παραθυρεοειδής αδένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραθυρεοειδής αδένας < παραθυρεοειδής + αδένας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική parathyroid gland)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
παραθυρεοειδής αδένας αρσενικό
- (ανατομία) καθένας από τους (συνήθως τέσσερις) μικρούς αδένες που βρίσκονται κοντά στον θυρεοειδή αδένα στον λαιμό, με κύριο ρόλο την παραγωγή παραθορμόνης (parathyroid hormone ή PTH), υπεύθυνης για τον έλεγχο της συγκέντρωσης του ασβεστίου και του φωσφόρου στο αίμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραθυρεοειδής αδένας