ισοζύγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποζύγιο, ισοζυγία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισοζύγιο τα ισοζύγια
      γενική του ισοζυγίου
ισοζύγιου
των ισοζυγίων
    αιτιατική το ισοζύγιο τα ισοζύγια
     κλητική ισοζύγιο ισοζύγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισοζύγιο < ίσ(ος) + -ο- + ζυγός + -ιο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική équilibre.
(μαρτυρείται από το 1848)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.soˈzi.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐ζύ‐γι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισοζύγιο ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • εμπορικό ισοζύγιο
  • ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
  • ισοζύγιο πληρωμών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ.Α, σελ. 494