natural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
natural (en)
- φυσικός, όχι τεχνητός
- χωρίς προσμείξεις
- φυσιολογικός, κανονικός, αναμενόμενος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
natural (en)
- με ταλέντο, που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
- αυτόχθων
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
natural | naturales |
Επίθετο[επεξεργασία]
natural (es)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
natural | naturais |
Επίθετο[επεξεργασία]
natural (pt)
- ο φυσικός, ο φυσιολογικός