retailer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
retailer retailers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
retailer < retail + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

retailer (en)

  1. (επάγγελμα) ο λιανοπωλητής, ο λιανέμπορος, ο έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο
  2. το λιανεμπόριο