assembler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assembler < assembl(e) + -er
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assembler (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- assembler στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assembler < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
assembler (fr) (μεταβατικό)