περόνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Περώνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περόνη οι περόνες
      γενική της περόνης των περονών
    αιτιατική την περόνη τις περόνες
     κλητική περόνη περόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δεξιά περόνη
Περόνη ενδύματος (Βρετανικό Μουσείο)
Περόνη χειροβομβίδας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περόνη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈɾo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρό‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περόνη θηλυκό

  1. (ανατομία) μακρύ οστό της κνήμης, προς την έξω πλευρά
    η κνήμη και η περόνη είναι τα κόκαλα της γάμπας
  2. καρφίτσα, ιδιαίτερα αυτή που συνδέει δύο τμήματα ενός ενδύματος μεταξύ τους
  3. εξάρτημα σε σχήμα καρφιού, το οποίο, όταν μπει στη θέση του, συνδέει δύο διαφορετικά τμήματα ενός μηχανισμού και/ή τον ασφαλίζει
    τράβηξε την περόνη της χειροβομβίδας και την πέταξε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περόνη αἱ περόναι
      γενική τῆς περόνης τῶν περονῶν
      δοτική τῇ περόν ταῖς περόναις
    αιτιατική τὴν περόνην τὰς περόνᾱς
     κλητική ! περόνη περόναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περόν
γεν-δοτ τοῖν  περόναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περόνη < πείρω, τρυπώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περόνη θηλυκό

  1. βελόνα, καρφί
  2. οξύ άκρο σε αντικείμενο
  3. (ειδικότερα) η περόνη στην πόρπη που συγκρατούσε το ένδυμα στους ώμους

Πηγές[επεξεργασία]