διαρθρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαρθρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρθρόω / διαρθρῶ + -ώνω < διά (δι-) + ἀρθρόω < ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- + -σκω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-sḱéti)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.aɾˈθɾo.no/ ή και ΔΦΑ : /ði̯aɾˈθɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐θρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαρθρώνω, αόρ.: διάρθρωσα, παθ.φωνή: διαρθρώνομαι, π.αόρ.: διαρθρώθηκα, μτχ.π.π.: διαρθρωμένος

  1. συνδέω κανονικά τα στοιχεία ενός συνόλου
  2. συναρμολογώ αρμονικά τα μέρη ενός όλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διά, αρθρώνω και άρθρο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]