Μετάβαση στο περιεχόμενο

podium

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

podium (en)

  1. το βήμα, η εξέδρα, μικρό βάθρο στο οποίο στέκεται κάποιος όταν εκφωνεί λόγο ή διευθύνει ορχήστρα κτλ.
    παράδειγμα  The conductor was on the podium.
    Ο μαέστρος ήταν στο βήμα.
    παράδειγμα  They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.
    Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες.
  2. το πόντιουμ, για αθλήματα, τρεις πλατφόρμες διαφορετικών επιπέδων στις οποίες στέκονται οι νικητές, συνήθως για να λάβουν βραβεία
    παράδειγμα  The athletes will race each other for a place on the podium.
    Οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ.



      ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

podium (fr) αρσενικό

  1. το βήμα, το βάθρο, η εξέδρα
  2. η πασαρέλα