
θόλωση clouding Ιατρική & υγεία
θολωσιμετρία turbidimetry Ιατρική & υγεία
θρομβοπενία thrombopenia thrombocytopenia Ιατρική & υγεία
θυγατρικός daughter Ιατρική & υγεία
θυλάκιο follicle Ιατρική & υγεία
θυμιδίνη thymidine Ιατρική & υγεία
θύμος thymus Ιατρική & υγεία
θυρεοειδεκτομή thyroidectomy Ιατρική & υγεία
θυρεοειδίτιδα thyroiditis Ιατρική & υγεία
θυρεοσφαιρίνη thyroglobulin Ιατρική & υγεία
θυρεοτροπίνη thyreotropin Ιατρική & υγεία
θυροξίνη thyroxine Ιατρική & υγεία
θώρακας chest Ιατρική & υγεία
ια-υδροξυλάση io-hydroxilase Ιατρική & υγεία
ιδιοπαθής idiopathic Ιατρική & υγεία
ίδιος του εαυτού self Ιατρική & υγεία
ιδιότοπος idiotope Ιατρική & υγεία
ιδιοτυπία idiotypy Ιατρική & υγεία
ιδιοτυπικός idiotypic Ιατρική & υγεία
ιδιότυπος idiotype Ιατρική & υγεία
ιδιοϋποδοχέας ιδιοδεκτικός υποδοχέας proprioceptor Ιατρική & υγεία
ίζημα precipitate Ιατρική & υγεία
ιζηματογραμμή precipitin line Ιατρική & υγεία
ικανότητα capacity Ιατρική & υγεία
ίκτερος jaundice icterus Ιατρική & υγεία
ιλαρά measles Ιατρική & υγεία
ινιακός occipital Ιατρική & υγεία
ινοβλάστης fibroblast Ιατρική & υγεία
ινοσάρκωμα inosarcome Ιατρική & υγεία
ινσουλιναιμία insulinaemia insulinemia Ιατρική & υγεία
ινσουλίνη insulin Ιατρική & υγεία
ινσουλινοανεπάρκεια insulin incapacity Ιατρική & υγεία
ινσουλινοεξαρτώμενος insulin dependent Ιατρική & υγεία
ινσουλινοθεραπεία insulin therapy Ιατρική & υγεία
ινσουλινοθεραπευόμενος under insulin therapy Ιατρική & υγεία
ινσουλινώμα insulinoma Ιατρική & υγεία
ιντερλευκίνη interleukin Ιατρική & υγεία
ιντερφερόνη interferon Ιατρική & υγεία
ιντρόνιο intron Ιατρική & υγεία
ινωδογόνο fibrinogen Ιατρική & υγεία
ιξώδες viscosity Ιατρική & υγεία
ιολογία virology Ιατρική & υγεία
ιόν ion Ιατρική & υγεία
ιοντοανταλλάκτης ion exchanger Ιατρική & υγεία
ιός virus Ιατρική & υγεία
ιππόκαμπος hippocampus Ιατρική & υγεία
ιππουρίδα cauda equina Ιατρική & υγεία
ίριδα iris Ιατρική & υγεία
ισοαντιγόνο isoantigen Ιατρική & υγεία
ισοένζυμο isoenzyme Ιατρική & υγεία
ισομορφή isoform Ιατρική & υγεία
ισοπυκνωτικός isopycnotic Ιατρική & υγεία
ισορροπία equillibrium Ιατρική & υγεία
ισότονο ισοτονικό isotonic Ιατρική & υγεία
ισοτυπία isotypy Ιατρική & υγεία
ισότυπος isotype Ιατρική & υγεία
ισοφανικός isophane Ιατρική & υγεία
ισοχρωμόσωμα isochromosome Ιατρική & υγεία
ισταμίνη histamine Ιατρική & υγεία
ιστολογία histology Ιατρική & υγεία
ιστόνη histone Ιατρική & υγεία
ιστός tissue Ιατρική & υγεία
ιχνοθέτης tracer label Ιατρική & υγεία
ιχνοστοιχείο trace element Ιατρική & υγεία
ιωδιωμένος iodinated Ιατρική & υγεία
ιωδίωση iodination Ιατρική & υγεία
καζεΐνη casein Ιατρική & υγεία
καθαρισμός purification Ιατρική & υγεία
καθαρός καθαρισμένος pure purified Ιατρική & υγεία
κάθαρση clearance Ιατρική & υγεία
καθεψίνη cathepsin Ιατρική & υγεία
καθηλωμένος immobilised immobilized Ιατρική & υγεία
καθιζάνω κατακρημνίζω precipitate Ιατρική & υγεία
καθίζηση sedimentation Ιατρική & υγεία
κάθοδος cathode Ιατρική & υγεία
καθορισμός προσδιορισμός determination Ιατρική & υγεία
κακοήθης malignant Ιατρική & υγεία
καλαθοκύτταρο basket cell Ιατρική & υγεία
κάλιο potassium Ιατρική & υγεία
καλοήθης non malignant benign Ιατρική & υγεία
καλσιτονίνη calcitonin Ιατρική & υγεία
καλυπτήριος προστατευτικός protective Ιατρική & υγεία
κάντιντα candida Ιατρική & υγεία
καρβοδιιμίδιο carbodiimide Ιατρική & υγεία
καρβοξυλιωμένος carboxylated Ιατρική & υγεία
καρβοξυπεπτιδάση carboxypeptidase Ιατρική & υγεία
καρδιά heart Ιατρική & υγεία
καρδιακός cardiac Ιατρική & υγεία
καρδιολιπίνη cardiolipin Ιατρική & υγεία
καρκίνος cancer Ιατρική & υγεία
καρκίνωμα carcinoma Ιατρική & υγεία
καρυότυπος karyotype Ιατρική & υγεία
καταβολισμός catabolism Ιατρική & υγεία
κάταγμα fracture Ιατρική & υγεία
κατάδρομος downstream Ιατρική & υγεία
κατακρήμνιση καθίζηση precipitation Ιατρική & υγεία
κατάλοιπο υπόλειμμα residue Ιατρική & υγεία
κατάλυση catalysis Ιατρική & υγεία
καταλυτικός catalytic Ιατρική & υγεία
καταμέτρηση measuring Ιατρική & υγεία
κατανάλωση consummation Ιατρική & υγεία
κατανομή distribution Ιατρική & υγεία
καταρράκτης cataract Ιατρική & υγεία
κατασταλτικός suppressor Ιατρική & υγεία
καταστέλλω suppress Ιατρική & υγεία
καταστολή suppression Ιατρική & υγεία
κατάφυση κατάφυση τένοντα μυ" 61
κατάψυξη freeze Ιατρική & υγεία
καταψύχω freeze Ιατρική & υγεία
κατεργασία επεξεργασία treatment Ιατρική & υγεία
κατεχολαμίνη catecholamine Ιατρική & υγεία
κατιόν cation Ιατρική & υγεία
κατσίκα goat Ιατρική & υγεία
κατώφλι ρεοβάση threshold rheobase Ιατρική & υγεία
καχεξία cachexia Ιατρική & υγεία
κεκορεσμένος κορεσμένος saturated Ιατρική & υγεία
κεντρομερίδιο centromere Ιατρική & υγεία
κερατινοκύτταρο keratinocyte Ιατρική & υγεία
κερατοειδής cornea Ιατρική & υγεία
κερκίδα radius Ιατρική & υγεία
κετογένεση ketogenesis Ιατρική & υγεία
κετονουρία ketonuria Ιατρική & υγεία
κετοξέωση κετοοξέωση ketoacidosis Ιατρική & υγεία
κέτωση ketosis Ιατρική & υγεία
κήλη hernia Ιατρική & υγεία
κηλίδα macula Ιατρική & υγεία
κινητική kinetics Ιατρική & υγεία
κινητικός motor Ιατρική & υγεία
κινητικότητα mobility Ιατρική & υγεία
κινητοπλάστης kinetoplast Ιατρική & υγεία
κίρρωση cirrhosis Ιατρική & υγεία
κιρσός κιρσώδης φλέβα varicose vein Ιατρική & υγεία
κλάσμα fraction Ιατρική & υγεία
κλασμάτωση fractionation Ιατρική & υγεία
κληρονομικός hereditary inheritable Ιατρική & υγεία
κληρονομικότητα heredity inheritance Ιατρική & υγεία
κλίβανος incubator Ιατρική & υγεία
κλίμακα climax Ιατρική & υγεία
κλοφιβράτη clofibrate Ιατρική & υγεία
κλωνοποίηση cloning Ιατρική & υγεία
κλώνος clone Ιατρική & υγεία
κλωνότυπος clonotype Ιατρική & υγεία
κοιλιακός celiac Ιατρική & υγεία
κοιλωματοκύτταρο coelomocyte Ιατρική & υγεία
κοκκιοκύτταρο granulocyte Ιατρική & υγεία
κοκκιώδης granular Ιατρική & υγεία
κολλαγόνο collagen Ιατρική & υγεία
κολλοειδές colloid Ιατρική & υγεία
κολποειδής sinusoid Ιατρική & υγεία
κόλπος vagina Ιατρική & υγεία
κολχικίνη colchicine Ιατρική & υγεία
κόμμι gum Ιατρική & υγεία
κόπωση fatigue Ιατρική & υγεία
κορεσμός saturation Ιατρική & υγεία
κόρη pupil Ιατρική & υγεία
κορτιζόλη cortisol Ιατρική & υγεία
κορτικοειδές corticoid Ιατρική & υγεία
κορτικοστεροειδή corticosteroids Ιατρική & υγεία
κοτόπουλο chicken Ιατρική & υγεία
κουνέλι rabbit Ιατρική & υγεία
κοχλίας cochlea Ιατρική & υγεία
κρανίο cranium Ιατρική & υγεία
κρεατινίνη creatinine Ιατρική & υγεία
κριτήριo criterion Ιατρική & υγεία
κροταφικός temporal Ιατρική & υγεία
κρυοκαθίζηση cryoprecipitation Ιατρική & υγεία
κρυοστάτης cryostat Ιατρική & υγεία
κρυοσφαιρίνη cryoglobulin Ιατρική & υγεία
κρυσταλλογραφία crystallography Ιατρική & υγεία
κρύσταλλος crystal Ιατρική & υγεία
κυβοειδής cuboidal Ιατρική & υγεία
κυκλοσπορίνη cyclosporine Ιατρική & υγεία
κυκλοφορία circulation Ιατρική & υγεία
κυλινδρικός cylindrical cylindriform Ιατρική & υγεία
κύλινδρος cylinder Ιατρική & υγεία
κυστεΐνη cysteine Ιατρική & υγεία
κυστίδιο cystidium Ιατρική & υγεία
κυτοσόλη κυτοσόλιο cytosol Ιατρική & υγεία
κυτταρoκίνη cytokine Ιατρική & υγεία
κυτταρικός cellular Ιατρική & υγεία
κυτταρίνη cellulose Ιατρική & υγεία
κύτταρο cell Ιατρική & υγεία
κυτταρογενετική cytogenetics Ιατρική & υγεία
κυτταρόλυση cytolysis Ιατρική & υγεία
κυτταρομεγαλοϊός cytomegalovirus Ιατρική & υγεία
κυτταρόπλασμα cytoplasm Ιατρική & υγεία
κυτταροπλασματικός cytoplasmic Ιατρική & υγεία
κυτταροτοξικότητα cytotoxicity Ιατρική & υγεία
κυτταροφαγία φαγοκύτωση phagocytosis Ιατρική & υγεία
κυψέλη λόβιο acinus alveolus Ιατρική & υγεία
κωδικοποιώ encode Ιατρική & υγεία
κώμα coma Ιατρική & υγεία
κωνίο cone Ιατρική & υγεία
λακτόζη lactose Ιατρική & υγεία
λακτοφερρίνη lactoferrin Ιατρική & υγεία
λαπαροσκόπηση laparoscopy Ιατρική & υγεία
λεβεντόπα levo-dope Ιατρική & υγεία
λείος smooth Ιατρική & υγεία
λειτουργία function Ιατρική & υγεία
λειτουργικός functional Ιατρική & υγεία
λεκάνη pelvis Ιατρική & υγεία
λεκτίνη lectin Ιατρική & υγεία
λεμφογάγγλιο λεμφαδένας lymph node Ιατρική & υγεία
λεμφοζίδιο lymph nodule Ιατρική & υγεία
λεμφοκίνη lymphokine Ιατρική & υγεία
λεμφοκύτταρα lymphocytes Ιατρική & υγεία
λεμφοκύτταρο-B8 lymphocyte-B8 Ιατρική & υγεία
λέμφωμα lymphoma Ιατρική & υγεία
λέπρα leprosy Ιατρική & υγεία
λευκίνη leucine Ιατρική & υγεία
λευκοκυττάρωση leukocytosis Ιατρική & υγεία
λευκοπενία leukopenia leucopenia Ιατρική & υγεία
λευχαιμία leukaemia leukemia Ιατρική & υγεία
λήθαργος lethargy Ιατρική & υγεία
λίπη fats Ιατρική & υγεία
λιπίδια lipids Ιατρική & υγεία
λιποατροφία lipoatrophy Ιατρική & υγεία
λιπογένεση lipogenesis Ιατρική & υγεία
λιποκύτταρα fat cells adipose tissue cells Ιατρική & υγεία
λιπόλυση lipolysis Ιατρική & υγεία
λιποπολυσακχαρίτης lipopolysaccharide Ιατρική & υγεία
λιποπρωτεΐνη lipoprotein Ιατρική & υγεία
λίπος fat Ιατρική & υγεία
λιποσύνθεση liposynthesis Ιατρική & υγεία
λιπόσωμα liposome Ιατρική & υγεία
λιπώδης adipose Ιατρική & υγεία
λοβός lobe Ιατρική & υγεία
λοίμωξη φλεγμονή infection inflammation Ιατρική & υγεία
λόρδωση lordosis Ιατρική & υγεία
λυσοζύμη lysozyme Ιατρική & υγεία
λυσόσωμα lysosome Ιατρική & υγεία
λυσοσωμικός lysosomal Ιατρική & υγεία
λύσσα rabies Ιατρική & υγεία
λυσυλπυριδολίνη lysilpiridoline Ιατρική & υγεία
λυχνία lamp Ιατρική & υγεία
μαγνήσιο magnesium Ιατρική & υγεία
μαγνήτης magnet Ιατρική & υγεία
μακροαγγειοπάθεια macrovascular disease Ιατρική & υγεία
μακρομόριο macromolecule Ιατρική & υγεία
μακροσωμία macrosomia Ιατρική & υγεία
μακροφάγο macrophage Ιατρική & υγεία
μανδύας mantle Ιατρική & υγεία
μάρτυρας control Ιατρική & υγεία
μαστοκυττάρωση mastocytosis Ιατρική & υγεία
μαστός breast Ιατρική & υγεία
μεγακαρυοκύτταρο megakaryocyte Ιατρική & υγεία
μεγαλακρία ακρομεγαλία acromegaly Ιατρική & υγεία
μέγεθος size Ιατρική & υγεία
μεθιμαζόλη methimasol Ιατρική & υγεία
μεθοδολογία methodology Ιατρική & υγεία
μέθοδος method Ιατρική & υγεία
μεθυλενο-δις-ακρυλαμίδιο methylene-bis-acrylamide Ιατρική & υγεία
μεθυλίωση methylation Ιατρική & υγεία
μεθυλντόπα methyl-dope Ιατρική & υγεία
μείωση meiosis Ιατρική & υγεία
μελανίνη melanin Ιατρική & υγεία
μελανοκύτταρο melanocyte Ιατρική & υγεία
μεμβράνη membrane Ιατρική & υγεία
μεμονωμένος individual Ιατρική & υγεία
μερκαπτοαιθανόλη mercaptoethanol Ιατρική & υγεία
μεσέγχυμα mesenchyme Ιατρική & υγεία
μεσοβελιαίος midsagittal median-saggital Ιατρική & υγεία
μεσοθηλιακός mesothelial Ιατρική & υγεία
μεσοθηλίωμα mesothelioma Ιατρική & υγεία
μεσοκυττάριος interstitial Ιατρική & υγεία
μεσολαβητής mediator Ιατρική & υγεία
μεσολόβιο τυλώδες σώμα corpus callosum Ιατρική & υγεία
μεσοπλεύριος intercostal Ιατρική & υγεία
μεσόφαση mesophase Ιατρική & υγεία
μεταβατικός transitional Ιατρική & υγεία
μεταβολίσιμος metabolisable Ιατρική & υγεία
μεταβολισμός metabolism Ιατρική & υγεία
μεταβολίτης metabolite Ιατρική & υγεία
μετάγγιση transfusion Ιατρική & υγεία
μετα-ισομερές μ-ισομερές m-isomer Ιατρική & υγεία
μετακεντρικός metacentric Ιατρική & υγεία
μετακινούμαι μεταναστεύω migrate Ιατρική & υγεία
μετάλλαξη mutation Ιατρική & υγεία
μεταλλαξιογένεση mutagenesis Ιατρική & υγεία
μεταλλαξογόνο mutagen Ιατρική & υγεία
μεταλλοπρωτεΐνη metalloprotein Ιατρική & υγεία
μεταμόρφωση metamorphosis Ιατρική & υγεία
μεταμόσχευση transplantation grafting Ιατρική & υγεία
μετανάστευση μετακίνηση migration Ιατρική & υγεία
μετασυναπτικός post-joining Ιατρική & υγεία
μετατόπιση translocation Ιατρική & υγεία
μετατροπή alteration version Ιατρική & υγεία
μεταϋποδοχέας post receptor Ιατρική & υγεία
μετάφαση metaphase Ιατρική & υγεία
μεταφορά transportation Ιατρική & υγεία
μετάφυση metaphysis Ιατρική & υγεία
μέτρηση measurement Ιατρική & υγεία
μετφορμίνη metformin Ιατρική & υγεία
μετωπικός μετωπιαίος frontal coronal Ιατρική & υγεία
μήνιγγα meninx Ιατρική & υγεία
μηνιγγίτιδα meningitis Ιατρική & υγεία
μηνιγγιτιδόκοκκος meningococus Ιατρική & υγεία
μηρός thigh Ιατρική & υγεία
μητέρα mother Ιατρική & υγεία
μηχανισμός mechanism Ιατρική & υγεία
μιγάς mulatto Ιατρική & υγεία
μίγμα mixture Ιατρική & υγεία
μικροαγγειοπάθεια microangiopathy micro vascular disease Ιατρική & υγεία
μικροαλβουμινουρία microalbuminuria Ιατρική & υγεία
μικροανάλυση microanalysis Ιατρική & υγεία
μικροανεύρισμα microaneurysm Ιατρική & υγεία
μικρόβιο microbe Ιατρική & υγεία
μικροεπέμβαση micromanipulation Ιατρική & υγεία
μικροετερογένεια microheterogeneity Ιατρική & υγεία
μικροϊνίδια microfilaments Ιατρική & υγεία
μικροκαλλιέργεια microculture Ιατρική & υγεία
μικροκυστίδιο micro-vesicle Ιατρική & υγεία
μικρολάχνη microvillus Ιατρική & υγεία
μικρομοριακός micromolecular Ιατρική & υγεία
μικροοργανισμός microorganism Ιατρική & υγεία
μικροπλάκα microplate Ιατρική & υγεία
μικροσκόπιο microscope Ιατρική & υγεία
μικροσωληνίσκος microtubule Ιατρική & υγεία
μικροτόμος microtome Ιατρική & υγεία
μικροφθορισμόμετρο micro fluorimeter fluorometer Ιατρική & υγεία
μίτωση mitosis Ιατρική & υγεία
μολυσματικός infectious Ιατρική & υγεία
μονάδα unit Ιατρική & υγεία
μονιμοποίηση στερέωση fixation Ιατρική & υγεία
μονιμοποιητικός fixative Ιατρική & υγεία
μονοειδικός monospecific Ιατρική & υγεία
μονοκίνη monokine Ιατρική & υγεία
μονοκλωνικός monoclonal Ιατρική & υγεία
μονοκύτταρα monocytes Ιατρική & υγεία
μονοκύτταρος monocell Ιατρική & υγεία
μονολοβιακός unilobular Ιατρική & υγεία
μονομερές monomer Ιατρική & υγεία
μονοπολικός unipolar Ιατρική & υγεία
μονοπυρήνωση mononucleosis Ιατρική & υγεία
μονοσακχαρίτης monosaccharide Ιατρική & υγεία
μονοστιβάδα monolayer Ιατρική & υγεία
μονοφθάλμιoς monocular Ιατρική & υγεία
μονοωικός monozygote Ιατρική & υγεία
μοριακός molecular Ιατρική & υγεία
μοριακότητα molarity Ιατρική & υγεία
μόριο molecule Ιατρική & υγεία
μορφογένεση morphogenesis Ιατρική & υγεία
μορφόγονο morphogen Ιατρική & υγεία
μορφολογία morphology Ιατρική & υγεία
μόσχευμα graft transplant Ιατρική & υγεία
μυασθένεια muscular disease myasthenia Ιατρική & υγεία
μυατονία myatonia Ιατρική & υγεία
μυελοειδής myeloid Ιατρική & υγεία
μυελοκήλη myelocele Ιατρική & υγεία
μυελός medulla Ιατρική & υγεία
