impression
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impression (en)
- η εντύπωση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impression | impressions |
impression (fr) θηλυκό