constitution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
constitution (en)
- η σύνθεση, η σύσταση, η συγκρότηση, (δημιουργία ενός πράγματος)
- το σύνταγμα (ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους)
- η γενική κατάσταση της υγείας κάποιου
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
constitution (fr) θηλυκό