μηχανική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μηχανική

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανική οι μηχανικές
      γενική της μηχανικής των μηχανικών
    αιτιατική τη μηχανική τις μηχανικές
     κλητική μηχανική μηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηχανική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μηχανικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.xa.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐χα‐νι‐κή
ομόηχο: μηχανικοί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανική θηλυκό

  1. (επιστήμη, φυσική) ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με την κίνηση και την ισορροπία της ύλης, καθώς και τις συναφείς δυνάμεις και φυσικές ποσότητες, όπως η ενέργεια και η ορμή
  2. (τεχνολογία) η εφαρμογή των μαθηματικών και της φυσικής στην πράξη, για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μηχανική



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα → δείτε τη λέξη μηχανικός