βαλανίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλανίτιδα οι βαλανίτιδες
      γενική της βαλανίτιδας των βαλανίτιδων
    αιτιατική τη βαλανίτιδα τις βαλανίτιδες
     κλητική βαλανίτιδα βαλανίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλανίτιδα < βάλαν(ος) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλανίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]