formation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
formation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
formation | formations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
formation (fr) θηλυκό
- η μόρφωση
- η κατάρτιση
- ο σχηματισμός
- η συγκρότηση