podium
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
podium | podiums |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]podium (en)
- το βήμα, η εξέδρα, μικρό βάθρο στο οποίο στέκεται κάποιος όταν εκφωνεί λόγο ή διευθύνει ορχήστρα κτλ.
The conductor was on the podium.
- Ο μαέστρος ήταν στο βήμα.
They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.
- Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες.
- το πόντιουμ, για αθλήματα, τρεις πλατφόρμες διαφορετικών επιπέδων στις οποίες στέκονται οι νικητές, συνήθως για να λάβουν βραβεία
The athletes will race each other for a place on the podium.
- Οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
podium | podiums |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]podium (fr) αρσενικό