Μετάβαση στο περιεχόμενο

θυρεοειδής

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυρεοειδής η θυρεοειδής το θυρεοειδές
      γενική του θυρεοειδούς* της θυρεοειδούς του θυρεοειδούς
    αιτιατική τον θυρεοειδή τη θυρεοειδή το θυρεοειδές
     κλητική θυρεοειδή(ς) θυρεοειδής θυρεοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυρεοειδείς οι θυρεοειδείς τα θυρεοειδή
      γενική των θυρεοειδών των θυρεοειδών των θυρεοειδών
    αιτιατική τους θυρεοειδείς τις θυρεοειδείς τα θυρεοειδή
     κλητική θυρεοειδείς θυρεοειδείς θυρεοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Απεικόνιση θυρεοειδούς και παραθυρεοειδούς αδένα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θυρεοειδής < ελληνιστική κοινή θυρεοειδής < αρχαία ελληνική θυρεός (< θύρα) + -ειδής (< εἶδος) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική thyroïde[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική thyroid[1])

Επίθετο

[επεξεργασία]

θυρεοειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με θυρεό
  2. (ανατομία) που έχει σχέση με τον σχετικό αδένα ή χόνδρο (βλ. ουσιαστικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θυρεοειδής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. 1 2 θυρεοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)