ανορεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανορεξία < αρχαία ελληνικήἀνορεξία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανορεξία θηλυκό
- συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές που οδηγεί σε υπερβολική αδυναμία
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη όρεξη