limit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
limit | limits |
limit (en)
- το όριο
- ↪ She exceeded the speed limit.
- Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
- ↪ She exceeded the speed limit.
- (μαθηματικά) το όριο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | limit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | limits |
αόριστος | limited |
παθητική μετοχή | limited |
ενεργητική μετοχή | limiting |
limit (en)
- περιορίζω, σταματώ κάτι να αυξάνεται πέρα από ένα συγκεκριμένο ποσό ή επίπεδο
- περιορίζομαι ή περιορίζω κάποιον σε ένα συγκεκριμένο ποσό ή αριθμό κάτι
- ↪ Limit smoking as much as you can/eating too much.
- Περιόρισε όσο μπορείς το κάπνισμα/το πολύ φαγητό.
- ↪ He limited himself to 5 cigarettes a day.
- Περιορίστηκε σε 5 τσιγάρα την ημέρα.
- ↪ Limit smoking as much as you can/eating too much.
- (μαθηματικά) έχω ως όριο
Πηγές[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limit (pl) αρσενικό
- το όριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limit (cs) αρσενικό
- το όριο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)