formula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
formula | formulae |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
formula (en)
- φόρμουλα, τύπος μαθηματικός ή χημικός
- δείτε επίσης: formula στην αγγλική Βικιπαίδεια
- τρόπος επίλυσης ενός προβλήματος
- η σύνθεση ενός μείγματος, η λίστα των συστατικών του
- υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
formula (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια