school
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]school (en)
- (εκπαίδευση) το σχολείο
- η σχολή (κυριολεκτικά ως οργάνωση και μεταφορικά πχ. school of thought)
- το κοπάδι ψαριών
- η πλειάδα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]school (en)