γεωμηχανική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γεωμηχανική
      γενική της γεωμηχανικής
    αιτιατική τη γεωμηχανική
     κλητική γεωμηχανική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωμηχανική < γεω- + μηχανική, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geoengineering

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωμηχανική θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]