assemblage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
assemblage | assemblages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assemblage (fr) θηλυκό
- ένα οργανωμένο σύνολο εξαρτημάτων, μια δομή, η συμπλοκή, η σύνδεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη assembler