magic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
magic (en)
- η μαγεία
- μια μαγική τελετή
- ένα μαγικό τρικ που δίνει την ψευδαίσθηση της μαγείας
- (μεταφορικά) μαγεία, κάτι ακατανόητο ή εντυπωσιακό, μαγευτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
magic (en)