συστηματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συστηματοποίηση | οι | συστηματοποιήσεις |
γενική | της | συστηματοποίησης* | των | συστηματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | συστηματοποίηση | τις | συστηματοποιήσεις |
κλητική | συστηματοποίηση | συστηματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστηματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστηματοποίηση < καθαρεύουσα συστηματοποίησις. Μορφολογικά αναλύεται σε συστηματοποιώ + -ση.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.sti.ma.toˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στη‐μα‐το‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συστηματοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια του συστηματοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστηματοποίηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συστηματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)