αργινίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αργινίνη | ||
γενική | της | αργινίνης | ||
αιτιατική | την | αργινίνη | ||
κλητική | αργινίνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αργινίνη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Arginin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αργινίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία) αμινοξύ με τύπο HN=C(NH2)-NH-(CH2)3-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Arg ή R. Για τα παιδιά είναι απαραίτητο αμινοξύ, ενώ για τους υγιείς ενήλικες είναι μη απαραίτητο αμινοξύ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αργινίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αμινοξέα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)