ordonnancer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.dɔ.nɑ̃.se/

ordonnancer (fr)

  1. δίνω διαταγή πληρωμής μιας δημόσιας δαπάνης
  2. (παρωχημένο στην ιατρική) δίνω συνταγή
  3. συναρμολογώ αρμονικά τα μέρη ενός όλου

Συγγενικά

[επεξεργασία]