tail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tail | tails |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tail (en)
- η ουρά
- (αμερικανικά αγγλικά, προφορικό) ο πισινός
ενικός | πληθυντικός |
tail | tails |
tail (en)