υποείδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υποείδος | τα | υποείδη |
γενική | του | υποείδους | των | υποειδών |
αιτιατική | το | υποείδος | τα | υποείδη |
κλητική | υποείδος | υποείδη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποείδος < υπο- + είδος, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική subspecies (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποείδος ουδέτερο
- είδος που υπάγεται σε είδος
- (ταξινομία) η ταξινομική βαθμίδα του είδους με υποδιαίρεση σε υπο-
- δείτε και σπανιότερα με υπερ-)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποείδος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)