lip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lip | lips |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lip (en)
- (ανθρώπινο σώμα, ανατομία) το χείλος, το χείλι
- το χείλος, η άκρη, το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lip (nl)