nation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- nation < μέση αγγλική nacion, nacioun < παλαιά γαλλική nation, nacion, nasion < λατινική nationem < natio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nation (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nation (fr) θηλυκό