συγκρότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκρότηση | οι | συγκροτήσεις |
γενική | της | συγκρότησης* | των | συγκροτήσεων |
αιτιατική | τη | συγκρότηση | τις | συγκροτήσεις |
κλητική | συγκρότηση | συγκροτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκροτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκρότηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκρότησις < αρχαία ελληνική συγκροτέω / συγκροτῶ < σύν + κροτέω / κροτῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκρότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγκροτώ
- ο σχηματισμός ενός οργανωμένου και λειτουργικού συνόλου από τη συγκέντρωση και συστηματοποίηση διαφόρων στοιχείων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκρότηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)