απόφοιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απόφοιτος | η | απόφοιτη & απόφοιτος |
το | απόφοιτο |
γενική | του | απόφοιτου & αποφοίτου |
της | απόφοιτης & αποφοίτου |
του | απόφοιτου & αποφοίτου |
αιτιατική | τον | απόφοιτο | την | απόφοιτη & απόφοιτο |
το | απόφοιτο |
κλητική | απόφοιτε | απόφοιτη & απόφοιτε |
απόφοιτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόφοιτοι | οι | απόφοιτες & απόφοιτοι |
τα | απόφοιτα |
γενική | των | απόφοιτων & αποφοίτων |
των | απόφοιτων & αποφοίτων |
των | απόφοιτων & αποφοίτων |
αιτιατική | τους | απόφοιτους & αποφοίτους |
τις | απόφοιτες & αποφοίτους |
τα | απόφοιτα |
κλητική | απόφοιτοι | απόφοιτες & απόφοιτοι |
απόφοιτα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «κατακόρυφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόφοιτος < μεσαιωνική ελληνική ἀπόφοιτος < αρχαία ελληνική ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ < φοιτάω / φοιτῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
απόφοιτος, -η / -ος, -ο
- που έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών και έχει πάρει τον αντίστοιχο τίτλο σπουδών
- απόφοιτος Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόφοιτος αρσενικό ή θηλυκό (στο θηλυκό επίσης η απόφοιτη)