μυελοϋπεροξειδάση myeloperoxidase Ιατρική & υγεία
μυέλωμα myeloma Ιατρική & υγεία
μύκητας fungus Ιατρική & υγεία
μυκητοκτόνος fungicide Ιατρική & υγεία
μυκόπλασμα mycoplasma Ιατρική & υγεία
μυοκτόνος rodenticide Ιατρική & υγεία
μυοσφαιρίνη myoglobin Ιατρική & υγεία
μυς ποντικός mouse Ιατρική & υγεία
μυς muscle Ιατρική & υγεία
μυώδης brawny Ιατρική & υγεία
μωσαϊκισμός mosaicism Ιατρική & υγεία
νάιλον nylon Ιατρική & υγεία
νανισμός nanism Ιατρική & υγεία
νατράσβεστος soda-lime Ιατρική & υγεία
νεογέννητος newly born Ιατρική & υγεία
νεοδιαγνωσθείς newly diagnosed Ιατρική & υγεία
νεοεπίτοπος neoepitope Ιατρική & υγεία
νεοπλασία neoplasia Ιατρική & υγεία
νεόπλασμα neoplasma Ιατρική & υγεία
νετρόνιο neutron Ιατρική & υγεία
νευραμινιδάση neuraminidase Ιατρική & υγεία
νευρείλημμα νευρείλημα neurilemma Ιατρική & υγεία
νευρικός neural Ιατρική & υγεία
νευρίνωμα neurinoma Ιατρική & υγεία
νευρογλοία glia Ιατρική & υγεία
νευροδιαβιβαστής neurotransmitter Ιατρική & υγεία
νευροϊνίδιο neurofibril Ιατρική & υγεία
νευροπάθεια neuropathy Ιατρική & υγεία
νευροτοξικότητα neurotoxicity Ιατρική & υγεία
νευροτροφικός neurotrophic Ιατρική & υγεία
νευρώνας nerve cell neuron Ιατρική & υγεία
νεφελομετρία nephelometry Ιατρική & υγεία
νεφρικός renal Ιατρική & υγεία
νεφρίτιδα nephritis Ιατρική & υγεία
νεφρός kidney Ιατρική & υγεία
νεφρώνας nephron Ιατρική & υγεία
νημάτιο fibre fiber Ιατρική & υγεία
νήστις νήστιδα jejunum Ιατρική & υγεία
νιτροκυτταρίνη nitrocellulose Ιατρική & υγεία
νιτροφαινυλοφωσφατάση nitrophenyl phosphatase Ιατρική & υγεία
νορμογλυκαιμία normoglycaemia normoglycemia Ιατρική & υγεία
νουκλεοτίδιο nucleotide Ιατρική & υγεία
νυκταλωπία night blindness Ιατρική & υγεία
νυκτουρία nocturia Ιατρική & υγεία
ξενοαντιγόνο xenoantigen Ιατρική & υγεία
ξενογενετικός xenogenetic Ιατρική & υγεία
ξενογενής xenogeneic xenogenic Ιατρική & υγεία
ξένος non self foreign Ιατρική & υγεία
ξηροδερμία xerosis Ιατρική & υγεία
ογκογονίδιο oncogene Ιατρική & υγεία
όγκος tumor Ιατρική & υγεία
όγκος volume Ιατρική & υγεία
οδοντίνη dentin Ιατρική & υγεία
οδοντοκονία cementum Ιατρική & υγεία
οινόπνευμα alcohol Ιατρική & υγεία
οισοφάγος oesophagus esophagus Ιατρική & υγεία
ολιγοπεπτίδιο oligopeptide Ιατρική & υγεία
ολιγοσακχαρίτης oligosaccharide Ιατρική & υγεία
ολιγοσπερμία oligospermy Ιατρική & υγεία
ομάδα group Ιατρική & υγεία
ομαλός regular Ιατρική & υγεία
ομοδιμερής homodimeric homodimer Ιατρική & υγεία
ομόζυγος homozygous Ιατρική & υγεία
ομοιογένεια homogeneity Ιατρική & υγεία
ομοιοπολικός covalent Ιατρική & υγεία
ομοιόσταση ομοιοστασία homeostasis Ιατρική & υγεία
ομοκυστινουρία homocystinuria Ιατρική & υγεία
ομολογία homology Ιατρική & υγεία
ομόλογος homologous Ιατρική & υγεία
οξειδάση oxidase Ιατρική & υγεία
οξείδωση oxidation Ιατρική & υγεία
όξινος acidic Ιατρική & υγεία
οξονουρία acetonuria Ιατρική & υγεία
οξυγόνο oxygen Ιατρική & υγεία
οξυγόνωση oxygenation Ιατρική & υγεία
οξυουρία aciduria Ιατρική & υγεία
οπισθοδρομικός retrograde Ιατρική & υγεία
ορατός visible Ιατρική & υγεία
οργανίδιο organelle Ιατρική & υγεία
οργανισμός organism Ιατρική & υγεία
όργανο organ Ιατρική & υγεία
οργανοειδικός organ specific Ιατρική & υγεία
ορθο-ισομερές ο-ισομερές o-isomer Ιατρική & υγεία
ορθότητα accuracy Ιατρική & υγεία
ορμόνη hormone Ιατρική & υγεία
ορμονογόνος hormonogenic Ιατρική & υγεία
ορογόνος serosa Ιατρική & υγεία
ορολογία serology Ιατρική & υγεία
ορολογικός serological Ιατρική & υγεία
ορονοσία serum sickness Ιατρική & υγεία
ορός serum Ιατρική & υγεία
όρχις testis Ιατρική & υγεία
οστεοβλάστης osteoblast Ιατρική & υγεία
οστεογένεση οστεοποίηση osteogenesis ossification Ιατρική & υγεία
οστεοδοκίδες trabeculae of bone Ιατρική & υγεία
οστεοδυστροφία osteodystrophy Ιατρική & υγεία
οστεοκαλσίνη bone Gla protein Ιατρική & υγεία
οστεοκλάστης osteoclast Ιατρική & υγεία
οστεοκύτταρο osteocyte Ιατρική & υγεία
οστεόλυση osteolysis Ιατρική & υγεία
οστεομαλακία mollities Ιατρική & υγεία
οστεονεκτίνη osteonectin Ιατρική & υγεία
οστεοπενία osteopenia Ιατρική & υγεία
οστεοπλασία osteoplasty Ιατρική & υγεία
οστεοποντίνη osteopontin Ιατρική & υγεία
οσφρητικός olfactory Ιατρική & υγεία
όσχεο scrotum Ιατρική & υγεία
ουδετερόφιλα neutrophils Ιατρική & υγεία
ουδετερόφιλο neutrophil Ιατρική & υγεία
ούρα urine Ιατρική & υγεία
ουραιμία uraemia uremia Ιατρική & υγεία
ουρεάση urease Ιατρική & υγεία
ουρητήρας ureter Ιατρική & υγεία
ουρία urea Ιατρική & υγεία
ουροποιητικός urinary Ιατρική & υγεία
ουσία substance Ιατρική & υγεία
ο-φαινυλενοδιαμίνη o-phenylenediamine Ιατρική & υγεία
οφθαλμοπάθεια ophthalmopathy Ιατρική & υγεία
οφθαλμοπληγία ophthalmoplegia Ιατρική & υγεία
οψωνίνη opsonin Ιατρική & υγεία
οψωνοποίηση opsonisation Ιατρική & υγεία
πάγκρεας pancreas Ιατρική & υγεία
παγκρεατεκτομή pancreatectomy Ιατρική & υγεία
παγκρεατίτιδα pancreatitis Ιατρική & υγεία
παγκρεατοζυμίνη pancreatic hormone Ιατρική & υγεία
παγωμένος frozen Ιατρική & υγεία
παθογένεση pathogenesis Ιατρική & υγεία
παθογονικότητα pathogenicity Ιατρική & υγεία
παθογόνος pathogen pathogenic Ιατρική & υγεία
παθολογικός pathological Ιατρική & υγεία
παθοφυσιολογία pathophysiology Ιατρική & υγεία
παθοφυσιολογικός pathophysiological Ιατρική & υγεία
παπαΐνη papain Ιατρική & υγεία
παράγοντας factor agent Ιατρική & υγεία
παραγωγή production Ιατρική & υγεία
παράγωγο derivative Ιατρική & υγεία
παραισθησία paresthesia Ιατρική & υγεία
παρα-ισομερές π-ισομερές p-isomer Ιατρική & υγεία
παρακείμενος adjacent Ιατρική & υγεία
παρακρινής paracrine Ιατρική & υγεία
παρακρύσταλλος paracrystal Ιατρική & υγεία
παράμετρος parameter Ιατρική & υγεία
παράπλευρος πλευρικός lateral Ιατρική & υγεία
παραπρωτεϊναιμία paraproteinaemia paraproteinemia Ιατρική & υγεία
παραπρωτεΐνη paraprotein Ιατρική & υγεία
παρασιτικός parasitic Ιατρική & υγεία
παράσιτο parasite Ιατρική & υγεία
παρασκεύασμα παρασκευή preparation Ιατρική & υγεία
παρασκευαστικός preparative Ιατρική & υγεία
παρατήρηση observation Ιατρική & υγεία
παράτοπος paratope Ιατρική & υγεία
παραφίνωση paraffin embedding Ιατρική & υγεία
παρεγκεφαλίδα cerebellum Ιατρική & υγεία
παρέγχυμα parenchyma Ιατρική & υγεία
παρεμβολή παρέμβαση interference Ιατρική & υγεία
παρεμποδιστής inhibitor Ιατρική & υγεία
παρενέργεια side effect Ιατρική & υγεία
παρωτίδα parotid Ιατρική & υγεία
παρωτίτιδα mumps Ιατρική & υγεία
πάσχων patients Ιατρική & υγεία
παχυσαρκία παχυσωμία obesity Ιατρική & υγεία
παχυταινία pachytene Ιατρική & υγεία
π-βενζοκινόνη p-benzoquinone Ιατρική & υγεία
πείραμα experiment Ιατρική & υγεία
πειραματόζωο laboratory animal experimental animal Ιατρική & υγεία
πέμφιγα pemphigus Ιατρική & υγεία
πεμφιγοειδές pemphigoid Ιατρική & υγεία
πενικιλίνη penicillin Ιατρική & υγεία
πενταμερές pentamer Ιατρική & υγεία
πεπτίδιο peptide Ιατρική & υγεία
πεπτικός digestive Ιατρική & υγεία
περιβάλλον environment Ιατρική & υγεία
περιεκτικότητα content Ιατρική & υγεία
περικύτταρα pericytes Ιατρική & υγεία
περιόστεο periosteum Ιατρική & υγεία
περιπυρηνικός perinuclear Ιατρική & υγεία
περίσσεια excess Ιατρική & υγεία
περιττός superfluous Ιατρική & υγεία
περιχόνδριο perichondrium Ιατρική & υγεία
πέψη digestion Ιατρική & υγεία
πεψίνη pepsin Ιατρική & υγεία
πηγή fontanel Ιατρική & υγεία
πηκτίνη pectin Ιατρική & υγεία
πήκτωμα gel Ιατρική & υγεία
πίθηκος monkey Ιατρική & υγεία
πλακούντας placenta Ιατρική & υγεία
πλακώδες squamous placode Ιατρική & υγεία
πλάσμα plasma Ιατρική & υγεία
πλασματοκύτταρο plasma cell Ιατρική & υγεία
πλασματοκύτωμα plasmatocytoma Ιατρική & υγεία
πλειοτροπισμός pleiotropism Ιατρική & υγεία
πλεονέκτημα advantage Ιατρική & υγεία
πληθυσμός population Ιατρική & υγεία
πνεύμονας lung Ιατρική & υγεία
ποικιλομορφία diversity Ιατρική & υγεία
ποικιλόμορφος variegated Ιατρική & υγεία
πολικότητα polarity Ιατρική & υγεία
πολλαπλασιασμός multiplication Ιατρική & υγεία
πόλος pole Ιατρική & υγεία
πολυ-l-λυσίνη poly-l-lysine Ιατρική & υγεία
πολυαιθυλενογλυκόλη polyethylene glycol Ιατρική & υγεία
πολυακρυλαμίδιο polyacrylamide Ιατρική & υγεία
πολυακρυλαμίδιο-αγαρόζη polyacrylamide-agarose Ιατρική & υγεία
πολυαργινίνη polyarginine Ιατρική & υγεία
πολυβινύλιο polyvinyl Ιατρική & υγεία
πολυβινυλοχλωρίδιο polyvinylchloride Ιατρική & υγεία
πολυγονιδιακός polygene Ιατρική & υγεία
πολυδράμνιο polyhydramnio Ιατρική & υγεία
πολυδραστικότητα polyreactivity Ιατρική & υγεία
πολυδύναμος πολυσθενής polyvalent multivalent Ιατρική & υγεία
πολυεστέρας polyester Ιατρική & υγεία
πολυκατιόν polycation Ιατρική & υγεία
πολυκλωνικός polyclonal Ιατρική & υγεία
πολυλοβιακός multilobular Ιατρική & υγεία
πολυμεράση polymerase Ιατρική & υγεία
πολυμερισμός polymerisation Ιατρική & υγεία
πολυμορφισμός polymorphism Ιατρική & υγεία
πολυμορφοπύρηνος polymorphonuclear Ιατρική & υγεία
πολυμυοσίτιδα polymyositis Ιατρική & υγεία
πολυουρία polyuria Ιατρική & υγεία
πολυπεπτίδιο polypeptide Ιατρική & υγεία
πολυπλοειδία polyploidy Ιατρική & υγεία
πολυπλοκότητα complexity Ιατρική & υγεία
πολυπύρηνος multinuclear Ιατρική & υγεία
πολυσακχαρίτης polysaccharide Ιατρική & υγεία
πολυσπερμία polyspermy Ιατρική & υγεία
πολύστιβο stratified Ιατρική & υγεία
πολυστοιχειακός multiunit Ιατρική & υγεία
πολυστυρένιο polystyrene Ιατρική & υγεία
πολυφαγία gluttony Ιατρική & υγεία
πολφός pulp Ιατρική & υγεία
πονοϋποδοχέας nociceptor Ιατρική & υγεία
πορώδες πορώδης ιδιότητα porosity Ιατρική & υγεία
πορώδης porous Ιατρική & υγεία
ποσθίτιδα posthitis Ιατρική & υγεία
ποσοστό percentage Ιατρική & υγεία
ποσοτικοποίηση quantification Ιατρική & υγεία
πουρίνη purine Ιατρική & υγεία
πρηνισμός pronation Ιατρική & υγεία
πρόβατο sheep Ιατρική & υγεία
προβενεσίδη probenecid Ιατρική & υγεία
προγεστερόνη progesterone Ιατρική & υγεία
πρόγνωση prognosis Ιατρική & υγεία
προ-διαβητικός pre-diabetic Ιατρική & υγεία
προδιάθεση predisposition Ιατρική & υγεία
πρόδρομος προχωρητικός anterograde Ιατρική & υγεία
πρόδρομος precursor Ιατρική & υγεία
προέλευση origin Ιατρική & υγεία
προεπεξεργασία pretreatment Ιατρική & υγεία
προεπώαση preincubation Ιατρική & υγεία
προϊνσουλίνη proinsulin Ιατρική & υγεία
προϊόν product Ιατρική & υγεία
πρόκληση provocation Ιατρική & υγεία
προλακτίνη prolactin Ιατρική & υγεία
προλακτίνωμα prolactinoma Ιατρική & υγεία
πρόληψη prevention Ιατρική & υγεία
προορμόνη pro-hormone Ιατρική & υγεία
προπρανολόλη propranolol Ιατρική & υγεία
προ-προ-ινσουλίνη preinsulin Ιατρική & υγεία
προπυλθειουρακίλη propylthiuracyl Ιατρική & υγεία
προσαγωγός afferent Ιατρική & υγεία
προσαρμογή εθισμός adaptation Ιατρική & υγεία
πρόσδεμα ligand Ιατρική & υγεία
προσδένω bind Ιατρική & υγεία
προσέγγιση approach Ιατρική & υγεία
προσκόλληση adhesion attachment Ιατρική & υγεία
πρόσμιξη contamination contaminant Ιατρική & υγεία
προσοφθάλμιος ocular Ιατρική & υγεία
προσρόφηση adsorption Ιατρική & υγεία
προσταγλανδίνη prostaglandin Ιατρική & υγεία
προστασία protection Ιατρική & υγεία
πρόσωπο face Ιατρική & υγεία
πρότυπο pattern standard Ιατρική & υγεία
προτυποποίηση standardisation Ιατρική & υγεία
πρότυπος standard Ιατρική & υγεία
πρόφαση prophase Ιατρική & υγεία
προφύλαξη prophylactics Ιατρική & υγεία
πρωταμίνη protamine Ιατρική & υγεία
πρωτεάση protease Ιατρική & υγεία
πρωτεΐνη protein Ιατρική & υγεία
πρωτεϊνοσύνθεση protein biosynthesis Ιατρική & υγεία
πρωτεϊνουρία proteinuria Ιατρική & υγεία
πρωτεογλυκάνη proteoglycan Ιατρική & υγεία
πρωτεόλυση proteolysis Ιατρική & υγεία
πρωτεολυτικός proteolitic Ιατρική & υγεία
πρωτεύων primate Ιατρική & υγεία
πρωτόγαλα colostrum Ιατρική & υγεία
πρωτογενής primal original Ιατρική & υγεία
πρωτόζωο protozoan Ιατρική & υγεία
πρωτόκολλο protocol Ιατρική & υγεία
πτύχωση fold Ιατρική & υγεία
πύλη hilum Ιατρική & υγεία
πυρετογόνος pyrogen Ιατρική & υγεία
πυρετός fever Ιατρική & υγεία
πυρήνας nucleus Ιατρική & υγεία
πυρηνίσκος nucleolus Ιατρική & υγεία
πυριμιδίνη pyrimidine Ιατρική & υγεία
ραβδίο rod Ιατρική & υγεία
ραδιενέργεια radioactivity Ιατρική & υγεία
ραδιοϊσότοπο radioisotope Ιατρική & υγεία
ραδιοσημασμένος radiolabelled radiolabeled Ιατρική & υγεία
ραχαιοκοιλιακός οπισθιοπρόσθιος dorsoventral Ιατρική & υγεία
ραχιτισμός rickets Ιατρική & υγεία
ρενίνη renin Ιατρική & υγεία
ρεννίνη πυτία rennin Ιατρική & υγεία
ρετικουλίνη reticulin Ιατρική & υγεία
ρετροϊός retrovirus Ιατρική & υγεία
ρητίνη resin Ιατρική & υγεία
ρικέτσια rickettsia Ιατρική & υγεία
ροδαμίνη rhodamine Ιατρική & υγεία
ρυθμιστής regulator Ιατρική & υγεία
ρυθμιστικός regulatory Ιατρική & υγεία
ρυθμός rate Ιατρική & υγεία
σάκος κυστίδιο saccule Ιατρική & υγεία
σακχαρίνη saccharin Ιατρική & υγεία
σάκχαρο sugar Ιατρική & υγεία
σακχαρόζη sucrose saccharose Ιατρική & υγεία
σαλικυλικός salicylic Ιατρική & υγεία
σάλιο saliva Ιατρική & υγεία
σάλπιγγα salpinx Ιατρική & υγεία
σαπονίνη saponin Ιατρική & υγεία
σεκρετίνη secretine Ιατρική & υγεία
σεροτονίνη serotonin Ιατρική & υγεία
σήμα signal Ιατρική & υγεία
σημαίνω label Ιατρική & υγεία
σήμανση labelling Ιατρική & υγεία
σημασμένος labelled Ιατρική & υγεία
σηψαιμία sepsis Ιατρική & υγεία
σιαλογαγγλιοσίδιο sialoganglioside Ιατρική & υγεία
σιαλοπρωτεΐνη sialoprotein Ιατρική & υγεία
σίδηρος iron Ιατρική & υγεία
σκελετικός skeletal Ιατρική & υγεία
σκορβούτο scurvy Ιατρική & υγεία
σκύλος dog Ιατρική & υγεία
σμάλτο enamel Ιατρική & υγεία
σμαλτοβλάστης ameloblast Ιατρική & υγεία
σορβιτόλη sorbitol Ιατρική & υγεία
σουλφονιλουρία σουλφονυλουρία sulphonylurea sulfonylurea Ιατρική & υγεία
σπείραμα glomerulus Ιατρική & υγεία
σπειράματα glomeruli Ιατρική & υγεία
σπειραματονεφρίτιδα glomerulonephritis Ιατρική & υγεία
σπέρμα σπερματοζωάριο sperm spermatozoon Ιατρική & υγεία
σπερματέγχυση insemination Ιατρική & υγεία
σπερματίδη spermatid Ιατρική & υγεία
σπερματογένεση spermatogenesis Ιατρική & υγεία
σπερματοκύτταρο spermatocyte Ιατρική & υγεία
σπλήνας spleen Ιατρική & υγεία
σπληνεκτομή splenectomy Ιατρική & υγεία
σπονδυλωτός vertebrate Ιατρική & υγεία
σταθεροποίηση stabilisation Ιατρική & υγεία
σταθεροποιητής stabiliser Ιατρική & υγεία
