formulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
formulation (en)
- διατύπωση, έκφραση
- διαδικασία προετοιμασίας (κατασκευής, διάλεξης, μίγματος, οτιδήποτε)
- προπαρασκευή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
formulation | formulations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
formulation (fr) θηλυκό