impression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

impression (en)

  • η εντύπωση, το αποτύπωμα
    You give the impression of a leader.
    Δίνεις την εντύπωση του ηγέτη.
    He doesn’t leave a good impression on the public.
    Αυτός δεν αφήνουν καλό αποτύπωμα στο κοινό.



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

impression (fr) θηλυκό

  1. η εντύπωση
  2. η εκτύπωση