εκτροπέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτροπέας οι εκτροπείς
      γενική του εκτροπέα των εκτροπέων
    αιτιατική τον εκτροπέα τους εκτροπείς
     κλητική εκτροπέα εκτροπείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτροπέας < εκτροπ(ή) + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκτροπέας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]