marketing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marketing (en) (μη μετρήσιμο)

  • το μάρκετινγκ
    ⮡  a career/studies in marketing - καριέρα/σπουδές στο μάρκετιγκ
    ⮡  The company’s marketing is based in Paris.
    Το μάρκετινγκ της εταιρείας εδρεύει στο Παρίσι.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

marketing (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maʁ.kə.tiŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marketing (fr)