σταθερός stable Ιατρική & υγεία
σταφυλή uvula Ιατρική & υγεία
στειρότητα infertility sterility Ιατρική & υγεία
στέλεχος stem strain Ιατρική & υγεία
στερεοϊσομερές conformer Ιατρική & υγεία
στερεός dense Ιατρική & υγεία
στηθάγχη heart pain Ιατρική & υγεία
στήλη column Ιατρική & υγεία
στιβάδα layer Ιατρική & υγεία
στίγμα trait Ιατρική & υγεία
στομάχι stomach Ιατρική & υγεία
στρεπταβιδίνη streptavidin Ιατρική & υγεία
στρεπτόκοκκος streptococcus Ιατρική & υγεία
στρεπτολυσίνη streptolysin Ιατρική & υγεία
στρώμα stroma Ιατρική & υγεία
συγγένεια affinity Ιατρική & υγεία
συγκέντρωση concentration Ιατρική & υγεία
συγκόλληση agglutination Ιατρική & υγεία
συγκολλητίνη agglutinin Ιατρική & υγεία
σύζευγμα conjugate Ιατρική & υγεία
σύζευξη conjugation coupling Ιατρική & υγεία
συμπαθητικός sympathetic Ιατρική & υγεία
συμπεριφορά behaviour Ιατρική & υγεία
σύμπλεγμα σύμπλοκο complex Ιατρική & υγεία
συμπλήρωμα complement supplement Ιατρική & υγεία
συμπλοκοποιητής complector Ιατρική & υγεία
σύμπτωμα symptom Ιατρική & υγεία
συμπυκνωτής condenser Ιατρική & υγεία
συναπτικός synaptic Ιατρική & υγεία
σύναψη synapse synapsis Ιατρική & υγεία
σύνδεση πρόσδεση binding linkage Ιατρική & υγεία
συνδεσμικός commissural Ιατρική & υγεία
σύνδεσμος ligament link Ιατρική & υγεία
σύνδρομο syndrome Ιατρική & υγεία
συνένζυμο coenzyme Ιατρική & υγεία
συνεργεία synergism Ιατρική & υγεία
συνεργιστικός synergistic Ιατρική & υγεία
σύνθεση synthesis Ιατρική & υγεία
συνθετάση synthetase Ιατρική & υγεία
συνθετικός synthetic Ιατρική & υγεία
σύνθετος complex Ιατρική & υγεία
συνθέτω synthesise Ιατρική & υγεία
συνθήκη condition Ιατρική & υγεία
συντελεστής coefficient Ιατρική & υγεία
σύντηξη fusion melting Ιατρική & υγεία
συρίγγιο fistula Ιατρική & υγεία
συσσωμάτωμα aggregate Ιατρική & υγεία
συσσωρεύω accumulate Ιατρική & υγεία
σύσταση composition Ιατρική & υγεία
συστατικό component constituent Ιατρική & υγεία
σύφιλη syphilis Ιατρική & υγεία
συχνότητα frequency Ιατρική & υγεία
σφαιρίδιο bead Ιατρική & υγεία
σφικτόδεσμος tight junction Ιατρική & υγεία
σφύρα malleus Ιατρική & υγεία
σχήμα μορφή shape form Ιατρική & υγεία
σχηματισμός formation Ιατρική & υγεία
σχιζοφρένεια schizophrenia Ιατρική & υγεία
σχιστοσωμίαση schistosomiasis Ιατρική & υγεία
σώμα corpus Ιατρική & υγεία
σωματίδιο σωμάτιο particle Ιατρική & υγεία
σωματικός somatic Ιατρική & υγεία
σωματομεδίνη somatomedin Ιατρική & υγεία
σωματοστατίνη somatostatine Ιατρική & υγεία
σωματότυπος somatotype Ιατρική & υγεία
σωμίτης somite Ιατρική & υγεία
τάξη class Ιατρική & υγεία
τασεοϋποδοχέας stretch receptor Ιατρική & υγεία
τάση voltage Ιατρική & υγεία
τελοδενδρία terminal arborization Ιατρική & υγεία
τελόφαση telophase Ιατρική & υγεία
τένοντας tendon Ιατρική & υγεία
τερηδόνα caries tooth decay Ιατρική & υγεία
τερματικός τελικός terminal Ιατρική & υγεία
τεστοστερόνη testosterone Ιατρική & υγεία
τετράδα tetrad Ιατρική & υγεία
τετραμεθυλενοδιαμίνη tetramethylethylene diamine temed Ιατρική & υγεία
τετραμερές tetramer Ιατρική & υγεία
τεχνική technique Ιατρική & υγεία
τιμολόλη timolol Ιατρική & υγεία
τιτλοδότηση titration Ιατρική & υγεία
τμήμα segment Ιατρική & υγεία
τοκετός delivery Ιατρική & υγεία
τολαζαμίδη tolazamide Ιατρική & υγεία
τολβουταμίδη tolbutamide Ιατρική & υγεία
τομέας domain Ιατρική & υγεία
τομή section Ιατρική & υγεία
τοξικός toxic Ιατρική & υγεία
τοξικότητα toxicity Ιατρική & υγεία
τοξίνη toxin Ιατρική & υγεία
τοξοειδής arcuate Ιατρική & υγεία
τοξοπλάσμωση toxoplasmosis Ιατρική & υγεία
τοποϊσομεράση topoisomerase Ιατρική & υγεία
τουμπουλίνη tubulin Ιατρική & υγεία
τρανσφαιρίνη transferin Ιατρική & υγεία
τρανσφερρίνη transferrin Ιατρική & υγεία
τραύμα wound Ιατρική & υγεία
τράχηλος cervix Ιατρική & υγεία
τριγλυκερίδια triglycerides Ιατρική & υγεία
τριιωδοθυρονίνη triiodothyronine Ιατρική & υγεία
τρινιτροφαινόλη trinitrophenol Ιατρική & υγεία
τροποποίηση modification Ιατρική & υγεία
τροφοδοτικό power supply Ιατρική & υγεία
τρυψίνη trypsin Ιατρική & υγεία
τρωκτικό rodent Ιατρική & υγεία
τυροσιναιμία tyrosinemia Ιατρική & υγεία
τυροσίνη tyrosine Ιατρική & υγεία
υαλοειδής hyaline Ιατρική & υγεία
υβρίδιο hybrid Ιατρική & υγεία
υβριδισμός hybridization Ιατρική & υγεία
υβριδοποίηση hybridisation Ιατρική & υγεία
υβρίδωμα hybridoma Ιατρική & υγεία
υγρός liquid Ιατρική & υγεία
υδατάνθρακας carbohydrate Ιατρική & υγεία
υδράργυρος mercury Ιατρική & υγεία
υδροκεφαλία hydrocephaly Ιατρική & υγεία
υδρόλυση hydrolysis Ιατρική & υγεία
υδρολυσίνη hydrolysine Ιατρική & υγεία
υδροξυαπατίτης hydroxyapatite Ιατρική & υγεία
υδροξυκινολίνη hydroxyquinoline Ιατρική & υγεία
υδροξυλομάδα hydroxyl group Ιατρική & υγεία
υδροξυουρία hydroxyurea Ιατρική & υγεία
υδροξυπρολίνη-λυσίνη hydroxyproline-lysine Ιατρική & υγεία
υδρόφιλος hydrophile Ιατρική & υγεία
υδρόφοβος hydrophobe Ιατρική & υγεία
υλικό material Ιατρική & υγεία
υπεζωκότας pleura Ιατρική & υγεία
υπερανοσοποίηση hyperimmunisation Ιατρική & υγεία
υπερασβεστιαιμία hypercalcemia Ιατρική & υγεία
υπεργλυκαιμία hyperlycaemia hyperglucemia Ιατρική & υγεία
υπερδιάταση hyperdilatation Ιατρική & υγεία
υπερέκκριση hypersecretion Ιατρική & υγεία
υπερευαισθησία hypersensitivity Ιατρική & υγεία
υπέρηχος ultrasound Ιατρική & υγεία
υπερθέρμανση overheating Ιατρική & υγεία
υπερθυρεοειδισμός hyperthyroidism Ιατρική & υγεία
υπερινσουλινισμός hyperinsulinism Ιατρική & υγεία
υπερκαλιαιμία hyperkalemia Ιατρική & υγεία
υπερκείμενο supernatant Ιατρική & υγεία
υπερκετοναιμία hyperketonaemia hyperketonemia Ιατρική & υγεία
υπερλιπιδαιμία hyperlipidemia Ιατρική & υγεία
υπεροικογένεια superfamily Ιατρική & υγεία
υπεροξειδάση peroxidase Ιατρική & υγεία
υπεροξειδάση-αντι-υπεροξειδάση peroxidase-anti-peroxidase Ιατρική & υγεία
υπερπαραθυρεοειδισμός hyperparathyroidism Ιατρική & υγεία
υπερπλασία hyperplasia Ιατρική & υγεία
υπερπροϊνσουλιναιμία hyperproinsulinemia Ιατρική & υγεία
υπερπρολακτιναιμία hyperprolactinaemia hyperprolactinemia Ιατρική & υγεία
υπερτρίχωση hypertrichosis Ιατρική & υγεία
υπερχοληστεριναιμία hypercholesterolaemia hypercholesterolemia Ιατρική & υγεία
υπέρχρωση hyperpigmentation hyperchromia Ιατρική & υγεία
υπερωσμωτικότητα hyperosmolarity Ιατρική & υγεία
υποασβεστιαιμία low blood calcium hypocalcaemia Ιατρική & υγεία
υπόβαθρο background Ιατρική & υγεία
υποβλεννογόνος submucosa Ιατρική & υγεία
υπογαμμασφαιριναιμία hypogammaglobulinaemia hypogammaglobulinemia Ιατρική & υγεία
υπογλυκαιμία hypoglycaemia hypoglycemia Ιατρική & υγεία
υπογλώσσιος sublingual Ιατρική & υγεία
υπογνάθιος submandibular submaxillary Ιατρική & υγεία
υπογοναδισμός hypogonadism Ιατρική & υγεία
υποδερμίδα subcutaneous tissue hypodermis Ιατρική & υγεία
υποδόριος ενδοδερμικός intracutaneous subcutaneous Ιατρική & υγεία
υποδοχέας receptor Ιατρική & υγεία
υποκαλιαιμία hypopotassaemia hypopotassemia Ιατρική & υγεία
υπολειπόμενος recessive Ιατρική & υγεία
υπόλευκο whitish Ιατρική & υγεία
υπομονάδα subunit Ιατρική & υγεία
υπονατριαιμία hyponatremia Ιατρική & υγεία
υποξανθίνη hypoxanthine Ιατρική & υγεία
υποομάδα subgroup Ιατρική & υγεία
υποπαραθυρεοειδισμός hypoparathyroidism Ιατρική & υγεία
υποπληθυσμός subpopulation Ιατρική & υγεία
υπορρύθμιση hyporegulation Ιατρική & υγεία
υπόστρωμα substrate Ιατρική & υγεία
υποτάξη subclass Ιατρική & υγεία
υποτροπιάζω relapse Ιατρική & υγεία
υπο-υπομορφισμός hypo-hypomorfism Ιατρική & υγεία
υποφυσεοεξαρτώμενος hypophysis dependent Ιατρική & υγεία
υπόφυση pituitary gland Ιατρική & υγεία
υφή structure Ιατρική & υγεία
φαγοκύτταρο phagocyte Ιατρική & υγεία
φαινόμενο phenomenon effect Ιατρική & υγεία
φαινότυπος phenotype Ιατρική & υγεία
φαινυλαλανίνη phenylalanine Ιατρική & υγεία
φαινυλαμίνη phenylamine Ιατρική & υγεία
φαινυλκετονουρία phenylketonouria Ιατρική & υγεία
φαινυλοβουταζόνη phenylbutasone phenylbutazone Ιατρική & υγεία
φαινυντοίνη phenytoine phenytoin Ιατρική & υγεία
φαινφορμίνη phenformin Ιατρική & υγεία
φαιοχρωμοκύττωμα pheochromocytoma Ιατρική & υγεία
φακός lens Ιατρική & υγεία
φάρμακο drug Ιατρική & υγεία
φασματοφωτόμετρο phasma photometer Ιατρική & υγεία
φερριτίνη ferritin Ιατρική & υγεία
φετουίνη fetuin Ιατρική & υγεία
φθαρτός deciduous Ιατρική & υγεία
φθορίζω fluoresce Ιατρική & υγεία
φθορίζων fluorescent Ιατρική & υγεία
φθορισκεΐνη φθορισεΐνη fluorescein Ιατρική & υγεία
φθορισμομετρία fluorometry Ιατρική & υγεία
φθορισμός fluorescence Ιατρική & υγεία
φικόλλη ficoll Ιατρική & υγεία
φίλτρο filter Ιατρική & υγεία
φλέβα vein Ιατρική & υγεία
φλεγμονώδης inflammatory Ιατρική & υγεία
φλογοκύτταρο flame cell Ιατρική & υγεία
φλοιός cortex Ιατρική & υγεία
φονικός killer Ιατρική & υγεία
φορέας carrier Ιατρική & υγεία
φορμαλδεΰδη formaldehyde Ιατρική & υγεία
φορτίο charge Ιατρική & υγεία
φόρτιση gain of charge Ιατρική & υγεία
φουροσεμίδη phourosemide Ιατρική & υγεία
φρεάτιο well Ιατρική & υγεία
φρουκτόζη fructose Ιατρική & υγεία
φυγοκέντρηση centrifugation Ιατρική & υγεία
φυλετικός sex Ιατρική & υγεία
φυλετικότητα sex Ιατρική & υγεία
φύλο sex Ιατρική & υγεία
φυλογενετικός phylogenetic Ιατρική & υγεία
φυλοεπηρεαζόμενος sex influenced Ιατρική & υγεία
φυλοπεριορισμένος sex limited Ιατρική & υγεία
φυλοσύνδετος sex linked Ιατρική & υγεία
φυματίωση tuberculosis Ιατρική & υγεία
φυσιολογία physiology Ιατρική & υγεία
φυσιολογικός normal physiological Ιατρική & υγεία
φωσφογλυκομουτάση phosphoglycomutase Ιατρική & υγεία
φωσφολιπάση phospholipase Ιατρική & υγεία
φωσφολιπίδια phospholipids Ιατρική & υγεία
φωσφοπρωτεΐνη phosphoric protein Ιατρική & υγεία
φωσφορικός phosphoric Ιατρική & υγεία
φωσφορισμός phosphorescence phosphorism Ιατρική & υγεία
φωσφορυλίωση phosphorylation Ιατρική & υγεία
φωτόμετρο photometer Ιατρική & υγεία
χαλκός copper Ιατρική & υγεία
χαρακτηρισμός characterisation Ιατρική & υγεία
χαρακτηριστικό characteristic Ιατρική & υγεία
χαρτογράφηση mapping Ιατρική & υγεία
χασμοδεσμός gap junction Ιατρική & υγεία
χείλη labia Ιατρική & υγεία
χημειοκίνη chemokine Ιατρική & υγεία
χημειοτακτισμός chemotaxis Ιατρική & υγεία
χημειοφωταύγεια chemiluminescence Ιατρική & υγεία
χημικός chemical Ιατρική & υγεία
χίασμα chiasma Ιατρική & υγεία
χιασματυπία επιχιασμός crossing over Ιατρική & υγεία
χιλιόγραμμο kilogram Ιατρική & υγεία
χλωροπροπαμίδη chlorpropamide Ιατρική & υγεία
χνούδι lanugo Ιατρική & υγεία
χοιρινός porcine Ιατρική & υγεία
χολέρα cholera Ιατρική & υγεία
χολή bile Ιατρική & υγεία
χοληστερίνη cholesterine Ιατρική & υγεία
χοληστερόλη cholesterol Ιατρική & υγεία
χολινεστεράση cholinesterase Ιατρική & υγεία
χολοκυστεκτομή cholecystectomy Ιατρική & υγεία
χονδροασβεστίνη chondrocalcin Ιατρική & υγεία
χονδροβλάστης chondroblast Ιατρική & υγεία
χόνδρος cartilage Ιατρική & υγεία
χορήγηση administration injection Ιατρική & υγεία
χρόνιος chronic Ιατρική & υγεία
χρυσός gold Ιατρική & υγεία
χρωματίνη chromatin Ιατρική & υγεία
χρωματογραφία chromatography Ιατρική & υγεία
χρωμιόφιλος chromaffin Ιατρική & υγεία
χρωμογόνο chromogen Ιατρική & υγεία
χρωμομερίδιο chromomere Ιατρική & υγεία
χρωμόνημα chromonema Ιατρική & υγεία
χρωμόσωμα χρωματόσωμα chromosome Ιατρική & υγεία
χρώση staining Ιατρική & υγεία
χρωστική stain dye Ιατρική & υγεία
χυλομικροναιμία chylomicronemia Ιατρική & υγεία
χυμικός humoral Ιατρική & υγεία
ψαλίδα fornix Ιατρική & υγεία
ψάρι fish Ιατρική & υγεία
ψευδάργυρος zinc Ιατρική & υγεία
ψευδοερμαφροδιτισμός pseudohermaphroditism Ιατρική & υγεία
ψευδοερμαφρόδιτος pseudohermaphrodite Ιατρική & υγεία
ψευδοκάταγμα pseudofracture Ιατρική & υγεία
ψευδοϋπογλυκαιμία pseudo hypoglycaemia pseudo hypoglycemia Ιατρική & υγεία
ψυχροσυγκολλητίνη cold agglutinin Ιατρική & υγεία
ωάριο egg Ιατρική & υγεία
ωλένη ulna Ιατρική & υγεία
ωοαγωγός Fallopian tube Ιατρική & υγεία
ωογένεση oogenesis Ιατρική & υγεία
ωοθηκεκτομή oophorectomy Ιατρική & υγεία
ωοθήκη ovary Ιατρική & υγεία
ωοθυλάκιο θυλακοκύτταρο follicle ovarian follicle Ιατρική & υγεία
ωοκύτταρο oocyte Ιατρική & υγεία
ωόλημμα oolemma Ιατρική & υγεία
ωρίμανση maturation Ιατρική & υγεία
ώριμος mature Ιατρική & υγεία
ωχρινοτροπίνη ωχρινοποιητική ορμόνη luteotropin Ιατρική & υγεία
αγωγός duct Μηχανολογία
αέρας air Μηχανολογία
αεροκινητήρας air motor Μηχανολογία
αεροσυμπιεστής air compressor Μηχανολογία
άζωτο nitrogen Μηχανολογία
άκμονες anvils Μηχανολογία
ακροδέκτης swages terminal Μηχανολογία
ακροπτερύγιο tip Μηχανολογία
ακροφύσιο nozzle orifice Μηχανολογία
ακτίνα radius Μηχανολογία
αλουμίνιο aluminum Μηχανολογία
αναβαθμός shoulder Μηχανολογία
ανακλαστήρες reflectors Μηχανολογία
αναμικτήρας carburetor carburettor Μηχανολογία
αναρρόφηση υποπίεση suction Μηχανολογία
ανεμιστήρας fan Μηχανολογία
ανεπιτυχής unacceptable countersinking Μηχανολογία
ανεροειδές aneroid Μηχανολογία
ανιχνευτής detector Μηχανολογία
ανοικτό open Μηχανολογία
ανορθωτής rectifier Μηχανολογία
ανταποκριτής responder Μηχανολογία
αντίβαρο αντίβαρο πτερώσεως counterweight flyweight Μηχανολογία
αντισταθμιστής compensator Μηχανολογία
αντισταθμιστικό trim tab Μηχανολογία
αντίσταση resistor bleeder resistor Μηχανολογία
αντλία pump Μηχανολογία
άντωση lift Μηχανολογία
άξονας shaft axle Μηχανολογία
απαέρωση vent Μηχανολογία
αποκατάσταση vent Μηχανολογία
αποκλίνον divergent Μηχανολογία
αποξεστήρας scraper Μηχανολογία
αποσβεστήρας damper Μηχανολογία
αποστραγγίσεως drain cocks Μηχανολογία
αποστράγγιση drain Μηχανολογία
αρσενικός male Μηχανολογία
αυλάκι slot Μηχανολογία
αυτομετασχηματιστής auto transformer Μηχανολογία
αφαλός hub Μηχανολογία
βαθμίδες stages Μηχανολογία
βάθος depth Μηχανολογία
βαλβίδα valve Μηχανολογία
βαλβίδες manifold valves Μηχανολογία
βάση base Μηχανολογία
βήμα pitch Μηχανολογία
βλάβη damaged area Μηχανολογία
βλεφαρίδες ανοιγόκλειμα βλεφαρίδων blinker Μηχανολογία
βλητροκοχλίας clevis bolt Μηχανολογία
βοηθητική auxiliary Μηχανολογία
γεννήτρια generator Μηχανολογία
δακτύλιος collar grommet Μηχανολογία
δεξαμενή tank reservoir Μηχανολογία
δευτερόλεπτα seconds Μηχανολογία
διακόπτης switch Μηχανολογία
