leaflet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
leaflet leaflets

Ετυμολογία [επεξεργασία]

leaflet < leaf + -let

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

leaflet (en)

  • το φυλλάδιο
    The technical characteristics are detailed in this leaflet.
    Τα τεχνικά χαρακτηριστικά περιγράφονται λεπτομερώς σ' αυτό το φυλλάδιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brochure

Πηγές[επεξεργασία]