complexion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
complexion (en)
- μεσαιωνική θεωρία περί ποσόστωσης σύνθεσης της φυσιολογίας
- μία συγκεκριμένη ατομική/προσωπική φυσιολογική ποσόστωση
- δερματικός τόνος, δερματική απόχρωση, δερμοτόνος, δερμόχρωση, δερματόχρωση
- η απόχρωση του προσώπου
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
complexion | complexions |
complexion (fr) θηλυκό
- σύσταση, το σύνολο των στοιχείων του ανθρώπινου σώματος και του χαρακτήρα
- (παρωχημένο) απόχρωση
- (παρωχημένο) χαρακτήρας, διάθεση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη complexe