διαμορφωμένη modulating Μηχανολογία
διανομέας διανομική βαλβίδα συμπιέζοντας το πέλμα β6." 62
διάφραγμα baffle diaphragm Μηχανολογία
διαχύτης diffuser Μηχανολογία
διεγερτήρας εμβολέας riser Μηχανολογία
δίσκος disk Μηχανολογία
δίχαλο turnbuckle fork Μηχανολογία
διωστήρας connecting rod Μηχανολογία
δοκίμιο specimen Μηχανολογία
εγχυτήρας burner ejector Μηχανολογία
έδρα seat Μηχανολογία
έδρανο bushing Μηχανολογία
έδραση trunnion Μηχανολογία
εισαγωγή inlet in Μηχανολογία
είσοδος port inlet Μηχανολογία
εκκεντρικότητα gear strut Μηχανολογία
έκκεντρο έκκεντρη πλάκα cam camplate Μηχανολογία
εκκένωση dump Μηχανολογία
εκκινητήρας starter motor Μηχανολογία
έκρηξη firing Μηχανολογία
εκτοξευτής slinger Μηχανολογία
εκτροπέας deflector baffle Μηχανολογία
ελατήρια springs Μηχανολογία
ελατήριο spring Μηχανολογία
έλικα propeller Μηχανολογία
ελικοστρόβιλος turbo prop Μηχανολογία
έμβολο piston plunger Μηχανολογία
εμποδιστήρας bubble level Μηχανολογία
ενδείκτης indicator gage Μηχανολογία
ενισχυτής amplifier - right Μηχανολογία
εξαγωγή έξοδος αέρα exhaust exhaust ejector Μηχανολογία
εξατμιστής evaporator Μηχανολογία
εξισωτής equalizer Μηχανολογία
έξοδος outlet Μηχανολογία
εξωτερικά outboard Μηχανολογία
εξωτερικό outer Μηχανολογία
επαφή contractor contact Μηχανολογία
επικάλυμμα cap Μηχανολογία
επικάλυψη κάλυμμα cover Μηχανολογία
επικάλυψη facing Μηχανολογία
επικασσιτέρωση tin coating Μηχανολογία
επιμήκυνση εφελκυσμός stretching Μηχανολογία
επιστροφή return Μηχανολογία
επίσωτρο tire Μηχανολογία
επιτρεπτή permissible countersinking Μηχανολογία
εσωτερικά inboard Μηχανολογία
εσωτερικό inner Μηχανολογία
ζεύξη shackle Μηχανολογία
ζυγός rocker arm yoke Μηχανολογία
ηλεκτρική electrical Μηχανολογία
ηλεκτρόδιο electrode Μηχανολογία
ηλεκτροκινητήρας electric motor Μηχανολογία
ήλοι κοχλίες rivets or screws Μηχανολογία
θάλαμος cabin Μηχανολογία
θερμαντήρας heater Μηχανολογία
θερμοδιακόπτες thermal switches Μηχανολογία
θερμοδιακόπτης thermal switch Μηχανολογία
θερμοκρασία temperature Μηχανολογία
θερμοστάτης thermostat Μηχανολογία
θήκη σώμα housing Μηχανολογία
θηλυκός female Μηχανολογία
θραύση fracture Μηχανολογία
θύρα door Μηχανολογία
ισορροπημένοι balanced Μηχανολογία
ισορροπία equilibrium Μηχανολογία
κάλυψη case Μηχανολογία
καλώδιο bonding Μηχανολογία
κανονικό normal Μηχανολογία
κανονικός optional Μηχανολογία
κάτοψη side view Μηχανολογία
καυσαέρια exhaust gases Μηχανολογία
καύσιμο fuel Μηχανολογία
κενός vacuum Μηχανολογία
κεντρικά center Μηχανολογία
κεφαλή head cross head Μηχανολογία
κινητήρας motor engine Μηχανολογία
κίτρινο yellow Μηχανολογία
κλειστή off closed Μηχανολογία
κλίση roll Μηχανολογία
κόκκινο red Μηχανολογία
κυλινδρίσκος τροχίσκος roller Μηχανολογία
κύλινδρος bowl cylinder Μηχανολογία
κύρια main Μηχανολογία
κυρτή brazier head Μηχανολογία
κυστίδα sump Μηχανολογία
κύτταρο cell Μηχανολογία
κώνος cone Μηχανολογία
λαβύρινθος labyrinth Μηχανολογία
λευκό white Μηχανολογία
λυγισμός kink Μηχανολογία
μεταβιβαστής transducer transmitter Μηχανολογία
μετακαυστήρας afterburner Μηχανολογία
μετασχηματιστής transformer Μηχανολογία
μηχανική mechanical Μηχανολογία
μικροδιακόπτες micro switcher Μηχανολογία
μικροσκόπιο microscope Μηχανολογία
μόλυβδος lead Μηχανολογία
μπροστινό front Μηχανολογία
οδηγός pilot Μηχανολογία
οδοντώσεις cam track Μηχανολογία
ολίσθηση slip Μηχανολογία
οξυγόνο oxygen Μηχανολογία
οφθαλμοκοχλίας eyebolt Μηχανολογία
παράκυκλος washer Μηχανολογία
παρειά crankarm Μηχανολογία
παρελκόμενο accessory Μηχανολογία
παρέμβασμα flange insert Μηχανολογία
πείροι rivets Μηχανολογία
πείρος stud Μηχανολογία
περίβλημα nut case shroud Μηχανολογία
περικόχλιο nut νut Μηχανολογία
περιοριστήρας orifice Μηχανολογία
πεταλούδα butterfly Μηχανολογία
πίδακας ejector Μηχανολογία
πίεση pressure Μηχανολογία
πιλοτήριο cockpit flight station Μηχανολογία
πίσω rear Μηχανολογία
πλαίσιο σκελετός μηχανήματος frame Μηχανολογία
πλάκα routing template Μηχανολογία
πλεξούδα strand Μηχανολογία
πλήρωση charging Μηχανολογία
πλωτήρας float Μηχανολογία
ποδόπληκτρο foot treadle Μηχανολογία
ποδωστήρια pedals Μηχανολογία
προέγχυση primer Μηχανολογία
προεκτάσεις extension arms Μηχανολογία
πρόοψη front view top view Μηχανολογία
προσθήκη preload shim Μηχανολογία
προσοχή caution Μηχανολογία
προστομίδα nipple Μηχανολογία
προτιμητέα preferred countersinking Μηχανολογία
προτιμώμενος preferred Μηχανολογία
πτερύγιο blade fin Μηχανολογία
πτέρωση feather Μηχανολογία
πτήση flight Μηχανολογία
πτυχώσεις crimps Μηχανολογία
πυρήνας core Μηχανολογία
πυροκροτητής cartridge Μηχανολογία
ράβδος rod Μηχανολογία
ρεοστάτης rheostat Μηχανολογία
ρύγχος snout Μηχανολογία
ρυθμιστής ρυθμιστής βήματος regulator governor Μηχανολογία
ρυθμιστικό adjuster Μηχανολογία
σβήσιμο cut off Μηχανολογία
σιγαστήρας silencer Μηχανολογία
σκανδάλη trigger Μηχανολογία
σκέλος shock strut push-pull Μηχανολογία
σπινθηριστής αναφλεκτήρας πλατίνα igniter igniter plug Μηχανολογία
σταθμά weights Μηχανολογία
σταθμοδόχη weight pan Μηχανολογία
στατικό static Μηχανολογία
στεγανοποιητικό sealant Μηχανολογία
στέλεχος shank Μηχανολογία
στένωση orifice venturi Μηχανολογία
στρόβιλος turbine Μηχανολογία
στροβοσκόπιο strobe light Μηχανολογία
στρογγυλή round head Μηχανολογία
στρόφαλος crankpin journal Μηχανολογία
στροφείο impeller rotor Μηχανολογία
στροφή yaw Μηχανολογία
συγκλίνον convergent Μηχανολογία
συγκόλληση solder weld Μηχανολογία
συμπίεση συρρίκνωση shrinking Μηχανολογία
συμπιεστής compressor Μηχανολογία
συμπυκνωτής condenser Μηχανολογία
σύνδεση crimp or pinch Μηχανολογία
συνδεσμολογία link Μηχανολογία
σύνδεσμος fitting resistance element Μηχανολογία
συνηθισμένη universal head Μηχανολογία
σύρμα wire Μηχανολογία
συρματόσχοινο cable Μηχανολογία
συσσωρευτής accumulator Μηχανολογία
σφαιροτριβέας ball bearing Μηχανολογία
σφιγκτήρας κολάρο clamp Μηχανολογία
σωλήνας tube tubing Μηχανολογία
σωληνοειδές solenoid Μηχανολογία
σωλήνωση fuel line manifold Μηχανολογία
ταχύτητα velocity Μηχανολογία
τηλεδιακόπτης relay Μηχανολογία
τομέας sector Μηχανολογία
τομές templates Μηχανολογία
τραβηχτός pull type Μηχανολογία
τριβέας bearing Μηχανολογία
τροχαλίες pulleys Μηχανολογία
τροχός wheel Μηχανολογία
τύμπανο drum Μηχανολογία
τυφλός blind type Μηχανολογία
υγρασία moisture Μηχανολογία
υπερστροφές overspeed Μηχανολογία
υπερσυμπιεστής supercharger Μηχανολογία
υποδοχέας socket Μηχανολογία
υποδοχή receptacle Μηχανολογία
υπομόχλιον fulcrum Μηχανολογία
υποστήριγμα support Μηχανολογία
υποστροφές underspeed Μηχανολογία
υψηλή high Μηχανολογία
φακοί lens Μηχανολογία
φέρμουΐτ lining Μηχανολογία
φιάλη φιάλη-δοχείο container Μηχανολογία
φίλτρο screen strainer Μηχανολογία
φίλτρο/ξηραντήρας filter/drier Μηχανολογία
φισούνες bellows Μηχανολογία
φλάντζα flange Μηχανολογία
φλογοσωλήνας flame tube Μηχανολογία
φορέας pylon Μηχανολογία
φρένα brakes Μηχανολογία
φυσητήρας blower Μηχανολογία
φυσίγγιο cartridge Μηχανολογία
φως light Μηχανολογία
χαμηλή low Μηχανολογία
χειραντλία hand pump Μηχανολογία
χειρολαβή handle Μηχανολογία
χιτώνιο χιτώνιο-δακτυλίδι sleeve Μηχανολογία
χοάνη gooch crucible Μηχανολογία
χρονιστής timer or cycling unit Μηχανολογία
χρόνος time Μηχανολογία
χτυπητός stump type Μηχανολογία
χωροβάτης bubble protactor Μηχανολογία
ψαλίδα fork Μηχανολογία
ψυχόμενος cooled space Μηχανολογία
cd cd ΜΜΕ
άβυσσος mise-en-abyme ΜΜΕ
αγορά marketplace agora ΜΜΕ
άδεια license ΜΜΕ
αεροναυπηγική aerospace ΜΜΕ
αθλητικά sports events ΜΜΕ
αίνιγμα enigma ΜΜΕ
αισθητικά aesthetically ΜΜΕ
αισθητική αισθητική πλευρά aesthetics ΜΜΕ
αισθητικός aesthetic ΜΜΕ
αιτιότητα causality ΜΜΕ
ακουστική acoustics ΜΜΕ
α-κριτικός uncritical ΜΜΕ
ακροατής listener ΜΜΕ
αληθοφάνεια vraisemblance verisimilitude 77
ά-λογος unreflective ΜΜΕ
αμερικανοποιώ americanise ΜΜΕ
αμεροληψία impartiality ΜΜΕ
αμοντάριστος unedited ΜΜΕ
αμφισημία equivocation ΜΜΕ
αναγνώστης reader ΜΜΕ
αναγνώστης/θεατής reader/spectator ΜΜΕ
ανακαλώ evoke ΜΜΕ
αναξιοπιστία unreliability ΜΜΕ
αναπαραγωγή reproduction ΜΜΕ
αναπαράσταση representation ΜΜΕ
αναπαραστατικός representative ΜΜΕ
ανεξαρτησία independence ΜΜΕ
ανθολογία anthology ΜΜΕ
ανθρωπολογία anthropology ΜΜΕ
ανοικειοποίηση defamiliarisation ΜΜΕ
ανταγωνισμός competition ΜΜΕ
αντανάκλαση mirroring ΜΜΕ
ανταποκριτής correspondent ΜΜΕ
αντικειμενικότητα objectivity subjectivity ΜΜΕ
αντικείμενο subject ΜΜΕ
αντι-κινηματογράφος anti-cinema ΜΜΕ
αντικυβερνητική pro-opposition ΜΜΕ
αντίληψη πρόσληψη perception perceiving ΜΜΕ
αντιμυθιστόρημα antinovel ΜΜΕ
αντιπολίτευση opposition ΜΜΕ
αξίωμα public office ΜΜΕ
απαρχή origin ΜΜΕ
απλοποίηση simplification ΜΜΕ
αποδέκτης δέκτης receiver adressee ΜΜΕ
αποδέκτης-θεατής viewer-receiver ΜΜΕ
αποθήκευση restoration ΜΜΕ
αποκέντρωση decentralisation ΜΜΕ
αποκωδικοποίηση decoding ΜΜΕ
απο-πολιτιστικοποίηση de-cultivation ΜΜΕ
απορρυθμισμένος deregulated ΜΜΕ
απόσπασμα παράθεμα quotation ΜΜΕ
αρθρογράφος publicist ΜΜΕ
αρθρογραφώ editorialise ΜΜΕ
αριστούργημα masterpiece ΜΜΕ
αρχηγία leadership ΜΜΕ
αρχικειμενικότητα architextuality ΜΜΕ
αστέρας star ΜΜΕ
ασύρματος radio wireless ΜΜΕ
ασφάλεια protector ΜΜΕ
άτομο individual ΜΜΕ
αυθαιρεσία arbitrariness ΜΜΕ
αυτοαναφορά self-reflexivity self-citation ΜΜΕ
αυτοαναφορικός self-reflexive ΜΜΕ
αυτοαναφορικότητα self-reflectiveness reflexivity ΜΜΕ
αυτολογοκρισία self-censorship ΜΜΕ
αυτορρύθμιση self-regulation ΜΜΕ
αφηγηματικός narrative ΜΜΕ
αφηγηματικότητα narrativity ΜΜΕ
αφηγηματολόγος narratologist ΜΜΕ
αφήγηση narration ενώ ο όρος ""narration"" είναι πιο κοντά στο ""διήγηση-diegesis"". Δες και τον όρο ""αφήγηση"" -ως αφηρημένος όρος- και ""διήγηση""."
αφήγηση narrative ενώ ο όρος ""narration"" είναι πιο κοντά στο ""διήγηση-diegesis"". Δες και τον όρο ""αφήγηση"" -στην πράξη- και ""διήγηση""."
αφηγητής narrator ΜΜΕ
αφηγούμαι to narrate ΜΜΕ
αφηρημένο abstract ΜΜΕ
αφιέρωση dedication ΜΜΕ
αχρονικός a-chronic ΜΜΕ
βάση-σταθμός base station ΜΜΕ
βήμα bema ΜΜΕ
βιβλιογραφία bibliography ΜΜΕ
βιντεοφόν videophone ΜΜΕ
βιολογία biology ΜΜΕ
βλέμμα ματιά gaze look ΜΜΕ
γεγονός συμβάν event fact ΜΜΕ
γενικός general ΜΜΕ
γιγαχέρτζ gigahertz ΜΜΕ
γλυπτό sculpture ΜΜΕ
γλώσσα language 77
γλωσσοκεντρικός language centered ΜΜΕ
γλωσσολογία γλωσσική επιστήμη linguistics ΜΜΕ
γνωσιολογία cognition ΜΜΕ
γνωστικός γνωσιολογικός cognitive ΜΜΕ
γουέστερν αλλά παραμένει ο αγγλικός ή γαλλικός όρος ""φιλμ νουάρ"" western
γράμμα letter ΜΜΕ
γραμματική grammar ΜΜΕ
γραμματολογία grammatology ΜΜΕ
γραμμικός linear ΜΜΕ
γραμμικότητα linearity ΜΜΕ
γυαλί glass ΜΜΕ
γυναίκες-αστέρες female stars ΜΜΕ
γυρίσματα making ΜΜΕ
δειγματοληψία sampling ΜΜΕ
δείχνοντας δεικνύναι showing ΜΜΕ
δεοντολογία principles ΜΜΕ
δέσμη beam ΜΜΕ
δευτεραγωνιστής second role ΜΜΕ
δήλωση denotation ΜΜΕ
δήλωση manifestation ΜΜΕ
δημιουργός film maker auteur ΜΜΕ
δημοσιογράφος journalists ΜΜΕ
διαδίκτυο internet ΜΜΕ
διαδοχή succession ΜΜΕ
διάδραση interaction ΜΜΕ
διαδραστικός είναι ξεκάθαρη η τάση για να μεταφραστεί και να μην μεταγραφεί απλώς με ελληνικούς χαρακτήρες." 2831
διακειμενικός intertextual ΜΜΕ
διακειμενικότητα στον οποίον περιλαμβάνεται και η ""διακειμενικότητα"" ως ειδικότερη κατηγορία 77
διακείμενο υπερκείμενο για αυτό που αντλεί. Προτιμούμε τον όρο ""διακείμενο"" αντί για το ""υπερκείμενο""." 2831
διακυβέρνηση government ΜΜΕ
διάλογος dialogue ΜΜΕ
διαμόρφωση modulation ΜΜΕ
διανοούμενος intellectual ΜΜΕ
διαπλοκή combination ΜΜΕ
διασημότητα celebrity ΜΜΕ
διασκευή προσαρμογή adaption adaptation ΜΜΕ
διαφήμιση publicity ΜΜΕ
διάφραγμα diaphragm ΜΜΕ
διεπιστημονικός interdisciplinary ΜΜΕ
διεύθυνση προορισμός destination ΜΜΕ
διήγηση διήγηση μίας ιστορίας [[ καθώς στο τρέχον λεξιλόγιο ""αφήγηση"" και ""διήγηση"" συνήθως δεν διαφοροποιούνται. Προτείνουμε εδώ για λόγους πρακτικούς και σε συμφωνία με την ετυμολογική και ιστορική πλευρά των όρων]] diegesis
διήγηση-αφήγηση diegesis-narrative ΜΜΕ
δικαστήρια courts ΜΜΕ
δίοδος κανάλι channel ΜΜΕ
δισκέτα diskette ΜΜΕ
δόμηση δομή structure ΜΜΕ
δομισμός στρουκτουραλισμός structuralism ΜΜΕ
δομιστικός δομικός based on structuralism structural ΜΜΕ
δορυφόρος satellite ΜΜΕ
δράμα drama ΜΜΕ
δράση action ΜΜΕ
δυαδικότητα duality ΜΜΕ
εθνομεθοδολογικός ethnomethodological ΜΜΕ
ειδήσεις πρόγραμμα ειδήσεων news ΜΜΕ
ειδικός ειδικός γνώστης expert ΜΜΕ
είδος genre ΜΜΕ
εικόνα image ΜΜΕ
εικονογράφηση illustration ΜΜΕ
ειρωνικός ironic ΜΜΕ
εισαγωγή introduction ΜΜΕ
εκδότης publisher editor ΜΜΕ
εκδοχή version ΜΜΕ
εκλογές election ΜΜΕ
εκπομπή transmission ΜΜΕ
εκτόξευση launching ΜΜΕ
εκφώνηση enunciation ΜΜΕ
έλλειψη ellipsis ΜΜΕ
εμπειρισμός empiricism ΜΜΕ
εμπορικός commercial 77
εμποροποίηση commercialisation ΜΜΕ
ενδοκειμενικότητα intratextuality ΜΜΕ
ενίσχυση amplification ΜΜΕ
ενισχυτής amplifier ΜΜΕ
έννοια concept ΜΜΕ
ενοποίηση unification ΜΜΕ
ενσύρματος καθοδηγούμενος wired guided ΜΜΕ
εξασθένηση attenuation ΜΜΕ
εξέλιξη evolution ΜΜΕ
εξιστόρηση encounting ΜΜΕ
εξοπλισμός equipment ΜΜΕ
εξώφυλλο book jacket ΜΜΕ
επαγωγή deduction ΜΜΕ
επαναγραφή re-writing ΜΜΕ
επανακατασκευάζω to reconstruct ΜΜΕ
επανάληψη repetition ΜΜΕ
επανάσταση revolution 2831
επίγειος terrestrial ΜΜΕ
επίγραμμα epigraph ΜΜΕ
επιθυμία desire ΜΜΕ
επικοινωνιακός communicative ΜΜΕ
επικοινωνίες communications telecommunications 2831
επίλογος postface afterword ΜΜΕ
επιμέλεια editing ΜΜΕ
επιμελητής editor ΜΜΕ
επιστημολογία epistemology ΜΜΕ
επιστημονικός scientific ΜΜΕ
Εργατικοί Labour ΜΜΕ
έργο work ΜΜΕ
ερέθισμα-αντίδραση stimulus-response ΜΜΕ
ερμηνευτής performer ΜΜΕ
έσοδα income funding ΜΜΕ
εστίαση focus focalisation ΜΜΕ
εστιαστής focaliser ΜΜΕ
εταιρεία company ΜΜΕ
ευφράδεια eloquence ΜΜΕ
εφαρμογή application ΜΜΕ
εφέ effect ΜΜΕ
εφημερίδα newspaper ΜΜΕ
εφημερίδα-πρότυπο newspaper-model ΜΜΕ
ζωγραφική painting ΜΜΕ
ζώνη band ΜΜΕ
ηθοποιός actor ΜΜΕ
ηλεκτρισμός electricity ΜΜΕ
ηλεκτρονικός electronic ΜΜΕ
ημερολόγιο diary ΜΜΕ
ήχος sound ΜΜΕ
θέαμα spectacle ΜΜΕ
θέαση vision ΜΜΕ
θέαση/ανάγνωση reading αλλά εδώ ο όρος ""θέαση"" χρησιμοποιήθηκε για να υπονοήσει το σχόλιο που μόλις έγινε."
