retailer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
retailer | retailers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]retailer (en)
- (επάγγελμα) ο λιανοπωλητής, ο λιανέμπορος, ο έμπορος που ασχολείται με το λιανεμπόριο
- το λιανεμπόριο