μαχαλάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαχαλάς | οι | μαχαλάδες |
| γενική | του | μαχαλά | των | μαχαλάδων |
| αιτιατική | τον | μαχαλά | τους | μαχαλάδες |
| κλητική | μαχαλά | μαχαλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαχαλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική mahalle < αραβική محل (mahalla)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.xaˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐χα‐λάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαχαλάς αρσενικό
- η γειτονιά των γύφτων
- (λαϊκότροπο) γειτονιά
- μένει στον πάνω μαχαλά (του χωριού).
- (λαϊκότροπο) συνοικία
- είχε μαγαζί στον ελληνικό μαχαλά της Πόλης.
- (λαϊκότροπο) ευρύτερο τμήμα πόλης, που διακρίνετα σε πάνω, κάτω, βόρειο, νότιο, ανατολικό ή δυτικό
- Η πόλη της Σμύρνης διακρινόταν στον "πάνω μαχαλά" και στον "κάτω μαχαλά".
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Μαχαλάς (τοπωνύμιο)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)