θεατής κοινό spectator viewer ΜΜΕ
θέατρο theatre ΜΜΕ
θεματοποιώ thematize ΜΜΕ
θεματοφύλακας trustee ΜΜΕ
θεολογία theology ΜΜΕ
θεσμός institution ΜΜΕ
θετικισμός positivism ΜΜΕ
θεωρητικοποίηση theoreticalisation ΜΜΕ
θεωρητικοποιώ theorise ΜΜΕ
θεωρητικός theorist ΜΜΕ
θεωρητικός theoretical theoretic ΜΜΕ
θεωρία theory ΜΜΕ
θεωρίες theories ΜΜΕ
θόρυβος noise ΜΜΕ
ιδεόγραμμα ideogram ΜΜΕ
ιδεολογία ideology ΜΜΕ
ιεραρχία hierarchy ΜΜΕ
ίνα fiber ΜΜΕ
ιονόσφαιρα ionosphere ΜΜΕ
ισομορφικός isomorphic ΜΜΕ
ιστορία αφηγηματικό περιεχόμενο story fabula αν και υπάρχει συχνά πρόβλημα ακαθοριστίας
ιστορικοποιώ historise ΜΜΕ
ισχύς power ΜΜΕ
κάδρο frame ΜΜΕ
καθολικός universal ΜΜΕ
καθολικότητα παγκοσμιότητα universality globalisation ΜΜΕ
καθρέφτης mirror ΜΜΕ
καθυστέρηση retardation ΜΜΕ
κάλυψη coverage ΜΜΕ
καλώδιο cable ΜΜΕ
κάμερα camera ΜΜΕ
κάμερα-αφηγητής camera-narrator ΜΜΕ
κανάλι σταθμός channel network αν και ο ακριβής όρος στα ελληνικά είναι ""δίκτυο"". Επειδή
κανόνας rule ΜΜΕ
κανονικότητα regularity ΜΜΕ
καταγράφω record ΜΜΕ
κατανόηση understanding ΜΜΕ
κατασκευή construction ΜΜΕ
κατάτμηση fragmentation segmentation ΜΜΕ
κατηγορία category ΜΜΕ
κατηγοριοποίηση categorisation ΜΜΕ
κειμενικότητα textuality ΜΜΕ
κείμενο text ΜΜΕ
κειμενογλωσσολογικός textlinguistic ΜΜΕ
κέντρο operator ΜΜΕ
κιλοχέρτζ kilohertz ΜΜΕ
κινηματογραφία cinematography ΜΜΕ
κινηματογραφιστής cineaste ΜΜΕ
κινηματογραφολογία cinematographology ΜΜΕ
κινηματογράφος cinema film αντιστρόφως ο όρος ""film"" μεταφράζεται και ως ""ταινία"" -και με την καθαρά τεχνική σημασία της κόπιας ""κάηκε η ταινία/το φιλμ""- και παραμένει αμετάφραστος και απλώς μεταγεγραμμένος στα ελληνικά ως ""φιλμ""
κινηματογραφο-σημειολογία σημειολογία του κινηματογράφου cine-semiology ΜΜΕ
κοινοβούλιο parliament ΜΜΕ
κοινωνία society ΜΜΕ
κοινωνιολογία sociology ΜΜΕ
κοιτάζω της ""ματιάς"" 77
κόμιξ κόμικς comics ΜΜΕ
κόμμα party ΜΜΕ
κονσόρτιουμ κοινοπραξία consortium ΜΜΕ
κόρπους αλλά σε περικείμενο χωρίς τεχνική ορολογία φαίνεται μάλλον αποπροσανατολιστικό." 2831
κρατίδιο region ΜΜΕ
κριτική criticism critic ΜΜΕ
κριτικός critic ΜΜΕ
κύκλος cycle ΜΜΕ
κύκλωμα circuit ΜΜΕ
κύμα wave ΜΜΕ
κυματοδηγός waveguide ΜΜΕ
κυψέλη cell ΜΜΕ
κώδικας code ΜΜΕ
κωμωδία comedy ΜΜΕ
κωμωδίες comedies ΜΜΕ
λαογραφία folklore ΜΜΕ
λέγειν λέγοντας telling ΜΜΕ
λέιζερ laser ΜΜΕ
λειτουργίες functions ΜΜΕ
λέξη word ΜΜΕ
λεξιλόγιο vocabulary ΜΜΕ
λήψη reception ΜΜΕ
λογική logic ΜΜΕ
λογοκλοπή plagiarism ΜΜΕ
λόγος speech ΜΜΕ
λογοτεχνία literature ΜΜΕ
λογοτεχνικοκεντρικός literature centered ΜΜΕ
μαζοχισμός masochism ΜΜΕ
μαθηματικοποίηση mathematicalisation ΜΜΕ
μαθηματικός mathematical ΜΜΕ
μεγαλοφαντασιακός grand-imagier ΜΜΕ
μεγαχέρτζ megahertz ΜΜΕ
μεθοδολογία methodology ΜΜΕ
μεθοδολογικός methodological ΜΜΕ
μέθοδος method ΜΜΕ
μειονότητα minority ΜΜΕ
μελετητής scholar ΜΜΕ
μέσα means ΜΜΕ
μεταβάλλομαι to be modified ΜΜΕ
μετάβαση transition ΜΜΕ
μεταγλώσσα metalanguage ΜΜΕ
μεταγλωττισμένος dubbed ΜΜΕ
μεταδίδω to transmit ΜΜΕ
μεταδομισμός post-structuralism ΜΜΕ
μεταθεωρητικός metatheoretical ΜΜΕ
μεταθεωρία metatheory ΜΜΕ
μετακειμενικότητα metatextuality ΜΜΕ
μεταμφίεση masquerade ΜΜΕ
μετασχηματίζομαι to be transformed ΜΜΕ
μετασχηματισμός transformation ΜΜΕ
μεταφορά adaptation ΜΜΕ
μεταφορά metaphor ΜΜΕ
μεταψυχολογικός metapsychological ΜΜΕ
μήκος length ΜΜΕ
μηχανισμός mechanism ΜΜΕ
μηχανισμός apparatus ΜΜΕ
μικρο-γλώσσες micro-language ΜΜΕ
μικροεπεξεργαστής microprocessor ΜΜΕ
μικροκοσμικός microcosmic ΜΜΕ
μικρόκοσμος microcosm microcosmos ΜΜΕ
μικροκύματα microwave ΜΜΕ
μικροκυψέλη microcell ΜΜΕ
μικρόφωνο microphone ΜΜΕ
μίμηση imitation mimesis ΜΜΕ
μιούζικαλ αλλά παραμένει ο αγγλικός ή γαλλικός όρος ""φιλμ νουάρ"" musical
μνημόνιο aide-memoire ΜΜΕ
μονάδα unit ΜΜΕ
μονόλογος soliloquies ΜΜΕ
μονοπλάνο one single shot ΜΜΕ
μονοπώλιο monopoly ΜΜΕ
μοντάζ αν και σε κάποιες περιπτώσεις συναντούμε το ""σύνθεση εικόνας και ήχου""." πάνω στην ήδη γυρισμένη ταινία."
μοντάρω to edit ΜΜΕ
μόνωση isolation ΜΜΕ
μονωτήρας insulator ΜΜΕ
μορφή form ΜΜΕ
μορφήματα morphemes ΜΜΕ
μορφολογία morphology ΜΜΕ
μοτίβα theme ΜΜΕ
μουσική music ΜΜΕ
μυθιστόρημα novel ΜΜΕ
μυθοπλασία fiction ΜΜΕ
μύθος myth ΜΜΕ
ναυσιπλοΐα navigation ΜΜΕ
νόημα meaning ΜΜΕ
ντοκιμαντέρ documentary ΜΜΕ
οθόνη screen ΜΜΕ
οικείος familiar ΜΜΕ
ολότητα wholeness ΜΜΕ
ομιλητής speaker ΜΜΕ
ομοιομορφία uniformity ΜΜΕ
οργανισμός organisation ΜΜΕ
ορθολογισμός rationalism rationality ΜΜΕ
ορθολογιστικός rationalistic ΜΜΕ
ορολογία terminology ΜΜΕ
όρος term ΜΜΕ
παγίδα snare ΜΜΕ
παίζοντας acting ΜΜΕ
παλίμψηστο palimpsest 2831
παντογνωσία omniscience ΜΜΕ
παράγραφος paragraph ΜΜΕ
παραγωγές media products ΜΜΕ
παραγωγός producer ΜΜΕ
παράδειγμα paradigm ΜΜΕ
παραθέτω report ΜΜΕ
παρακειμενικότητα paratextuality ΜΜΕ
παρακείμενο paratext ΜΜΕ
παραλληλισμός parallelism ΜΜΕ
παραμυθάς storyteller ΜΜΕ
παραμύθι folktale tale ΜΜΕ
παρατάξεις parties ΜΜΕ
παρατηρητής observer ΜΜΕ
παρεμβάλλω interfere ΜΜΕ
παρεμβολή interference ΜΜΕ
παρωδία travesty ΜΜΕ
περίβλημα cladding ΜΜΕ
περιεχόμενο content ΜΜΕ
περικείμενο context ΜΜΕ
περίληψη digest ΜΜΕ
περιοδικότητα periodicity ΜΜΕ
περιορισμός constrain ΜΜΕ
περιφερειακό regional ΜΜΕ
πηγή source ΜΜΕ
πήξιμο επιβράδυνση jamming ΜΜΕ
πίνακας index ΜΜΕ
πιστότητα fidelity ΜΜΕ
πλάνο shot ΜΜΕ
πλάτος εύρος amplitude ΜΜΕ
πληροφορίες information ΜΜΕ
πληροφορική πληροφορική τεχνολογία informatics information technology ΜΜΕ
πληροφοριοδότης informant ΜΜΕ
πλοκή plot story ΜΜΕ
πνευματικός διανοητικός intellectual ΜΜΕ
ποίηση poetry ΜΜΕ
ποιητική poetics ΜΜΕ
πολίτες citizenry ΜΜΕ
πολίτευμα constitution ΜΜΕ
πολίτης citizen ΜΜΕ
πολιτική politics ΜΜΕ
πολιτικός politician ΜΜΕ
πολιτισμός civilisation 77
πολιτισμός culture 77
πολύσημα open to different levels of interpretation ΜΜΕ
πολυφωνία pluralism ΜΜΕ
πομπός sender ΜΜΕ
πομπός-δημιουργός creator-sender ΜΜΕ
ποσοστό rate ΜΜΕ
πραγματικότητα reality ΜΜΕ
πραγματολογία linguistic pragmatics ΜΜΕ
πραγμάτωση langage ΜΜΕ
πράξη action ΜΜΕ
προβολή projection ΜΜΕ
πρόγραμμα programme ΜΜΕ
πρόλογος foreword preface ΜΜΕ
προστασία protection ΜΜΕ
προσωποποίηση personification ΜΜΕ
πρόταση sentence ΜΜΕ
πρότυπο model ΜΜΕ
πρωταγωνιστής protagonist ΜΜΕ
πρωτοπορία avant-garde ΜΜΕ
πυρήνας core ΜΜΕ
πυρίτιο silicon ΜΜΕ
ραδιοκύματα radio waves airwaves ΜΜΕ
ραδιοτηλεόραση broadcasting όπου στη θέση του έχουμε συνηθέστερα τον ειδικότερο όρο ""τηλεόραση""
ρεαλισμός realism ΜΜΕ
ρεπορτάζ reportages 2831
ρεύμα current ΜΜΕ
ρήτορας orators rhetores ΜΜΕ
ρητορική oratory rhetoric ΜΜΕ
ρητοροδιδάσκαλος rhetorodidaskalos ΜΜΕ
ριμέικ remake ΜΜΕ
ρομποτική robotics ΜΜΕ
σαπουνόπερα soap opera ΜΜΕ
σειρά [[ ""σειρά"" είναι η ""εκπομπή"" που τα επεισόδιά της είναι ""αυτοτελή"" και ""σίριαλ"" είναι η εκπομπή που η δράση διακόπτεται με το τέλος του επεισοδίου και συνεχίζει στο επόμενο."]] 2831
σεκάνς σειρά sequence ΜΜΕ
σενάριο screenplay ΜΜΕ
σεναριογράφος screenwriter ΜΜΕ
σεξουαλικότητά sexuality ΜΜΕ
σήμα signal ΜΜΕ
σημαίνον signifier ΜΜΕ
σημασιολογία semantics ΜΜΕ
σηματοδότηση giving meaning ΜΜΕ
σημείο sign semeion 2831
σημειολογία semiology 77
σημειολογικός based on semiology ΜΜΕ
σημειώσεις notes ΜΜΕ
σημειωτική στη σχετική βιβλιογραφία απαντά περισσότερο αυτός ο όρος παρά ο όρος ""σημειολογία"". Η διάκριση semiotics
σημειωτικός semiotic ΜΜΕ
σημήματα sememes ΜΜΕ
σήριαλ serials ΜΜΕ
σινεφίλ κινηματογραφόφιλος moviegoer ΜΜΕ
σκέψη thought ΜΜΕ
σκηνή scene ΜΜΕ
σκηνή stage ΜΜΕ
σκηνικά settings ΜΜΕ
σκηνικό setting ΜΜΕ
σκηνογραφία scenography ΜΜΕ
σκηνοθέτης metteur-en-scene director καθώς προτιμάται το ""δημιουργός"" όχι αναγκαστικά με το βάρος της θεωρίας του δημιουργού. Αντίστοιχη είναι και η διάκριση των όρων στα ελληνικά."
σοφιστές sophists sophistes ΜΜΕ
στεγανοποίηση compartmentalisation ΜΜΕ
στούντιο studio ΜΜΕ
στρουκτουραλιστής δομιστής structuralist ΜΜΕ
συγκεντρωτισμός centralisation ΜΜΕ
σύγκλιση convergence ΜΜΕ
σύλληψη conceptualisation ΜΜΕ
συμβάντα happenings ΜΜΕ
συμβάσεις conventions ΜΜΕ
σύμβολα symbols ΜΜΕ
συμβολικός symbolic ΜΜΕ
σύμβολο symbol ΜΜΕ
συμβούλιο council board ΜΜΕ
συμπεριφορισμός μπιχεβιορισμός behaviourism ΜΜΕ
συναίνεση consensus consent ΜΜΕ
συναίσθημα sentiment ΜΜΕ
σύνδεση connection ΜΜΕ
συνεκτικότητα συνοχή coherence ΜΜΕ
συνέλευση assembly ΜΜΕ
συνεντεύξεις interviews ΜΜΕ
συνεργάτης contributor ΜΜΕ
συν-συγγραφείς co-authors ΜΜΕ
σύνταξη syntax ΜΜΕ
συντηρητικοί conservatives ΜΜΕ
συνυποδήλωση connotation ΜΜΕ
σύρμα wire ΜΜΕ
σύστημα system ΜΜΕ
συστηματικός systematical ΜΜΕ
συχνότητα frequency ΜΜΕ
συχνότητες frequencies ΜΜΕ
σχεδιασμός design ΜΜΕ
σχολή school ΜΜΕ
σχόλιο commentary ΜΜΕ
σώμα body ΜΜΕ
ταινία movie ΜΜΕ
τάξη class ΜΜΕ
ταξινόμηση taxonomy classification ΜΜΕ
τάση voltage ΜΜΕ
ταύτιση identification ΜΜΕ
ταχύτητα speed ΜΜΕ
τερματικό terminal ΜΜΕ
τέχνες arts ΜΜΕ
τεχνική technic ΜΜΕ
τεχνοκράτες technocrats ΜΜΕ
τεχνολογία technology ΜΜΕ
τηλεγραφία telegraphy ΜΜΕ
τηλεδημοκρατία teledemocracy ΜΜΕ
τηλεδικτατορία teledictatorship ΜΜΕ
τηλε-εργασία telework ΜΜΕ
τηλεματική telematics ΜΜΕ
τηλεοπτικογραφία βιντεοτέξτ videotext ΜΜΕ
τηλεόραση television 2831
τηλεπικοινωνίες telecommunications ΜΜΕ
τηλεσυνεδρίαση teleconference ΜΜΕ
τηλεταινία telemovie ΜΜΕ
τηλετράπεζα telebank ΜΜΕ
τηλεφωνία telephony ΜΜΕ
τηλέφωνο telephone ΜΜΕ
τηλεχειριστήριο remote control ΜΜΕ
τίτλοι titles ΜΜΕ
τμηματικός serial ΜΜΕ
τοκ-σόου αν και έχουν προταθεί νεολογισμοί του τύπου ""λογοθέαμα"" 77
τομέας cluster ΜΜΕ
τόποι topoi ΜΜΕ
τόπος place ΜΜΕ
τσιπ chip ΜΜΕ
τυπικός formal ΜΜΕ
τυπολογία typology ΜΜΕ
τυποποίηση formalization ΜΜΕ
τύπος type ΜΜΕ
υλικό material ΜΜΕ
υπαινιγμοί allusions ΜΜΕ
υπαινιγμός allusion ΜΜΕ
ύπαρξη οντότητα existence ΜΜΕ
υπάρχων existent ΜΜΕ
υπερβιβλία hyperbooks ΜΜΕ
υπεργενίκευση overgeneralisation ΜΜΕ
υπερδιακειμενικότητα [[ στον οποίον περιλαμβάνεται και η ""διακειμενικότητα"" ως ειδικότερη κατηγορία. Εν τούτοις τις περισσότερες φορές ο όρος ""υπερδιακειμενικότητα"" δεν χρησιμοποιείται και τη θέση του παίρνει η ""διακειμενικότητα""."]] 2831
υπερδύναμη super power ΜΜΕ
υπερκειμενικότητα hypertextuality ΜΜΕ
υποείδος subgenre ΜΜΕ
υποκατηγορία sub-category ΜΜΕ
υποκείμενο υπο-κείμενο αν και πολλές φορές απαντά ως ""υπο-κείμενο"" 77
υπο-κώδικας subcode ΜΜΕ
υποσύστημα sub-system ΜΜΕ
υποτιτλισμένος subtitled ΜΜΕ
ύφος style ΜΜΕ
φαντασία imagination ΜΜΕ
φαξ fax ΜΜΕ
φιλμ film ΜΜΕ
φιλμ/κινηματογράφος/ταινία όπως είναι αυτούσιος ο τίτλος του άρθρου 77
φιλοκυβερνητική pro-government ΜΜΕ
φιλολογία philology ΜΜΕ
φιλτράρισμα filtration ΜΜΕ
φίλτρο filter ΜΜΕ
φορμαλιστικός formalist ΜΜΕ
φόρουμ χώρος για δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις forum ΜΜΕ
φυσικός natural ΜΜΕ
φωνή voice ΜΜΕ
φωνή voice-over ΜΜΕ
φωνήματα phonemes ΜΜΕ
φωνητική phonetics ΜΜΕ
φωνολογία phonology ΜΜΕ
φωτισμός lighting ΜΜΕ
φωτογραφία photograph picture ΜΜΕ
φωτοεκπομπή light emitted ΜΜΕ
φωτορομάντζο photoplay ΜΜΕ
χαρακτήρας character ΜΜΕ
χαρακτήρας-αφηγητής character-narrator ΜΜΕ
χαρακτηρισμένος characterised ΜΜΕ
χρήση use ΜΜΕ
χρήστης user ΜΜΕ
χρονικότητα temporality ΜΜΕ
χρόνος time 2831
χωρητικότητα spatiality capacity ΜΜΕ
χώρος space ΜΜΕ
χωροχρόνος time and space temporality and spatiality ΜΜΕ
ψευδό-διακειμενικότητα mendacious intertextuality ΜΜΕ
ψευδό-ρεαλισμός pseudo-realism ΜΜΕ
ψεύδος falsehood ΜΜΕ
ψήφος vote ΜΜΕ
ψηφοφόροι voters ΜΜΕ
ψυχαγωγία entertainment ΜΜΕ
ψυχογλωσσολογία psycholinguistics ΜΜΕ
ψυχοθεραπεία psychotherapy ΜΜΕ
ψυχολογία psychology ΜΜΕ
Ααλένιο Aalenian Ιστορία
αγγεία pots vases Ιστορία
αγγειοπλάστες potters Ιστορία
αγγειοπλάστης potter Ιστορία
αγγειοπλαστική ceramics Ιστορία
αγγειόσπερμο angiosperm Ιστορία
αγίασμα blessing Ιστορία
αγιογραφία icon painting Ιστορία
αγκωνάρι cornestone Ιστορία
αγωγιάτης muleteer Ιστορία
αδελφότητα fraternity Ιστορία
αδιακόσμητα undecorated plain Ιστορία
αερόβιος aerobic Ιστορία
αεροφωτογραφία aerial photography Ιστορία
αέτωμα pediment Ιστορία
αζωικός azoic Ιστορία
Αιγαίο Aegean Ιστορία
αιγυπτιολόγος Egyptologist Ιστορία
αιώνας era Ιστορία
αιωνόθεμα erathem Ιστορία
ακαδημαϊσμός academism Ιστορία
ακμή acme Ιστορία
Ακουιτάνιο Aquitanian Ιστορία
ακτινόζωο radiolarium Ιστορία
Ακτινοπτερύγιοι Actinopterygii Ιστορία
αλάβαστρο alabaster Ιστορία
Άλβιο Albian Ιστορία
αλκάλια alkali Ιστορία
αλλόχθονος allochthonous Ιστορία
αλλφουρσινά alfoursina Ιστορία
αλμυρότητα salinity Ιστορία
Αλμωπία Almopia Ιστορία
αλυτρωτισμός irredentism Ιστορία
άμβωνας pulpit Ιστορία
αμμωνίτης ammonite Ιστορία
αμνήστευση amnesty Ιστορία
αμπάς aba Ιστορία
αμφίβια amphibia Ιστορία
αμφιβολίτης amphibolite Ιστορία
αμφορέας amphora Ιστορία
αναγένεση anagenesis Ιστορία
Αναγέννηση Renaissance Ιστορία
ανάγλυφο relief Ιστορία
αναδιανομή redistribution Ιστορία
αναδυμένος emerged Ιστορία
ανάδυση emersion Ιστορία
αναερόβιος anaerobic Ιστορία
ανακρυστάλλωση recrystallization Ιστορία
ανάκτορα palaces Ιστορία
ανάκτορο palace Ιστορία
ανακωχή armistice Ιστορία
αναλόγιο lectern stand Ιστορία
αναρχία anarchy Ιστορία
ανασκαφέας excavator Ιστορία
ανασκαφή excavation Ιστορία
ανασκολοπισμός impalement Ιστορία
αναστήλωση reconstruction restoration Ιστορία
ανάχωμα bank Ιστορία
ανεξιθρησκία religious tolerance Ιστορία
ανεργία unemployment Ιστορία
ανθέμιο palmette anthemio Ιστορία
ανθηβόλι tracing Ιστορία
ανθρακικός carbonate Ιστορία
ανθρωπογεωγραφία anthropogeography Ιστορία
ανθρωποειδές hominid Ιστορία
ανθρωπολογία anthropology Ιστορία
ανθρωπολόγος anthropologist Ιστορία
Ανίσιο Anisian Ιστορία
ανταλλαγή exchange Ιστορία
αντικατάσταση replacement renewal Ιστορία
αντικληρικαλισμός anticlericalism Ιστορία
Αντιμεταρρύθμιση Counter-Reformation Ιστορία
αντιπαροχή quid pro quo system Ιστορία
ανυδρίτης anhydrite Ιστορία
