rim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rim rims

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rim (en)

  • το χείλος, το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
    the rim of the glass - τα χείλη του ποτηριού
     συνώνυμα: lip, brim

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rim (pt)