Μετάβαση στο περιεχόμενο

brochure

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
brochure brochures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brochure (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brochure (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]