ανωδομή υπερδομή superstructure Ιστορία
απανθράκωση ενανθράκωση carbonization Ιστορία
απεργία strike Ιστορία
απλωταριά aplotaria Ιστορία
απογραφή census Ιστορία
αποζημίωση compensation payment Ιστορία
απόθεση deposit deposition Ιστορία
αποθέτης depositor Ιστορία
αποθήκευση storage Ιστορία
αποθήκη magazine store room Ιστορία
αποικιοκρατία colonialism Ιστορία
αποικισμός colonisation colonization Ιστορία
αποκέντρωση decentralisation Ιστορία
αποκρυπτογράφηση decipherment Ιστορία
απολίθωμα fossil Ιστορία
απολιθωματοδιαγένεση fossildiagenese Ιστορία
απολίθωση fossilization Ιστορία
απολυταρχισμός absolutism Ιστορία
απομνημονεύματα memoirs Ιστορία
απομόνωση isolation Ιστορία
αποξήρανση drainage Ιστορία
απορρίμματα discard Ιστορία
αποσάθρωση weathering Ιστορία
απόσβεση writing-off Ιστορία
απόσπασμα detachment Ιστορία
αποστρογγυλοποίηση αποστρογγύλωση roundness Ιστορία
απόσυρση regression Ιστορία
απόταξη purge Ιστορία
αποτυπώματα stamps Ιστορία
Απουλία Apulia Ιστορία
αποψίλωση depilation Ιστορία
Άπτιο Aptian Ιστορία
αραβούργημα arabesque Ιστορία
αργιλικός argillaceous Ιστορία
άργιλος clay argil Ιστορία
αρθρογραφία journalism Ιστορία
αριστοκρατία aristocracy Ιστορία
αρκόζης arkose Ιστορία
αρματολίκι camp Ιστορία
αρματολισμός armatolism Ιστορία
αρματολοί armatoloi Ιστορία
άροτρο plough Ιστορία
αρσανάς arsanas Ιστορία
αρχαιοβοτανική archaeobotany Ιστορία
αρχαιοζωολογία zooarchaeology archaeozoology Ιστορία
αρχαιολατρία ancestor-worship Ιστορία
αρχαιολογία archaeology Ιστορία
αρχαιοπτέρυξ archaeopteryx Ιστορία
αρχείο archive Ιστορία
αρχέτυπα archetypes Ιστορία
αρχιεπισκοπή archbishopric Ιστορία
αρχιερέας ιεράρχης prelate Ιστορία
αρχιραββινεία arch-rabbinate Ιστορία
ασβεστοκονίαμα mortar Ιστορία
ασβεστόλιθος lime limestone Ιστορία
ασβεστοποιημένος calcified Ιστορία
ασβεστοποίηση απασβέστωση calcification Ιστορία
ασκητισμός asceticism Ιστορία
ασπίδες shields Ιστορία
ασπόνδυλο invertebrate Ιστορία
αστράκι calcestruzzo Ιστορία
άστριος feldspar Ιστορία
άστρωτος unbedded Ιστορία
αστυφιλία urbanisation Ιστορία
ασυμφωνία disconformity unconformity Ιστορία
ασυνέχεια discontinuity Ιστορία
αταβισμός προγονικότητα atavism Ιστορία
Αττική Attican Ιστορία
αυθυγενετικός authigenic Ιστορία
αυθυγενής authigenοus Ιστορία
αύλακα trough Ιστορία
αυλακώσεις ripples grooves Ιστορία
Αυστριακή Austrian Ιστορία
αυτοδιάθεση self-determination Ιστορία
αυτοκέφαλο autocephalous status Ιστορία
αυτονομία autonomy Ιστορία
αυτονομιστές autonomists Ιστορία
αυτόχθονος autochthonous Ιστορία
αφαίρεση abstraction Ιστορία
αφηγηματικότητα narrative complexity Ιστορία
αφοπλισμός disarmament Ιστορία
αφορισμός excommunication Ιστορία
αψίδωμα arche Ιστορία
Βαγιόσιο Bajocian Ιστορία
βαθμίδα stage Ιστορία
βαθμίδες steps Ιστορία
Βαθόνιο Bathonian Ιστορία
βακούφιο vanf Ιστορία
Βαλαάδες Valaades Ιστορία
Βαλανζίνιο Valanginian Ιστορία
Βαλαχική Walachian Ιστορία
βαμβάκι cotton Ιστορία
Βαρρέμιο Barremian Ιστορία
βαρύτητα gravity Ιστορία
βάση base Ιστορία
βεβαιωτήριο certificate Ιστορία
βελεμνίτης belemnite Ιστορία
βελόνα spicule Ιστορία
Βενετοκρατία Venetian occupation Ιστορία
βενθονικός benthonic benthic Ιστορία
βένθος benthos Ιστορία
βεντέτα conflict Ιστορία
βεράτι berat Ιστορία
Βερριάσιο Berriasian Ιστορία
Βερσίλιο Versilian Ιστορία
Βερφένιο Werfenian Ιστορία
βερχοβιστής vrhovist Ιστορία
βημόθυρο sanctuary door Ιστορία
Βίζιο Visean Ιστορία
βιλαέτι vilayet Ιστορία
βιογεωγραφία biogeography Ιστορία
βιογεωλογία biogeology Ιστορία
βιοείδος biospecies Ιστορία
βιοΖώνη biozone Ιστορία
βιοζώνωση biozonation Ιστορία
βιοκλάστης bioclast Ιστορία
βιοκλαστικός bioclastic Ιστορία
βιοκοινωνία βιοκοινότητα biocoenosis biocenosis Ιστορία
βιοκοινωνιολογία biocoenology biocenology Ιστορία
βιολογία biology Ιστορία
βιολογικός biological Ιστορία
βιομικρίτης biomicrite Ιστορία
βιοστρωματογραφία biostratigraphy Ιστορία
βιοστρωματογραφικός biostratigraphic Ιστορία
βιόσφαιρα biosphere Ιστορία
βιότοπος biotope Ιστορία
βιοφάση biofacies Ιστορία
βιοχημεία biochemistry Ιστορία
βιοχώρος biochore Ιστορία
βιτουμενιούχος bitoumenous Ιστορία
Βιτρουβιανός Vitruvian Ιστορία
βοεβόδας voyvod voivode Ιστορία
βόθρος rubbish pit Ιστορία
Βόλγιο Volgian Ιστορία
βόρειος north boreal Ιστορία
Βουρδιγάλιο Burdigalian Ιστορία
βράγχια gills branchia Ιστορία
βραδυτεκτονικός tarditectonic late tectonic Ιστορία
βραχογραφία rock carving rock engraving Ιστορία
βριζαμιά ryestraw Ιστορία
βρυόζωο bryozoan Ιστορία
βύθιση plunge submergence Ιστορία
βυθισμένος plunged submerged Ιστορία
βυρσοδεψία tannery Ιστορία
βωμός altar Ιστορία
βωξίτης bauxite Ιστορία
βωξιτικός bauxitic Ιστορία
γαζής ghazi Ιστορία
γαμέτης gamete Ιστορία
γαστερόποδo gastropod Ιστορία
γάστρα gastra Ιστορία
γαστρολόγος gastrologos Ιστορία
γείσο cornice Ιστορία
γενετική genetics Ιστορία
γενίτσαρος janissaros Ιστορία
γένος genus Ιστορία
γερουσία senate Ιστορία
γεωαρχαιολογία geoarchaeology Ιστορία
γεωγραφία geography Ιστορία
γεωλογία geology Ιστορία
γεωλογικός geological Ιστορία
γεωμορφολογία geomorphology Ιστορία
γεωσκώληκας earthworm Ιστορία
γεωτεκτονικός geotectonic Ιστορία
γεώτρηση drilling Ιστορία
Γεωφυσική Geophysics Ιστορία
γεωφυσικός geophysical Ιστορία
γεωχρονολογία geochronology Ιστορία
γεωχρονολογικός geochronological Ιστορία
γκέτο ghetto Ιστορία
γκριζογραφία shading technique Ιστορία
γλαυκονίτης glauconite Ιστορία
γλαυκονιτικός glauconitic Ιστορία
γλύπτης sculptor Ιστορία
γλυπτική sculpture glyptic Ιστορία
γλυπτό sculpture Ιστορία
γλωσσολογία linguistics Ιστορία
γλωσσολόγος linguist Ιστορία
γνεύσιος gneiss Ιστορία
γονίδιο gene Ιστορία
γόνος gene Ιστορία
γονότυπος genotype genetype Ιστορία
γράμματα letters Ιστορία
γραμμάτιο promissory note Ιστορία
γραμμικότητα linear compositions Ιστορία
γρανίτης granite Ιστορία
γρανιτοειδής granitoid Ιστορία
γραουβάκης grauwacke greywacke Ιστορία
γραφειοκρατία bureaucracy Ιστορία
γραφείς scribes Ιστορία
γριντιά wooden beam Ιστορία
γυμνόσπερμο gymnosperm Ιστορία
γυψόλιθος γύψος gypsum Ιστορία
δακτύλιος ring Ιστορία
Δάνιο Danian Ιστορία
δάπεδο floor Ιστορία
δείγμα sample Ιστορία
δεινόσαυρος deinosaurus dinosaur Ιστορία
δεκάτη tithe Ιστορία
δενδρίτης dendrite Ιστορία
δενδροχρονολόγηση dendrochronology tree-ring dating Ιστορία
δερβίσης dervishis Ιστορία
δεσποτισμός despotism Ιστορία
Δζούλφιο Djulfian Ιστορία
δήμαρχος mayor Ιστορία
δημογεροντία council of elders the notables Ιστορία
δημογραφία demography Ιστορία
δημοπράτηση πλειστηριασμός auction Ιστορία
δημοψήφισμα plebiscite Ιστορία
διάβημα demarche Ιστορία
διάβρωση erosion corrosion Ιστορία
διαγένεση diagenesis Ιστορία
διαγενετικός diagenetic Ιστορία
διαγνωστικά diagnostics Ιστορία
διάδημα diadem Ιστορία
διάδοση diffusion Ιστορία
διάκλαση diaclase Ιστορία
διακόνημα ministration Ιστορία
διακοσμητικότητα ornamentality Ιστορία
διάλυση διαλυτοποίηση dissolution resolution Ιστορία
διαμελισμένος dismembered disrupted Ιστορία
διαμελισμός dismemberment disruption Ιστορία
διανομή distribution Ιστορία
διαπερατότητα περατότητα permeability Ιστορία
διαπραγμάτευση negotiation Ιστορία
διάρρηξη disruption Ιστορία
Διασπορά Diaspora Ιστορία
διαστρωμάτωση στρωματογένεση stratification Ιστορία
διατέμνουσα transversal Ιστορία
Διαφωτισμός Enlightenment Ιστορία
διαχρονικός diachronous Ιστορία
διάχωρο compartment frame Ιστορία
δίδυμα twins Ιστορία
διεθνοποίηση internationalisation internationalization Ιστορία
διείσδυση intrusion Ιστορία
διελκυστίνδα tug of war Ιστορία
δίθυρος bivalve Ιστορία
δικαιοπραξία transaction Ιστορία
δικαιοστάσιο moratorium Ιστορία
δικτατορία dictatorship Ιστορία
Διναρίδες Dinarides Ιστορία
δίνος dinos Ιστορία
διομολόγηση capitulation Ιστορία
διπλωμάτης diplomat Ιστορία
δισκίο roundel Ιστορία
Δογγέριο Dogger Ιστορία
δολίνη καταβόθρα doline sinkhole Ιστορία
δολομίτης dolomite Ιστορία
δολομιτικός dolomitic Ιστορία
δολομιτίωση dolomitization Ιστορία
Δομέριο Domerian Ιστορία
δομή structure Ιστορία
δομισμός στρουκτουραλισμός structuralism Ιστορία
δόμος block stone block Ιστορία
δόντι tooth Ιστορία
δοξάτος doxatos Ιστορία
δόρατα spear Ιστορία
δουλεία slavery Ιστορία
δραγουμάνος dragoman Ιστορία
δρύφακτο balustrade Ιστορία
δυσαρμονία disharmony discordance Ιστορία
δυσαρμονικός disharmonic discordant Ιστορία
δωσιδικία jurisdiction Ιστορία
εβαπορίτης evaporite Ιστορία
εβαποριτικός evaporitic Ιστορία
εγκληματικότητα crime Ιστορία
εγκλιματισμός acclimation acclimatization Ιστορία
εγχειρίδιο knife Ιστορία
έδαφος soil ground Ιστορία
έδρα seat Ιστορία
εδώλια seats Ιστορία
εθνικισμός nationalism Ιστορία
εθνοαρχαιολογία ethnoarchaeology Ιστορία
εθνογραφία ethnography Ιστορία
εθνολογία ethnology Ιστορία
εθνοσυνέλευση assembly Ιστορία
είδος species Ιστορία
εικονισμός illusionism Ιστορία
εικονογραφία iconography Ιστορία
εικονοστάσι stand Ιστορία
ειρηνοδικείο county-court Ιστορία
ειρηνοδίκης magistrate Ιστορία
εισαγωγή import Ιστορία
εισόδημα income Ιστορία
εκβιομηχάνιση industrialization Ιστορία
εκβολή obduction extrusion Ιστορία
εκθέτης determinative Ιστορία
εκκλησιάρχης ecclesiarch Ιστορία
εκκοκκιστήριο cotton gin Ιστορία
εκλογές elections Ιστορία
εκλογοδικείο electoral court Ιστορία
εκμοντερνισμός modernization Ιστορία
εκπατρισμός expatriation Ιστορία
εκφυλισμός degeneration Ιστορία
εκχρηματισμός monetarization Ιστορία
έκχυση effusion extrusion Ιστορία
ελασματοβράγχιο lamellibranchiate Ιστορία
Ελληνίδες Hellenides Ιστορία
έμβασμα remittance Ιστορία
εμπόδιο φράγμα barrier Ιστορία
εμπορευματοποίηση commercialization Ιστορία
εμποροπανήγυρη fair Ιστορία
εμπρησμός arson Ιστορία
εμπροσθότυπος recto Ιστορία
εμπροσθοχώρα foreland Ιστορία
εμφάνιση outcrop Ιστορία
εμφάνιση appearance occurrence Ιστορία
εμφάνιση exposure Ιστορία
εναλλαγή alternation Ιστορία
ενδημικός endemic Ιστορία
ενδογαμία endogamy Ιστορία
ενδοπαλιρροϊκός intertidal Ιστορία
ενδυματολογία attire Ιστορία
ενεπίγραφος inscribed Ιστορία
ένζυμα enzymes Ιστορία
ενήλικος adult Ιστορία
ενότητα unit Ιστορία
ένστρωση interstratification Ιστορία
ενσωμάτωση integration Ιστορία
ενταφιασμός burial inhumation Ιστορία
εξαγωγή export Ιστορία
εξαλλοιωμένος alterated Ιστορία
εξαλλοίωση alteration Ιστορία
εξαπτέρυγο cherub Ιστορία
έξαρχος exarch Ιστορία
εξάτμιση evaporation Ιστορία
εξαφάνιση disappearance extinction Ιστορία
εξέλιξη evolution Ιστορία
εξημέρωση domestication Ιστορία
εξισλαμισμός islamization Ιστορία
εξπρεσιονισμός expressionism Ιστορία
εξωμοσία αλλαξοπιστία conversion Ιστορία
εξωνάρθηκας exonarthex Ιστορία
εορτολόγιο calendar of holydays Ιστορία
επαναπατρισμός παλιννόστηση repatriation Ιστορία
επαφή contact Ιστορία
επιβιώματα survivals Ιστορία
επιγαμία inter-marriage Ιστορία
επιγονατίδα patella Ιστορία
επιγραφή inscription Ιστορία
επιγραφική epigraphy Ιστορία
επι-ηπειρωτική epicontinental Ιστορία
επικαρπία usufruct Ιστορία
επίκλυση transgression Ιστορία
επικλυσιγενής transgressive Ιστορία
επικοινωνία communication Ιστορία
επίκρανο κιονόκρανο column capital Ιστορία
επικυριαρχία suzerainty Ιστορία
επιμετάλλωση μεταλλοποίηση metalization Ιστορία
επίπαγος crust Ιστορία
επίπεδο level Ιστορία
επισκοπή bishopric Ιστορία
επίσκοπος bishop Ιστορία
επιστασία epistasia Ιστορία
επιστήλιο architrave Ιστορία
επιστράτευση mobilization Ιστορία
επιτόκιο interest Ιστορία
επιφλοιωμένος incrusted coated Ιστορία
επιφλοίωση incrustation Ιστορία
επιφλοιωτικός incrusting Ιστορία
επίφυτο epiphytel epiphyte Ιστορία
επίχρισμα daub slip Ιστορία
επίχωση filling Ιστορία
εποικισμός colonization resettlement Ιστορία
εποχή epoch Ιστορία
επωθημένος overthrusted Ιστορία
επώθηση overthrust Ιστορία
επωθούμαι overthrust Ιστορία
εργαλείο tool instrument Ιστορία
εργαστήρι workshop Ιστορία
εργόχειρο handicraft Ιστορία
έρημος desert Ιστορία
Ερκύνιος Hercynian Ιστορία
ερπετό reptile Ιστορία
εσμάκια esmakia Ιστορία
Εσπερινός vespers Ιστορία
εστία hearth Ιστορία
εσωνάρθηκας λιτή esonarthex Ιστορία
ετεροπικός heteropic Ιστορία
ετερόχθονες heterochthones Ιστορία
Εττάνζιο Hettangian Ιστορία
εύκρατoς temperate Ιστορία
ευρήματα finds Ιστορία
εύσταση eustasy Ιστορία
έφηβος juvenis Ιστορία
εφίππευση thrust Ιστορία
εφυαλωμένος glazed Ιστορία
εχινόδερμο echinoderm Ιστορία
Ζάγκλιο Zanclean Ιστορία
ζευγαράς ploughman Ιστορία
ζευγιτόσπιτο ploughman's house Ιστορία
ζιαμέτια ziamets Ιστορία
ζούγκλα jungle Ιστορία
ζώνη zone belt Ιστορία
ζωνώδης zonal Ιστορία
ζώνωση zonation Ιστορία
ζωογεωγραφία zoogeography Ιστορία
ζωστήρας ζώνη belt Ιστορία
ζωφόρος φρίζα frieze Ιστορία
ηγεμόνας ruler Ιστορία
ηγούμενος hegumen Ιστορία
ηλιακός heliacos Ιστορία
ηλικία age Ιστορία
ηλικιωμένος senilis Ιστορία
ημι-μεταμορφωμένος semi-metamorphic Ιστορία
ημιχώνιο pendentive Ιστορία
ήπειρος continent Ιστορία
ηφαιστειακός volcanic Ιστορία
ηφαιστειο-ιζηματογενής volcano-sedimentary Ιστορία
ηφαιστειότητα volcanism Ιστορία
Ηώκαινο Eocene Ιστορία
ηωλιθικός eolithic Ιστορία
θανατοκοινότητα thanatocénose thanatocoenosis Ιστορία
Θανέτιο Thanetian Ιστορία
θέμα thema Ιστορία
θεματολόγιο agenda Ιστορία
θεότητα divinity Ιστορία
θερμόαιμος ομοιόθερμος warm-blooded Ιστορία
θερμοφωταύγεια thermoluminescence Ιστορία
θέση site position Ιστορία
θέσμια customary law Ιστορία
θηλαστικό mammal Ιστορία
θίνες dunes Ιστορία
θόλος τρούλος dome Ιστορία
θραύση fracture brake Ιστορία
θραύσμα fragment clast Ιστορία
θρησκειολογία history of religions Ιστορία
θώρακας breastplate Ιστορία
θωράκιο panel Ιστορία
ίασπης jasper Ιστορία
ιδεαλισμός idealism Ιστορία
ιδεογράμματα ideograms Ιστορία
ιδεολογία ideology Ιστορία
ιεραρχία hierarchy ranking Ιστορία
ιερό sanctuary shrine Ιστορία
ιεροδικαστής καδής kadi Ιστορία
ίζημα sediment Ιστορία
ιζηματογένεση sedimentation Ιστορία
ιζηματογενής sedimentary Ιστορία
