limit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limit (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
limit (en)
- περιορίζω
- (μαθηματικά) έχω ως όριο
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limit (pl) αρσενικό
- το όριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limit (cs) αρσενικό
- το όριο