μεσομακροπρόθεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μεσομακροπρόθεσμος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί σε κάποιο χρονικό διάστημα σχετικά μέσης ή μεγαλύτερης διάρκειας
- Ο μηχανισμός που παρουσιάστηκε συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με τις διαφαινόμενες τεχνολογικές, οικονομικές, ρυθμιστικές εξελίξεις και τάσεις σε επιλεγμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας, σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα και αναλύει τις επιπτώσεις τους στα επαγγέλματα, από πλευράς απαιτούμενων γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων. (*)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσομακροπρόθεσμος
|