drift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drift | drifts |
drift (en)
- (μόνο ενικός) το γενικό νόημα αυτού που λέει ή γράφει κάποιος
- ⮡ I caught the drift of his arguments/of what he said.
- Έπιασα το γενικό νόημα των επιχειρημάτων του/των όσων είπε.
- ⮡ I caught the drift of his arguments/of what he said.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drift |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drifts |
αόριστος | drifted |
παθητική μετοχή | drifted |
ενεργητική μετοχή | drifting |
drift (en)
- (αμετάβατο) παρασύρομαι, ταξιδεύω, προχωρώ ομαλά και αργά στο νερό ή στον αέρα
- (αμετάβατο) ολισθαίνω, πέφτω σιγά-σιγά, κινούμαι κάπου σιγά κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- ⮡ The country is drifting towards bankruptcy.
- Η χώρα ολισθαίνει (τραβάει) προς τη χρεωκοπία.
- ⮡ He drifted into pessimism.
- Έπεσε σιγά-σιγά στην απαισιοδοξία.
- ⮡ He drifted towards the exit.
- Κινήθηκε σιγά προς την έξοδο.
- ⮡ The country is drifting towards bankruptcy.
- (αμετάβατο) γυρίζω, κάνω κάτι, κάτι συμβαίνει ή αλλάζω χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο ή σκοπό
- ⮡ She drifts from job to job.
- Γυρίζει από δουλειά σε δουλειά.
- ⮡ She drifts from job to job.
- (αμετάβατο) γυρίζω, πηγαίνω από τη μια κατάσταση στην άλλη χωρίς να το καταλάβω
- ⮡ Where is your mind drifting to?
- Πού γυρίζει ο νους σου;
- ⮡ Where is your mind drifting to?
- (αμετάβατο) παρασύρομαι, για χιόνι ή άμμο που φυσιέται σε μεγάλους σωρούς από τον άνεμο
- ⮡ The snow, blown by the wind, drifted into tall banks.
- Ο αέρας παρέσυρε/φύσηξε το χιόνι κι έφτιαξε ψηλές στοίβες.
- ⮡ The snow, blown by the wind, drifted into tall banks.
Πηγές
[επεξεργασία]- drift (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- drift (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 588. ISBN 9780194325684., λήμμα: νόημα