βραχυπρόθεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βραχυπρόθεσμος -η -ο
- που έχει μικρή διάρκεια, που λήγει σύντομα
- (λογιστική) χρονική διάρκεια που αφορά λίγους μήνες, το πολύ 12 μήνες, μια χρήση
- → δείτε τη λέξη βραχυπρόθεσμο ενεργητικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχυπρόθεσμος