συστηματοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συστηματοποίηση οι συστηματοποιήσεις
      γενική της συστηματοποίησης* των συστηματοποιήσεων
    αιτιατική τη συστηματοποίηση τις συστηματοποιήσεις
     κλητική συστηματοποίηση συστηματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστηματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συστηματοποίηση < καθαρεύουσα συστηματοποίησις. Μορφολογικά αναλύεται σε συστηματοποιώ + -ση.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.sti.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐στη‐μα‐το‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συστηματοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]