μεσομακροπρόθεσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσομακροπρόθεσμος η μεσομακροπρόθεσμη το μεσομακροπρόθεσμο
      γενική του μεσομακροπρόθεσμου της μεσομακροπρόθεσμης του μεσομακροπρόθεσμου
    αιτιατική τον μεσομακροπρόθεσμο τη μεσομακροπρόθεσμη το μεσομακροπρόθεσμο
     κλητική μεσομακροπρόθεσμε μεσομακροπρόθεσμη μεσομακροπρόθεσμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσομακροπρόθεσμοι οι μεσομακροπρόθεσμες τα μεσομακροπρόθεσμα
      γενική των μεσομακροπρόθεσμων των μεσομακροπρόθεσμων των μεσομακροπρόθεσμων
    αιτιατική τους μεσομακροπρόθεσμους τις μεσομακροπρόθεσμες τα μεσομακροπρόθεσμα
     κλητική μεσομακροπρόθεσμοι μεσομακροπρόθεσμες μεσομακροπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσομακροπρόθεσμος < μεσο- + μακρο- + προθεσμία + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσομακροπρόθεσμος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) που συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί σε κάποιο χρονικό διάστημα σχετικά μέσης ή μεγαλύτερης διάρκειας
    Ο μηχανισμός που παρουσιάστηκε συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με τις διαφαινόμενες τεχνολογικές, οικονομικές, ρυθμιστικές εξελίξεις και τάσεις σε επιλεγμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας, σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα και αναλύει τις επιπτώσεις τους στα επαγγέλματα, από πλευράς απαιτούμενων γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων. (*)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]