Μετάβαση στο περιεχόμενο

limit

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
limit limits

limit (en)

  1. το όριο, η μεγαλύτερη ή η μικρότερη ποσότητα από κάτι που επιτρέπεται
    ⮡  She exceeded the speed limit.
    Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
    ⮡  Two hours is the time limit.
    Οι δύο ώρες είναι το χρονικό όριο.
  2. το όριο, ένα σημείο στο οποίο κάτι παύει να είναι δυνατό ή να υπάρχει
    ⮡  Our love has no limits.
    Η αγάπη μας δεν έχει όρια.
  3. (μαθηματικά) το όριο
ενεστώτας limit
γ΄ ενικό ενεστώτα limits
αόριστος limited
παθητική μετοχή limited
ενεργητική μετοχή limiting

limit (en)

  1. περιορίζω, σταματώ κάτι να αυξάνεται πέρα ​​από ένα συγκεκριμένο ποσό ή επίπεδο
    ⮡  I am limiting my expenses.
    Περιορίζω τα έξοδά μου.
    ⮡  She limited speeches to 5 minutes.
    Περιόρισε τις ομιλίες σε 5 λεπτά.
    ⮡  Visiting hours were limited to one hour a day.
    Το επισκεπτήριο περιορίστηκε σε μια ώρα την ημέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb
  2. περιορίζομαι ή περιορίζω κάποιον σε ένα συγκεκριμένο ποσό ή αριθμό κάτι
    ⮡  Limit smoking as much as you can/eating too much.
    Περιόρισε όσο μπορείς το κάπνισμα/το πολύ φαγητό.
    ⮡  He limited himself to 5 cigarettes a day.
    Περιορίστηκε σε 5 τσιγάρα την ημέρα.
  3. (μαθηματικά) έχω ως όριο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limit (pl) αρσενικό

  1. το όριο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limit (cs) αρσενικό

  1. το όριο