ιζηματολογία sedimentology Ιστορία
ιθαγένεια native identity Ιστορία
ιμάντωση strap Ιστορία
ιός virus Ιστορία
Ιούρας Jura Ιστορία
Ιουρασικό Jurassic Ιστορία
ισνάφι esnaf Ιστορία
ισοζύγιο balance Ιστορία
ισονομία equality before the law Ιστορία
ισοπικός isopic Ιστορία
ισοπολιτεία equality of rights Ιστορία
ισόσταση isostasy Ιστορία
ισότοπο isotope Ιστορία
ισοχρονικός isochronous Ιστορία
ιστορικός historian Ιστορία
ιστοριογραφία historiography Ιστορία
ιστοριογράφος historian Ιστορία
ιστός tissue Ιστορία
Ιχθυόσαυρος Ichthyosaurus Ιστορία
ιχθυοστεοανάλυση fishbone analysis Ιστορία
ιχνογράφημα sketch Ιστορία
καβαλάρης rafter Ιστορία
καζάς kaza Ιστορία
καθεστώς regime Ιστορία
καθολικό katholiko Ιστορία
Καλάβριο Calabrian Ιστορία
κάλαντα carol-singing Ιστορία
καλλιγραφία calligraphy Ιστορία
Καλλόβιο Callovian Ιστορία
Καλπιονέλλα Calpionelle Ιστορία
καμάρα vault Ιστορία
κάμβριο cambrium Ιστορία
Καμπάνιο Campanian Ιστορία
κανονιοστάσιο cannon-station Ιστορία
καπετανάτο captaincy Ιστορία
καπιταλισμός capitalism Ιστορία
καπρούλια kaproulia Ιστορία
καραβάνι caravan pack train Ιστορία
καραντίνα quarantine Ιστορία
Κάρνιο Carnian Ιστορία
καρστ karst Ιστορία
καρτούς cartouche Ιστορία
καταβύθιση υποβύθιση subduction Ιστορία
καταγραφή recording registering Ιστορία
κατακερματισμός cracking Ιστορία
καταλογράφηση cataloguing Ιστορία
καταναλωτής consumer Ιστορία
κατασκευή structure Ιστορία
κατασκοπία espionage Ιστορία
κατάσχεση seizure Ιστορία
κατάταξη ταξινόμηση classification Ιστορία
κατάχρηση embezzlement Ιστορία
καταχύστρα machicolation Ιστορία
κατοικία habitat Ιστορία
κατούνα catouna Ιστορία
κάτοψη ground plan Ιστορία
κατσούλα cowl hood Ιστορία
κατώφλι threshold Ιστορία
καύση burning Ιστορία
καφτάνι kaftan Ιστορία
κελί kelli Ιστορία
κέλυφος test shell Ιστορία
Κενομάνιο Cenomanian Ιστορία
κεντητική embroidery Ιστορία
κεπήνιο kepinion Ιστορία
κεραμίδι shard sherd Ιστορία
κεραμική pottery Ιστορία
κερατολιθικός cherty Ιστορία
κερατόλιθος chert Ιστορία
κερκίδα radius Ιστορία
κεφάλαιο capital Ιστορία
κεφαλόποδo cephalopod Ιστορία
Κιμμερίδιο Kimmeridgian Ιστορία
Κιμμέριος Kimmerian Ιστορία
κίνημα rebellion Ιστορία
κίονας pillar column Ιστορία
κιονοστοιχία collonade colonnade Ιστορία
κίστη cist Ιστορία
κλαδογένεση cladogenesis Ιστορία
κλάστης clast Ιστορία
κλαστικός clastic detrital Ιστορία
κλείδα clavicle Ιστορία
κλεφταρματολοί klephts and armatoles Ιστορία
κλεφτοπόλεμος struggle Ιστορία
κληροδότημα trust Ιστορία
κλήρος clergy Ιστορία
κλίβανος kiln furnice Ιστορία
κλίμα climate Ιστορία
κλίμακα scale Ιστορία
κλιτύς slope Ιστορία
κνήμη tibia Ιστορία
κογχώδης κελυφοειδής conchoid conchoidal Ιστορία
κοινόβιο coenobio Ιστορία
κοινότητα community Ιστορία
κοινοτισμός communalism Ιστορία
κοινωνία society Ιστορία
κοίτασμα deposit ore deposit Ιστορία
κοκκόλιθος coccolith Ιστορία
κοκκομετρία granulometry Ιστορία
κόκκος grain Ιστορία
κολεόπτερα coleoptera Ιστορία
κολεός sheath Ιστορία
κολίγος δουλοπάροικος serf sharecropper Ιστορία
κολλαγόνο collagen Ιστορία
κολλουβιακός colluvial Ιστορία
Κολουμβιακή Columbian Ιστορία
κομιτατζής komitadjis Ιστορία
κομιτάτο committee Ιστορία
κομμουνισμός communism Ιστορία
κονάκι konak Ιστορία
κόνδυλος nodule Ιστορία
κονδυλώδης nodular Ιστορία
Κονιάσιο Coniacian Ιστορία
κοπρολιθολογία coprology Ιστορία
κόρακας door unlock Ιστορία
κοράλλιο coral Ιστορία
κορεσμός saturation Ιστορία
κοσμηματογράφημα cartouche Ιστορία
κουδαρέοι coudareoi Ιστορία
κουκούλι cocoon Ιστορία
κουλτούρα πνευματικός πολιτισμός culture Ιστορία
κουρμπάνι kourbani Ιστορία
κούφωμα frame Ιστορία
κρανίο scull cranium Ιστορία
κρατονικός cratonic Ιστορία
κρηπίδα podium platform Ιστορία
Κρητιδικό Cretaceous Ιστορία
κρητίς creta Ιστορία
κρικέλα forged hinge Ιστορία
κρινοειδές crinoid Ιστορία
κροκαλοπαγές conglomerate Ιστορία
κρο-μανιόν cro-magnon Ιστορία
κρυπτοχριστιανός crypto-Christian Ιστορία
κρύσταλλος crystal Ιστορία
κρυψάνα kripsana Ιστορία
κτερίσματα grave goods Ιστορία
κτηματολόγιο property register Ιστορία
κτηνοτροφία animal husbandry pastoralism Ιστορία
κυανοφύκος blue alga Ιστορία
κυβισμός cubism Ιστορία
κυκλοστρωματογραφία cyclostratigraphy Ιστορία
κυμάτιο cymatio moulding Ιστορία
κυματοθραύστης breakwater Ιστορία
κύνικλος όρυγμα κύνικλος cuniculus Ιστορία
κύπελα cups Ιστορία
κυρήκεια sceptres Ιστορία
κυριακόν kyriakon Ιστορία
κύτταρο cell Ιστορία
κωδικογραφία manuscript copying Ιστορία
κωδικογράφος scribe Ιστορία
κωδικολογία codicology Ιστορία
κωνόδοντο conodont Ιστορία
κώνος cone Ιστορία
κωνοφόρο Conifer Ιστορία
Κωυπέριο Keuper Ιστορία
λαβή handle Ιστορία
λάγηνος hydria Ιστορία
Λαδίνιο Ladinian Ιστορία
λαζουρίτης lapis lazuli Ιστορία
λαθρανασκαφές τυμβωρυχία illegal excavations grave robbing Ιστορία
λαθρεμπόριο smuggling Ιστορία
λαιμός neck Ιστορία
λάκκος pit Ιστορία
Λάνγκιο Langhian Ιστορία
λαογραφία folklore Ιστορία
λαογράφος εθνολόγος ethnologist Ιστορία
Λαραμική Laramide Ιστορία
λατυπο-κροκαλοπαγής breccia-conglomerate Ιστορία
λαύρα lavra Ιστορία
λειτουργία function Ιστορία
λειτουργιστικός φονξιοναλιστικός functionalist Ιστορία
λείψανο relic Ιστορία
λεκάνη basin pelvis Ιστορία
λεκανίδα bowl Ιστορία
λέξη ομάδα σημείων word sign-group Ιστορία
λεπίδα blade Ιστορία
λεπιώδης φυλλώδης foliated foliaceous Ιστορία
λεπτόκοκκος fine-grained Ιστορία
λεπτοπλακώδης thin-platty Ιστορία
λεπτοστρωματώδης thin-bedded Ιστορία
λευκόλιθος leukolite magnesite Ιστορία
ληστοπειρατεία pirate-brigandage Ιστορία
Λιάσιο Lias Ιστορία
λιβάδι prairie grassland Ιστορία
λιθάνθρακας coal mineral coal Ιστορία
Λιθανθρακοφόρο Carboniferous Ιστορία
λιθανθρακοφόρος carboniferus Ιστορία
λιθογλυπτική stone-carving Ιστορία
λιθογραφία lithograph Ιστορία
λιθοδομή masonry Ιστορία
λιθολογία lithology Ιστορία
λιθολογικός lithological Ιστορία
λιθοστρωματογραφία lithostratigraphy Ιστορία
λιθοστρωματογραφικός lithostratigraphic Ιστορία
λιθοσωρός λιθώνας tillite moraine Ιστορία
λιθοφάση lithofacies Ιστορία
λίμνη lake Ιστορία
λιτανεία procession Ιστορία
λογογράμματα logograms Ιστορία
λογοθέτης logothete Ιστορία
λογοκρισία censorship Ιστορία
Λουτήσιο Lutetian Ιστορία
λοφερίτης loferite Ιστορία
λοφεριτικός loferitic Ιστορία
λύρα lyre Ιστορία
λυρισμός lyricism Ιστορία
λυχνάρι λύχνος oil-lamp Ιστορία
μαγγάνιο manganese Ιστορία
μάζα mass massif Ιστορία
μαίανδρος meander Greek key motif Ιστορία
Μαιστρίχτιο Maastrichtian Ιστορία
μακροαπολίθωμα macrofossil Ιστορία
μακροπανίδα macrofauna Ιστορία
Μάλμιο Malm Ιστορία
μαντιλώματα mantilomata Ιστορία
μάργα marl Ιστορία
μαργαικός marly Ιστορία
μάρμαρο marble Ιστορία
Μαρξιστής Marxist Ιστορία
μάρτυρας baulk Ιστορία
ματζόλικα majolica Ιστορία
μάτιασμα ill-wishing Ιστορία
μαυρόχωμα humus Ιστορία
μεγα-αιώνας υπεραιών eon Ιστορία
μεγαπανίδα megafauna Ιστορία
μεγαπολίθωμα megafossil Ιστορία
μέγαρο megaron Ιστορία
μεθοδολογία methodology Ιστορία
Μειόκαινο Miocene Ιστορία
μειονότητα minority Ιστορία
μέλος member Ιστορία
μενχίρ menhir Ιστορία
Μεσαίωνας Middle Ages Ιστορία
μεσοπαγετώδης interglacial Ιστορία
Μεσοπόλεμος Inter-war period Ιστορία
μεσοστρωματώδης medium-bedded Ιστορία
Μεσσήνιο Messinian Ιστορία
μεταγραφή transcription Ιστορία
μεταδιαγενετικός post-diagenetic meta-diagenetic Ιστορία
μετα-ηφαιστειακός meta-volcanic Ιστορία
μετα-ιζηματογενής meta-sedimentary post-sedimentary Ιστορία
μετάλλαξη mutation Ιστορία
μετάλλευμα ore Ιστορία
μεταλλοτεχνία metal working Ιστορία
μεταμοντέρνο post-modern Ιστορία
μεταμορφωμένος metamorphic Ιστορία
μεταμόρφωση transformation metamorphism Ιστορία
μετανάστευση migration immigration Ιστορία
μετα-οφιόλιθος meta-ophiolite meta-ophiolithe Ιστορία
μεταπώληση resale Ιστορία
μετασωμάτωση metasomatism Ιστορία
μετατόπιση drift Ιστορία
μεταφορά metaphor Ιστορία
μετόπη metope cornice Ιστορία
μετωνυμία metonymy Ιστορία
μήτρα mould Ιστορία
μητρόπολη diocese Ιστορία
μητροπολίτης metropolitan Ιστορία
μίκα φεγγίτης mica Ιστορία
μικρίτης micrite Ιστορία
μικριτικός micritic Ιστορία
μικροαπολίθωμα microfossil Ιστορία
μικροβιοκλαστικός microbioclastic Ιστορία
μικρογραφία miniature Ιστορία
μικρο-ήπειρος microcontinent Ιστορία
μικροκλαστικός microclastic Ιστορία
μικρόκοσμος microcosm Ιστορία
μικρολατυποπαγές microbreccia Ιστορία
μικροπαλαιοντολογία micropalaeontology Ιστορία
μικροπανίδα microfauna Ιστορία
μιλέτι milet Ιστορία
μινωικός Minoan Ιστορία
μισακάρης missakaris Ιστορία
μνημειακός monumental Ιστορία
μνημείο monument Ιστορία
μολάσσα molasse Ιστορία
μόλυνση contamination Ιστορία
μοναρχία monarchy Ιστορία
μοναφί monafi Ιστορία
μοναχισμός monasticism Ιστορία
μονοκαλλιέργεια single crop Ιστορία
μονοπώλιο monopoly Ιστορία
μονοτυπικός monotypic Ιστορία
μοντερνισμός modernism Ιστορία
μοτίβο motif Ιστορία
μουκατάς moukata Ιστορία
μουρασελές order Ιστορία
μουσάντρα mousandra Ιστορία
μουχταροδημογεροντία muhtars Ιστορία
μπαρόκ baroque Ιστορία
Μπαρτόνιο Bartonian Ιστορία
μπαχτσίσι gratuity Ιστορία
μπεζεστένι shopping mall Ιστορία
μπέης bey Ιστορία
μπινιάς house Ιστορία
μπολσεβικισμός bolshevism Ιστορία
μπουγδατότειχος slat wall Ιστορία
μπουχαρί mantel-piece Ιστορία
μπρούτζος bronze Ιστορία
μυθολογία mythology Ιστορία
μύθος myth Ιστορία
μυλωνίτης mylonite Ιστορία
μυστικισμός mysticism Ιστορία
μυστρί trowel Ιστορία
μωσαϊκό mosaic Ιστορία
νανοαπολίθωμα nannofossil Ιστορία
ναοδομία church building Ιστορία
νάρθηκας narthex Ιστορία
νατουραλισμός naturalism Ιστορία
νάτρο natron Ιστορία
[[ναυσιπλο|α]] shipping Ιστορία
Νεβαδιακή Nevadan Ιστορία
Νεογενές Neogene Ιστορία
νεο-ιμπρεσιονισμός neo-impressionism Ιστορία
νεοκλασικιστής neoclassicist Ιστορία
νεοκλασικός neoclassic Ιστορία
Νεομάρτυρας Neomartyr Ιστορία
Νεοτηθύς Neotethys Ιστορία
νευροκράνιο calvaria Ιστορία
νηρητικός neritic Ιστορία
νησίδα νησίδιo islet Ιστορία
νοικοκυριό household cluster Ιστορία
νομάδες nomads Ιστορία
νομαδικότητα nomadicity Ιστορία
νόμισμα coin Ιστορία
νομοσχέδιο draft law Ιστορία
Νόριο Norian Ιστορία
νταμπλάς panel Ιστορία
Ντανταϊσμός Dadaism Ιστορία
ξεροκόσκινο dry sieving Ιστορία
Ξεστή Xeste Ιστορία
ξέστρο κοπίδι scraper cutter Ιστορία
ξίφος sword Ιστορία
ξυλογλυπτική wood carving Ιστορία
ξυλογραφία wood engraving woodcut Ιστορία
ξυλόδεσμος wooden cross-tig Ιστορία
οβορός ovoros Ιστορία
ογκόλιθος oncolite Ιστορία
οίκηση ecesis oecesis Ιστορία
οικία house Ιστορία
οικισμός μαχαλάς settlement mahalas Ιστορία
οικοΖώνη ecozone Ιστορία
οικολογία ecology Ιστορία
οικοσύστημα ecosystem Ιστορία
οικουμενικότητα ecumenicity Ιστορία
οινοχόη oinochoe Ιστορία
ολιγαρχία oligarchy Ιστορία
Ολιγόκαινο Oligocene Ιστορία
ολιγοτυπικός oligotypic Ιστορία
ολισθαίνω slide Ιστορία
ολίσθηση sliding Ιστορία
ολισθόλιθος olistholith Ιστορία
ολισθόστρωμα olisthostrome Ιστορία
Ολόκαινο Holocene Ιστορία
Ολόστεοι Olostei Ιστορία
ομάδα group Ιστορία
ομοιογένεια homogeneity Ιστορία
ομοιόσταση homeostasis Ιστορία
ομολογία bond Ιστορία
ομοσπονδία federation Ιστορία
οντογένεση ontogeny Ιστορία
οξείδιο oxide Ιστορία
οξείδωση oxidation Ιστορία
Οξφόρδιο Oxfordian Ιστορία
οπή hole Ιστορία
οπισθοχώρα backland Ιστορία
οπλαρχηγός chieftain Ιστορία
όπτηση ψήσιμο firing Ιστορία
οργανισμός organism Ιστορία
Ορεγόνιος Oregonian Ιστορία
ορθοστάτες slabs Ιστορία
Ορθοστρωματογραφία Orthostratigraphy Ιστορία
ορίζοντας horizon Ιστορία
όριο limit boundary Ιστορία
ορογένεση orogeny orogenesis Ιστορία
ορογενετικός orogenic orogenetic Ιστορία
οροφύλακας border guard Ιστορία
ορτακτσής ortaksis Ιστορία
ορυκτολογία mineralogy Ιστορία
ορυκτολογικός mineralogical Ιστορία
ορυκτοποίηση mineralization Ιστορία
οστά bones Ιστορία
οστεοποίηση ossification Ιστορία
οστεοφυλάκιο ossuary Ιστορία
όστρακο sherd shard Ιστορία
όστρεο μαλάκιο shell mollusc Ιστορία
οστρεοανάλυση molluscan analysis Ιστορία
ουδετεροποίηση neutron activation Ιστορία
ουδετερότητα neutrality Ιστορία
οφιόλιθος ophiolite ophiolithe Ιστορία
οφφικιάλιος offikialios Ιστορία
οχυρότητα fortifications Ιστορία
οχύρωμα fortification Ιστορία
οψιανός οψιδιανός obsidian Ιστορία
Παγγαία Pangea Pangaea Ιστορία
παγετώδης glacial Ιστορία
παγετώνας glacier ice-sheet Ιστορία
παιδί infant Ιστορία
παιδωμάζωμα toll of boys Ιστορία
παλαιοαιματολογία palaeoserology Ιστορία
παλαιοανθρωπολογία palaeoanthropology Ιστορία
παλαιοβιολογία palaeobiology Ιστορία
παλαιοβοτανική palaeobotany Ιστορία
Παλαιογενής Paleogene Ιστορία
παλαιογεωγραφία paleogeography Ιστορία
παλαιογεωγραφικός paleogeographic Ιστορία
παλαιοεδαφολογία παλαιοπεδολογία palaeopedology Ιστορία
παλαιοεθνοβοτανική palaeoethnobotany Ιστορία
παλαιοεντομολογία palaeoentomology Ιστορία
παλαιοζωολογία palaeozoology Ιστορία
Παλαιόκαινο Paleocene Ιστορία
παλαιοντολογία paleontology Ιστορία
παλαιοντολογικός paleontological Ιστορία
παλαιοοικολογία paleoecology Ιστορία
παλαιοοικολογικός paleoecological Ιστορία
παλαιοοικονομία palaeoeconomy Ιστορία
παλαιοοντολογία palaeontology Ιστορία
παλαιοπαθολογία palaeopathology Ιστορία
παλαιοπεριβάλλον paleoenvironment Ιστορία
παλιρροϊκός tidal Ιστορία
παλυνολογία palynology pollen analysis Ιστορία
πανήγυρις festival Ιστορία
πανίδα fauna Ιστορία
πανιδικός faunal Ιστορία
Πανσλαβιστής Panslavist Ιστορία
παρα-αυτόχθονος parautochthonous Ιστορία
παραγωγός producer Ιστορία
παράλληλα parallels Ιστορία
παράσιτο parasite Ιστορία
παρεμβολή intercalation Ιστορία
παρυφή margin Ιστορία
Πασαδενική Pasadenian Ιστορία
πασαλότρυπα pot-hole Ιστορία
πάστα filling Ιστορία
πατητήρι πουστάβι wine-press poustavi Ιστορία
πατριάρχης patriarch Ιστορία
παχυστρωματώδης thick-bedded Ιστορία
πελαγικός pelagic Ιστορία
Πελαγονική Pelagonian Ιστορία
πέλεκυς axe bipennis Ιστορία
πέλτη γέρρον Amazon shield Scythic shield Ιστορία
πέπλος mantle Ιστορία
