προσαρμοστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσαρμοστικότητα < προσαρμοστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσαρμοστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του προσαρμοστικού, η ικανότητα προσαρμογής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσαρμοστικότητα