schoolday
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
schoolday | schooldays |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
schoolday (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα μαθηματικά χρόνια, η περίοδος της ζωής μου που πηγαίνω σχολείο
- ↪ This song brought me back to my schooldays.
- Αυτό το τραγούδι μ' έφερε πίσω στα μαθηματικά μου χρόνια.
- ↪ This song brought me back to my schooldays.