Μετάβαση στο περιεχόμενο

constitution

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
constitution constitutions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

constitution (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

constitution (fr) θηλυκό