ταχυδακτυλουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυδακτυλουργικός < ταχυδακτυλουργ(ός) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ταχυδακτυλουργικός
- που έχει σχέση με τον ταχυδακτυλουργό ή την ταχυδακτυλουργία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταχυδακτυλουργικά
- → δείτε τις λέξεις ταχυδακτυλουργός, ταχύς, δάκτυλο και έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυδακτυλουργικός
|