περγαμηνή scroll Ιστορία
περίαπτα Neolithic idols Ιστορία
περιβάλλον environment Ιστορία
περίβολος precinct Ιστορία
περιεκτικότητα content Ιστορία
περιθύρωμα door post Ιστορία
περιθωριακός marginal Ιστορία
περιθώριο margin Ιστορία
περικνημίδα greave Ιστορία
περιοδολόγηση periodization Ιστορία
περίοδος period Ιστορία
περιοχή-κοιτίδα focal area Ιστορία
περισυλλογή collecting Ιστορία
Πέρμιο Permian Ιστορία
περόνη pin fibula Ιστορία
πεσκέσι gift peshkesh Ιστορία
πεσσός pillar column Ιστορία
πέτρωμα rock Ιστορία
Πιασένζιο Piacenzian Ιστορία
πίθος πιθάρι pithos Ιστορία
πινακίδα tablet Ιστορία
πλαγκτόν plankton Ιστορία
πλαγκτονικός planktonic Ιστορία
πλάκα plate Ιστορία
πλακώδης platty Ιστορία
Πλειόκαινο Pliocene Ιστορία
Πλειστόκαινο Pleistocene Ιστορία
πλεόνασμα surplus Ιστορία
πλευρό rib Ιστορία
πληθυσμός population Ιστορία
πληθωρισμός inflation Ιστορία
πληρεξούσιος plenipotentiary Ιστορία
Πλιενσμπάκιο Pliensbachian Ιστορία
πλινθοκατασκευή mud-brick structure Ιστορία
πλίνθος mud-brick Ιστορία
πλοκαριά fence Ιστορία
ποάνθρακας τύρφη peat Ιστορία
ποικιλογραφία poikilography Ιστορία
ποικιλόθερμος ψυχρόαιμος cold-blooded Ιστορία
ποίμνιο flock Ιστορία
πολεμίστρα embrasure Ιστορία
πολιτισμός civilisation culture Ιστορία
πολυκύτταρος multicellular Ιστορία
πολυμορφισμός ποικιλομορφία polymorphism Ιστορία
Πόντιο Pontian Ιστορία
Πορτλάνδιο Portlandian Ιστορία
πόστα posta Ιστορία
ποτοποιία distillery Ιστορία
Πουρμπέκιο Purbeckian Ιστορία
πραξικόπημα coup d' état Ιστορία
πρασινοφύκος green alga Ιστορία
Πριαμπόνιο Priabonian Ιστορία
προανακτορικός prepalatial Ιστορία
προβολή projection Ιστορία
πρόβολος support Ιστορία
Προδυναστικός Predynastic Ιστορία
προθάλαμος vestibule Ιστορία
προίκα dowry Ιστορία
προικιά trousseau Ιστορία
προκάμβριο procambrium Ιστορία
προλεταριάτο proletariat Ιστορία
προμετωπίδα frontispiece Ιστορία
προνοιάριος proniarios Ιστορία
πρόνοιες pronoiai Ιστορία
προοπτική perspective Ιστορία
προπαγάνδα propaganda Ιστορία
προπλασμός blocking Ιστορία
πρόπυλο portico porch Ιστορία
προσαρμογή adjustment adaptation Ιστορία
προσαρμοστικότητα adaptability Ιστορία
προσάρτηση annexation Ιστορία
προσηλυτισμός conversion Ιστορία
προσκυνητάριο pilgrimage shrine Ιστορία
πρόσμιξη temper inclusion Ιστορία
πρότυπο model Ιστορία
πρότυπος standard Ιστορία
προφορικότητα orality Ιστορία
προχοή spout Ιστορία
πρόχοι-θήλαστρα askoid jugs Ιστορία
πρόχους jug Ιστορία
πρόχωμα dyke Ιστορία
πρωιμοδιαγενετικός early diagenetic Ιστορία
πρώιμος early Ιστορία
πρωτεϊνη protein Ιστορία
πρωτόγεροι protogeroi Ιστορία
πρωτόκολλο protocol Ιστορία
Πτεριδόφυτο Pteridophyte Ιστορία
Πτερόσαυρος Pterosaurus Ιστορία
πτυχολογία garment folds Ιστορία
πτώχευση bankruptcy Ιστορία
πύραυνος oven Ιστορία
Πυρηναϊκή Pyrenean Ιστορία
πυρήνας core nucleus Ιστορία
πυριτικός siliceous Ιστορία
πυρίτιο silicon silicium Ιστορία
πυριτιωμένος silicified Ιστορία
πυριτίωση silicification Ιστορία
πυριτόλιθος πυρόλιθος flint Ιστορία
πυριτόσπογγος siliceous sponge Ιστορία
πώμα lid Ιστορία
ράβδος bar Ιστορία
ράβδωση rib Ιστορία
ραδιολαρίτης radiolarite Ιστορία
Ραίτιο Rhaetian Ιστορία
ράχη ύβωμα ridge Ιστορία
ρεαλισμός realism Ιστορία
ρετουσάρισμα δευτεροβάθμια επεξεργασία retouching Ιστορία
ρήγμα fault Ιστορία
ρηγμάτωση faulting Ιστορία
ρήξη rupture Ιστορία
ρήχευση shallowing Ιστορία
ρηχός shallow Ιστορία
ριζοσπαστικοποίηση radicalization Ιστορία
ριζοσπαστισμός radicalism Ιστορία
ρόδακας rosette Ιστορία
Ροδανική Rhodanian Ιστορία
ροκοκό rococo Ιστορία
ρουγκατσάρκα rougatsaria Ιστορία
ρουδιστής rudist Ιστορία
Ρουπέλιο Rupelian Ιστορία
ρουφέτι rufet Ιστορία
Ρυαζάνιο Rhyazanian Ιστορία
ρυθμολογία rythmology Ιστορία
ρωγμή fissure Ιστορία
σαβάνα savanna Ιστορία
Σάβιος Savian Ιστορία
σάγαρις securis Ιστορία
σαντζάκι sanjak Ιστορία
Σαντόνιο Santonian Ιστορία
σαπρόφυτα saprophytes Ιστορία
σαπωνοποιία soap factories Ιστορία
σαρκοφάγος carnivore sarcophagus Ιστορία
Σαρμάτιο Sarmatian Ιστορία
Σάττιο Chattian Ιστορία
σαχνισί sahnisi Ιστορία
Σέβιος Sevier Ιστορία
σειρά series Ιστορία
σείστρο sistrum Ιστορία
Σελάνδιο Selandian Ιστορία
Σενόνιο Senonian Ιστορία
σεντραλιστής centralist Ιστορία
σερπεντίνης οφίτης serpentine stone Ιστορία
Σερραβάλιο Serravalian Ιστορία
σημείο χαρακτήρας sign character Ιστορία
σημειολογία semantics Ιστορία
σηροτροφία silk-growing Ιστορία
σιαγώνα jaw mandible Ιστορία
σιγγίλιο decree Ιστορία
σίδηρος iron ferrum Ιστορία
Σικέλιο Sicilian Ιστορία
σίλφιο silphium Ιστορία
Σινεμούριο Sinemurian Ιστορία
σιωνισμός zionism Ιστορία
σκεπτικισμός scepticism Ιστορία
σκευοφύλακας sacristan Ιστορία
σκηνίτης nomadic tent-dweller Ιστορία
Σκήτη Skete Ιστορία
σκουλήκι worm Ιστορία
Σκύθιο Scythian Ιστορία
σκύλος dog Ιστορία
σκωρία slug Ιστορία
σοσιαλισμός socialism Ιστορία
σουλτάνος sultan Ιστορία
σουπρεμιστής supremist Ιστορία
σουρεαλισμός surrealism Ιστορία
σοφάς sofas Ιστορία
σπαρίτης sparite Ιστορία
σπαριτικός sparitic Ιστορία
σπεδιτόροι speditori Ιστορία
σπήλαιο cave Ιστορία
σπιτόστρωση household furnishing Ιστορία
σπόνδυλος vertebra Ιστορία
σπονδυλωτό vertebrate Ιστορία
σταλαγμίτης stalagmite Ιστορία
σταυροθόλιο cross-vault Ιστορία
στεατίτης steatite Ιστορία
στέπα steppe Ιστορία
στέρνο sternum Ιστορία
στιγμές dots Ιστορία
στίλβωση burnish polish Ιστορία
στιλβωτήρας burnishing polishing instrument Ιστορία
στίξη punctuation Ιστορία
στοά porticus Ιστορία
στολίσκος flotilla Ιστορία
στρατοδικείο court-martial Ιστορία
στρατολόγηση conscription recruiting Ιστορία
στροβιλισμός turbidity Ιστορία
στρούγκα strunga Ιστορία
στρώμα bed layer Ιστορία
στρωματογραφία stratigraphy Ιστορία
στρωματογραφικός stratigraphic Ιστορία
στρωματόλιθος stromatolite Ιστορία
στρωματότυπος stratotype Ιστορία
στρωματώδης bedded Ιστορία
στρώση stratification bedding Ιστορία
στυλολιθικός stylolitic Ιστορία
στυλολιθίωση stylolitization Ιστορία
στυλόλιθος stylolite Ιστορία
Στυριακή Styrian Ιστορία
σύγκλιση σύμπτωση convergence Ιστορία
συγκομιδή harvest Ιστορία
σύγκρουση collision Ιστορία
συλλαβάριο syllabary Ιστορία
συλλαβή syllable Ιστορία
συλλαβογράμματα syllabograms Ιστορία
συλλαλητήριο demonstration Ιστορία
συλλογή σύνολο assemblage Ιστορία
σύμβαση convention Ιστορία
συμβατικότητα conventionality Ιστορία
συμβίωση symbiosis Ιστορία
συμβολαιογράφος notary Ιστορία
σύμβολο symbol Ιστορία
συμμορία band Ιστορία
συμμορίτης revolutionary Ιστορία
σύμπαν universe Ιστορία
συμφραζόμενα context Ιστορία
συμφωνία conformity Ιστορία
συνασπισμός alliance Ιστορία
συνάφεια συσχετισμός association correlation Ιστορία
συνδικαλισμός trade-unionism Ιστορία
συνεκτικός cohesive Ιστορία
συνεκτικότητα cohesion Ιστορία
σύνεργο toolkit Ιστορία
συνθήκη treaty Ιστορία
συν-ιζηματογενής syn-sedimentary Ιστορία
συνομολόγηση conclusion Ιστορία
σύνταγμα constitution Ιστορία
συντεχνία guild Ιστορία
συντηρητικότητα conservatism Ιστορία
συνύπαρξη coexistance Ιστορία
σύριγγα syringe Ιστορία
συσσωμάτωμα aggregate Ιστορία
συσσωμάτωση aggregation Ιστορία
σύσταση composition Ιστορία
σύστημα system Ιστορία
σφάγνο sphagnum Ιστορία
σφηκωτήρες σπειρωτά δακτυλιόσχημα κοσμήματα spiral ring-shaped jewels Ιστορία
σφραγίδα seal Ιστορία
σφραγιδόλιθος sealstone Ιστορία
σφραγίσματα sealings Ιστορία
σχέση association Ιστορία
σχηματισμός formation Ιστορία
σχίσμα schism Ιστορία
σχιστόλιθος schist stone schist Ιστορία
σωλάριον solarium Ιστορία
τάιγκα taiga Ιστορία
ταινία band Ιστορία
τάλκης talc Ιστορία
ταξινομία taxonomy Ιστορία
ταπητουργία carpet-weaving Ιστορία
Τάταροι Tatars Ιστορία
ταφές burials Ιστορία
ταφοκοινότητα taphocoenosis Ιστορία
ταφονομία taphonomy Ιστορία
τάφος grave tomb Ιστορία
τάφος-οικία house-tomb Ιστορία
τάφρος ditch trench Ιστορία
τεκμηρίωση documentation Ιστορία
τεκτονικός tectonic Ιστορία
τεκτονισμός tectonism Ιστορία
Τελεόστεοι Teleostei Ιστορία
τελεσίγραφο ultimatum Ιστορία
τέμαχος block Ιστορία
τέμενος shrine temenos Ιστορία
τέμπλο temple screen Ιστορία
Τεταρτογενές Quaternary Ιστορία
τεφροχρονολόγηση tephrochronology Ιστορία
τέχνεργο artifact artefact Ιστορία
τεχνοτροπία style technique Ιστορία
τεχνουργήματα τέχνεργα artifacts Ιστορία
Τηθύς Tethys Ιστορία
τήξη fusion Ιστορία
τιθάσευση taming Ιστορία
Τιθώνιο Tithonian Ιστορία
τιμάριο fief farm Ιστορία
τιμαριούχος landlord Ιστορία
Τοάρσιο Toarcian Ιστορία
τοιχογράφηση murals Ιστορία
τοιχογραφία fresco wall painting Ιστορία
τοιχώματα walls Ιστορία
τοκογλυφία usury Ιστορία
τοκοχρεολύσιο amortization Ιστορία
τομή section Ιστορία
τοξοστοιχία line of arches Ιστορία
Τορτόνιο Tortonian Ιστορία
Τοτεμισμός Totemism Ιστορία
τούμπα τύμβος tell barrow Ιστορία
τούνδρα τούντρα tundra Ιστορία
τουρβιδίτης turbidite Ιστορία
Τουρκοκρατία Tourkokratia Ιστορία
Τουρκομπαρόκ Turkish Baroque Turko-Baroque Ιστορία
τουρμπάνι turban Ιστορία
Τουρόνιο Turonian Ιστορία
τούφα tufa Ιστορία
τοφφίτης tuffite Ιστορία
τόφφος tuff Ιστορία
τράπεζα plane-table platform Ιστορία
τράχωμα cash Ιστορία
τρηματοφόρo foraminifer Ιστορία
Τριαδικό Triassic Ιστορία
τρίβηλο trivilo Ιστορία
τρίκλινον triclinon Ιστορία
τριλοβίτες trilobites Ιστορία
τρίποδας tripod Ιστορία
Τριτογενής Tertiary Ιστορία
τρομοκρατία terrorism Ιστορία
τρόπιδα keel Ιστορία
τροπιδοφόρoς keeled Ιστορία
τροπικός tropical Ιστορία
τροφοδοσία ανεφοδιασμός supply Ιστορία
τροφοσυλλέκτης food-gatherer Ιστορία
τροχήλατο wheel-made Ιστορία
τσαγιέρα tea-pot vase Ιστορία
τσαρδάκι cardak Ιστορία
τσελιγκάτο tselingato Ιστορία
τσιμέντο cement Ιστορία
τσιφλίκι chiflik Ιστορία
τσιφλικοποίηση transformation into chiflik Ιστορία
τσουκαλαριό pottery Ιστορία
τύμπανο drum Ιστορία
τυπικαριό typicario Ιστορία
τυπικό typicon Ιστορία
τυπολογία typology Ιστορία
τυποποίηση conformity Ιστορία
Τυρρήνιο Tyrrhenian Ιστορία
υαλοποίηση vitrification Ιστορία
υαλώδης vitreous Ιστορία
υδροβιότοποι υγροβιότοποι wetlands Ιστορία
υδρογεωλογία hydrogeology Ιστορία
υδροξείδιο hydroxide Ιστορία
υδροφόρος aquifer Ιστορία
υλοτομία lumbering Ιστορία
υπαρξισμός existentialism Ιστορία
υπεραιωνόθεμα eonothem Ιστορία
υπέρθυρο lintel Ιστορία
Υπερκύνιος Subhercynian Ιστορία
υπερομάδα supergroup Ιστορία
υπερπαλιρροϊκός supratidal Ιστορία
υπερτίμηση increase the sum Ιστορία
υπηκοότητα nationality Ιστορία
υποαπολίθωμα subfossil Ιστορία
υποβαθμίδα substage Ιστορία
υπόβαθρο socle substratum Ιστορία
υπο-βιοΖώνη sub-biozone Ιστορία
υποδομή infrastructure Ιστορία
υποζώνη subzone Ιστορία
υποθήκευση mortgaging Ιστορία
υπόμνημα memorandum Ιστορία
υποπαλιρροϊκός subtidal Ιστορία
υποπρόξενος vice-consul Ιστορία
υποτροπικός subtropical Ιστορία
Υπρέσιο Ypresian Ιστορία
ύφαλος reef Ιστορία
υφαντική weaving Ιστορία
υφαντουργία textile mills weaving-industry Ιστορία
φαγεντιανή faience Ιστορία
φαινότυπος phenotype Ιστορία
φαιοφύκος brown alga Ιστορία
φακός lens Ιστορία
φάλαγγα phalanx Ιστορία
φάρες clans Ιστορία
φάρσωμα wooden panel Ιστορία
φάση ιζηματογενής φάση" 3611
φασισμός fascism Ιστορία
φασματογραφία emission spectrography Ιστορία
φατρία faction Ιστορία
φεντεραλιστές federalists Ιστορία
φετβάς fetvah Ιστορία
φθορισμός fluorescence Ιστορία
φιάλη bowl phiale Ιστορία
φιρμάνι firman Ιστορία
φλοιός cortex crust Ιστορία
φλύσχης flysch Ιστορία
φολίδα lamella scale Ιστορία
φοροεισπράκτορας tax-collector Ιστορία
φοροενοικιαστής tax-farmer Ιστορία
φούρκα fork Ιστορία
φουρούσι bracket Ιστορία
φτέρη fern Ιστορία
φύκος alga Ιστορία
φυλαχτό amulet Ιστορία
φυλετισμός racialism Ιστορία
φυλή tribe Ιστορία
φυλλάριο flake foliole Ιστορία
φυλλίτης phyllite Ιστορία
φυλογένεση φυλογονία phylogenesis phylogeny Ιστορία
φυλογενετικός phylogenetic Ιστορία
φυτογεωγραφία phytogeography Ιστορία
φυτοπλαγκτόν phytoplankton Ιστορία
φωβισμός fauvism Ιστορία
φωνόγραμμα phonogram Ιστορία
φωσφάτα phosphates Ιστορία
φωσφορικός phosphatic Ιστορία
φωσφορισμός phosphorescence Ιστορία
φωσφορίτης phosphorite Ιστορία
φωσφοριτικός phosphoritic Ιστορία
φωσφοριτιωμένος phosphatized Ιστορία
φωσφοριτίωση phosphatization Ιστορία
φωσφόρος phosphorus Ιστορία
φωταύγεια luminescence Ιστορία
φωτοσκίαση chiaroscuro Ιστορία
φωτοσύνθεση photosynthesis Ιστορία
χαγιάτι hayat porch Ιστορία
χαλαζιακός quartzitic Ιστορία
χαλαζίας quartz Ιστορία
χαλκηδόνιος chalchedony Ιστορία
χαλκογραφία copperplate Ιστορία
χαλκός copper Ιστορία
χάντρα bead Ιστορία
χαρακτική γκραβούρα engraving Ιστορία
χαράτσι haratsi Ιστορία
χαρόφυτo charophyte Ιστορία
Χαρόφυτα Characeae Ιστορία
χάρτης map Ιστορία
χαρτογράφηση mapping Ιστορία
χάρτωμα wooden construction Ιστορία
χάσια has Ιστορία
χείλος rim Ιστορία
χειρίδες sleeves Ιστορία
χειροποίητα hand-made Ιστορία
χερσαίος terrestrial Ιστορία
χέρσος land Ιστορία
χιτώνας robe Ιστορία
χλάμπουρο banner Ιστορία
χλωρίδα flora Ιστορία
χλωροφύλλη chlorophyll Ιστορία
χόνδρος cartilage Ιστορία
Χονδρόστεοι Chondrostei Ιστορία
χορηγία donation Ιστορία
χρονογράφος chronicler Ιστορία
χρονολόγηση dating chronology Ιστορία
χρονολογία chronology dating Ιστορία
χρονοορίζων time-horizon chronohorizon Ιστορία
χρονοστρωματογραφία chronostratigraphy Ιστορία
χρονοστρωματογραφικός chronostratigraphic Ιστορία
χρυσόβουλο chrysoboullo Ιστορία
χρωματόσωμα χρωμόσωμα chromosome Ιστορία
χρωμίτης chromite Ιστορία
χώρα land Ιστορία
ψαμμίτης αμμόπετρα sandstone Ιστορία
ψευδο-ύφαλος pseudo reef false reef Ιστορία
ψηφαρίθμηση digital numeration Ιστορία
ψηφίδες pebbles Ιστορία
ψηφοδέλτιο ballot Ιστορία
ψήφος ψηφίδα pebble Ιστορία
ψυχρός cold Ιστορία
ωλένη ulna Ιστορία
ωμοπλάτη scapula Ιστορία
ωμόπλινθοι unbaked mud-bricks Ιστορία
ωμόπλινθος unbaked mud-brick Ιστορία
ώμος shoulder Ιστορία
ωολιθικός oolithic Ιστορία
ωόλιθος oolith oolite Ιστορία
ώριμος mature Ιστορία
Ωτερίβιο Hauterivian Ιστορία
ωτία lugs thumb-grip handles Ιστορία
ώχρα ocher ochre Ιστορία