impression
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impression | impressions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impression (en)
- η εντύπωση, μια ιδέα, ένα συναίσθημα ή μια γνώμη που έχω για κάποιον ή κάτι, ή που κάποιος ή κάτι μου δίνει
- ↪ You give the impression of a leader.
- Δίνεις την εντύπωση του ηγέτη.
- ↪ I have/had the impression that…
- Έχω/είχα την εντύπωση ότι…
- ↪ I get the impression that you aren’t listening to me/that you don’t like me.
- Έχω την ιδέα πως δεν μ' ακούς/πως δεν με συμπαθείς.
- ↪ I am under the impression we have met before.
- Έχω την ιδέα πως έχουμε γνωριστεί.
- ↪ You give the impression of a leader.
- η εντύπωση, το αποτύπωμα, η επίδραση που έχει μια εμπειρία ή ένα πρόσωπο σε κάποιον ή κάτι
- ↪ First impressions are often misleading.
- Οι πρώτες εντυπώσεις είναι συχνά παραπλανητικές.
- ↪ He doesn’t leave a good impression on the public.
- Αυτός δεν αφήνουν καλό αποτύπωμα στο κοινό.
- ↪ His interpretation left an impression on the audience.
- Η ερμηνεία του εντυπωσίασε το κοινό.
- ↪ First impressions are often misleading.
- η αποτύπωση, το αποτύπωμα, σημάδι που αφήνει σε μια επιφάνεια ένα σώμα που πιέζεται πάνω σ' αυτή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- impression - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 297, 381-382. ISBN 9780194325684., λήμμα: εντύπωση, ιδέα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impression | impressions |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impression (fr) θηλυκό