Μετάβαση στο περιεχόμενο

flyer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
flyer flyers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flyer < fly + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flyer (en)

  1. που βρίσκεται σε πτήση (συνήθως συχνά)
  2. το φυλλάδιο συνήθως μονοσέλιδο ή ολιγοσέλιδο, φέιγ βολάν
    παράδειγμα  The technical characteristics are detailed in this flyer.
    Τα τεχνικά χαρακτηριστικά περιγράφονται λεπτομερώς σ' αυτό το φυλλάδιο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη brochure